Οι Κρητικοί φίλοι στον Πειραιά βιάστηκαν να με καλοτυχίσουν, που θα γινόμουν νύφη του Δημήτρη Λαδιά. Αργότερα έμαθα το λόγο και συμφώνησα απόλυτα, προσυπογράφοντας με το μελάνι της καρδιάς.
Η γνωριμία μας με τον σπουδαίο αυτό άνθρωπο ήταν σταθμός ζωής, καθώς μέσα σε απίστευτη σεμνότητα μου ξεδίπλωνε σιγά σιγά μια σπάνια μορφή, γνήσιου αγωνιστή.
Γνώρισα έναν μικρόσωμο, άνδρα , με γαλάζια μάτια που σπιθοβολούσαν και που περπατούσε με δυσκολία αλλά με πολύ νεύρο.
Κοφτή και απότομη η φωνή του, αλλά όταν άρχιζε να διηγείται δεν χόρταινες να τον ακούς. Έτσι και πήγαινε όμως κάτι στραβά, δεν το άφηνε να πέσει κάτω. Κι ας είχε να κάνει με τον σπουδαιότερο άνθρωπο στον πλανήτη. Δυο κουβέντες θα έλεγε και θα στόχευε κατευθείαν στην καρδιά.
Για το μπάρμπα Μήτσο Λαδιά, οι άνθρωποι δεν είχαν κοινωνικές διαβαθμίσεις, ούτε διαφορετικότητα. Διέθετε το προνόμιο με μια ματιά συνήθως πλάγια, πάντα διαπεραστική να κρίνει και να αξιολογεί κάθε γεγονός με σπάνια ευθυκρισία.
Πολλές φορές τον επισκέφθηκαν τηλεοπτικά συνεργεία για συνέντευξη. Κάποια στιγμή ζήτησε να την αφήσουν ήσυχο. Δεν είχε κάνει και τίποτα σπουδαίο όπως συνήθιζε να λέει.
Και μόνο όταν έλαβε ένα δίπλωμα τιμής από τον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο, σαν να νότισε η ματιά του.
Στη δύση της ζωής του, από το παραλήρημά του στο κρεβάτι του πόνου, διαπίστωνα πόσο αληθινά ήταν όσα άκουσα για τον άνθρωπο αυτό. Όσα ειπώθηκαν για τη ζωή του που μοιάζει πραγματικά με μυθιστόρημα.
Ένα προσφυγάκι στο πουθενά
Ο Δημήτρης Λαδιάς γεννήθηκε στα Βουρλά της Μικράς Ασίας το 1915. Η οικογένειά του είχε μεγάλη οικονομική άνεση. Και το επώνυμο «Λαδιάς» του το έδωσε η μεγάλη επιχείρηση με ελαιοτριβεία που είχαν.
Η καταστροφή τον βρήκε χαμένο σ’ ένα κουβάρι ψυχών, που αναζητούσε διέξοδο για να σωθεί από το μαχαίρι.
Για πρώτη φορά ο μικρός, που ως τότε ζούσε στα πούπουλα, γνώριζε τη φρίκη της βιοπάλης.
Ήταν μόλις επτά ετών, όταν το κύμα της προσφυγιάς τον έφερε στο Ναύπλιο. Κανένας δεν ήξερε να του πει που βρισκόταν και τι απέγινε η μητέρα του και η αδελφή του.
Πώς να ζήσει ο μικρός; Αν και τόσο μικρός καταλάβαινε ότι μόνο με το μεροκάματο, όπου το εύρισκε, θα μπορούσε να συντηρήσει τον εαυτό του με αξιοπρέπεια. Πολλές φορές πείνασε. Μα ,όπως μου έλεγε, ποτέ δεν σκέφτηκε να απλώσει το χέρι. Καλύτερα να πέθαινε από πείνα. Η περηφάνια του από τότε άπλωνε ρίζες στη ζωή του.
Και βρέθηκε στο Ρέθυμνο
Μια μέρα τον ειδοποίησαν από τον Ερυθρό Σταυρό, ότι τον αναζητούσε η μητέρα του και η αδελφή του στο Ρέθυμνο της Κρήτης. Εδώ είχαν καταφύγει με άλλους πρόσφυγες.
Έτσι βρέθηκε στο Ρέθυμνο ο Δημήτρης. Στο σχολειό ήταν πρώτος, αλλά στην σκανταλιά αριστούχος. Γι’ αυτό και συχνά πλήρωνε το τίμημα που γενναιόδωρα του πρόσφερε ο παπά Λινόξυλος.
Μεγάλωνε στον ίσκιο μιας εξαιρετικά αυστηρής μητέρας, που του έδωσε όμως άριστη διαπαιδαγώγηση. Η κυρά Αρχοντούλα με τ’ όνομα δεν αστειευόταν. Έτσι από νωρίς ο Δημήτρης άρχισε να κυνηγά το μεροκάματο, για να βοηθήσει την οικογένειά του. Είχε και αδελφή να φροντίσει.
Άρχοντας στην ψυχή
Αν και νέος, ήξερε να διαχειρίζεται και τη ζωή του και τα έσοδά του. Μισούσε τη μιζέρια χωρίς όμως να φτάνει στα όρια της σπατάλης. Νοικοκύρης από τα μικράτα του.
Η μεγάλη στιγμή της ζωής του ήταν, όταν τον κάλεσε για δουλειά ο άρχοντας της κεραμοποιίας ο Ευάγγελος Τσουρλάκης. Αυτοί οι δυο αν δεν ταιριάζανε δεν συμπεθεριάζανε.
Ο εργοδότης του δεν άργησε να γίνει επιστήθιος φίλος, καθώς εύρισκε στον εργάτη του έναν άνθρωπο όπως τον ήθελε. Ειλικρινή, συνεπή, ντόμπρο, με χέρια και καρδιά καθαρά. Έναν άνθρωπο που αν το απαιτούσε η δουλειά, δεν θα δίσταζε να κάνει τη νύχτα μέρα για να μη δυσαρεστηθεί ο πελάτης.
Μια νοσοκόμα σταθμός ζωής
Μια μέρα εκεί που εργαζόταν χτύπησε στο χέρι. Και που να πάει; Στην κλινική του Μαρούλη για να φροντίσουν το τραύμα του. Μια νοσοκόμα ανέλαβε το καθήκον αυτό. Και μπορεί βέβαια να τον ανακούφισε από τον πόνο του χεριού, αλλά δεν κατάφερε να τον προστατεύσει από τα βέλη του φτερωτού θεού.
Άνθρωπος αποφασιστικός δεν άφησε το χρόνο να κυλήσει. Και μια μέρα η οικογένεια Παναρετάκη, από την Αγία Παρασκευή, είδε μπροστά της ένα μικρόσωμο αλλά αποφασιστικό νέο που ζητούσε το χέρι της Ελευθερίας τους.
Βέβαια το μόνο μελανό σημείο ήταν η προσφυγική προέλευση. Αλλά είχε τόσο έντονη προσωπικότητα ο γαμπρός, που κατάφερε να κάμψει όλους τους δισταγμούς. Παντρεύτηκαν με την καλή του. Κουμπάρος τους ήταν ο Τσουρλάκης. Ο Δημήτρης έκανε τη νύχτα μέρα για να μη λείψει τίποτα από την οικογένειά του, που είχε στο μεταξύ διευρυνθεί με δύο παιδιά. Το Γιώργη και την Αθηνά.
Νοικοκυρά και οικονόμα η κυρά Λευτερία, γυναίκα για «σπίτι» κατά τα ειωθότα του καιρού της, ήταν το ιδανικό ταίρι για το Δημήτρη.
Εκείνη την εποχή τα Περιβόλια ανθούσαν. Αξέχαστες οι παρέες που έκαναν οι μερακλήδες της περιοχής. Πανταχού παρών κι ο Δημήτρης. Αξιαγάπητος και αξιοσέβαστος, καθώς δεν έδινε ποτέ δικαίωμα σε κανέναν. Γενναιόδωρος και φιλόξενος κέρδιζε τους πάντες.
Κι ήρθε ο πόλεμος
Κι ήρθε ο πόλεμος. Στην πρώτη γραμμή βρέθηκε ο Δημήτρης, πριν το καταλάβει καλά καλά. Η πρώτη του αίσθηση μόλις έφτασε η στιγμή της αναμέτρησης με τον εχθρό, ήταν μια αδιόρατη αδιαθεσία. Κι έπειτα ξύπνησε η δίψα για τη ζωή. Πίσω περίμεναν η γυναίκα και τα παιδιά του. Δεν θα τα άφηνε ορφανά. «Αέρα» λοιπόν.
Η κατάρρευση του μετώπου έβαλε τίτλους τέλους σε μια εποποιία. Άρχισαν κατά κύματα οι φαντάροι να κατηφορίζουν. Μαζί και ο Δημήτρης. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες βρέθηκε στον Πειραιά, πάνω σ’ ένα καράβι που θα τον έφερνε στην Κρήτη.
Κι εκεί που είπε «Δόξα τω Θεώ» ένας φοβερός κρότος τον έκανε να τιναχτεί. Οι φλόγες τύλιξαν το πλοίο. Δεν ήταν ώρα να αναζητήσει την αιτία. Έπρεπε να σωθεί. Μα πού να εύρισκε διέξοδο; Πώς να βρεθεί στη θάλασσα από το γερανό του πλοίου; Το ύψος δυσθεώρητο.
Δεν θα έκανε όμως το χατίρι του χάρου. Με μια αποφασιστική κίνηση νοιώθοντας τα πόδια του να ακουμπούν στο κεφάλι, βρέθηκε στο κενό. Τα αυτιά του βούιζαν Ένοιωθε ότι θα λιποθυμήσει. Αλλά μόλις ήρθε σ’ επαφή με το υγρό στοιχείο, άρχισε να κολυμπά. Ευτυχώς μεγαλωμένος στο Περβολιανό ακρογιάλι κολυμπούσε σαν δελφίνι.
Βρέθηκε στο Τουρκολίμανο. Είχε σωθεί.
Μπροστά στο απόσπασμα
Ούτε κι ο ίδιος το πίστευε, όταν βρήκε τρόπο να γυρίσει πίσω κι έβλεπε ήδη τα βουνά της Κρήτης, να ξεπροβάλλουν στον ορίζοντα. Που να ξέρει τι τον περίμενε;
Με τους πρώτους βομβαρδισμούς έσπευσε να εξασφαλίσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Η έγνοια όμως για την τύχη τους δεν τον άφηνε να ηρεμήσει. Έτσι αψηφώντας τον κίνδυνο, πήρε το ποδήλατο και κατευθύνθηκε στην Αγία Παρασκευή, χωριό της γυναίκας του.
Εκείνη την ώρα άρχιζε και η πτώση των αλεξιπτωτιστών. Αναγκάστηκε να ζητήσει καταφύγιο στο ρυάκι του Κουτσολίδι κι έπειτα σε μια πυκνή κλαψοσυκιά.
Για κακή του τύχη πήγε προς τα κει ένας Γερμανός και εντελώς τυχαία κοίταξε πάνω. Εντόπισε το Δημήτρη. Με την κάνη του όπλου του βλαστημώντας τον υποχρέωσε να προχωρήσει. Στο μεταξύ έρχονταν και οι άλλοι. Οδήγησαν το Δημήτρη στο σπίτι του Δουλουμπέκη, που είχε μεταβληθεί σε χώρο μελλοθανάτων. Την επομένη έβγαλαν μια φουρνιά πατριωτών, ανάμεσά τους κι ο Λαδιάς. Όπως τους υποχρέωσαν να τρέξουν στην άμμο, έπεσαν οι πρώτες ριπές. Ο Δημήτρης βρέθηκε κάτω χωρίς να καταλαβαίνει τι κάνει. Από ενστικτώδη ανάγκη να ξεγελάσει το θάνατο.
Πάνω του βρέθηκε ένα άψυχο σώμα. Σε λίγο βογγητά του έδωσαν σημεία ζωής άλλου ομήρου. Κάποιος έδινε μέσα στο βογγητό του, τελευταίες παραγγελίες για την οικογένειά του. Άρχισαν και οι χαριστικές βολές. Ο Λαδιάς κρατούσε και την αναπνοή του. Έκλεισε τα μάτια. Είχε φθάσει η ώρα του.
Κι εκείνη τη στιγμή έγινε το θαύμα. Το αυστραλιανό πυροβόλο από τον Άγιο Γεώργιο έτρεψε σε φυγή τους Γερμανούς.
Οδός σωτηρίας από τη θάλασσα
Ο Δημήτρης ευχαριστούσε το Θεό, όταν αντιλήφθηκε ότι το ίδιο τυχερός με αυτόν είχε σταθεί και ο συγχωριανός του Μανούσος Μανουσάκης, που βρισκόταν λίγο πιο πέρα από αυτόν. Άλλοι δυο πατριώτες, τέσσερις στο σύνολο σώθηκαν εκείνη τη μέρα.
Ο Λαδιάς άφησε να νυχτώσει καλά καλά κι έπειτα έρποντας «για το φόβο των Ιουδαίων», βρέθηκε στη θάλασσα. Για δεύτερη φορά το υγρό στοιχείο τον είχε σώσει.
Μια ακόμα φορά, λίγοι το ξέρουν αυτό, ο Δημήτρης βρέθηκε απέναντι στο θάνατο. Τον πήραν για ανάκριση στην Γκεστάπο, για να δώσει στοιχεία άγνωστο για ποιο θέμα. Σάμπως μιλούσε ποτέ για τις στιγμές αυτές που πέρασε, στη σαν μυθιστόρημα ζωή του;
Παρά τις απειλές εκεί στο κολαστήριο των Ναζί είχε καταφέρει να κρατήσει την ψυχραιμία του και να μη δείξει φόβο. Πέρασε κι εκείνη η μπόρα.
Ήρθε η λευτεριά. Απέκτησε και τον Παντελή το στερνοπούλι του «Τάλε κουάλε», όπως συνήθιζε να λέει με τον ίδιο.
Για ένα φεγγάρι ασχολήθηκε και με το συνδικαλισμό. Γι’ αρκετό καιρό υπήρχε μια φωτογραφία του με αρκετούς άλλους. Όπως μου είχε εξηγήσει ήταν από μια συνάντηση σε πανελλήνια συνάντηση εργατών στον Πειραιά.
Στο μεταξύ οι ευθύνες του στη δουλειά είχαν μεγαλώσει. Ήταν ο αρχιεργάτης και το δεξί χέρι του σπουδαίου εκείνου ανθρώπου του Ευάγγελου Τσουρλάκη.
Η καημένη η κυρία Ελευθερία το είχε πάρει απόφαση, ότι ο άνδρας της είχε πάντα σε πρώτη προτεραιότητα τη δουλειά του. Ήταν ικανός να φύγει μέσα στη νύχτα, αν ο καιρός έδειχνε για βροχή, να ελέγξει αν ήταν απόλυτα προστατευμένα τα τούβλα. Και μια φορά ψόφιος στην κούραση, όπως κοιμόταν, πετάχτηκε στον ύπνο του, νομίζοντας ότι είναι η ώρα για τη δουλειά του. Μόνο όταν πέρασε του Κόρακα την Καμάρα κατάλαβε πως ήταν Κυριακή κι άδικα είχε πάρει το δρόμο.
Ένας ακόμα μαρτυρικός σταυρός
Ποιος να του έλεγε ότι είχε ακόμα ν’ ανέβει Γολγοθά. Μια μέρα ενώ πήγαινε στη δουλειά, έπεσε θύμα τροχαίου. Η ζωή του σώθηκε. Οι γιατροί όμως υποχρεώθηκαν να τον ακρωτηριάσουν. Και μ’ ένα πόδι όμως δεν το έβαλε κάτω. Στο περιβόλι ξόδευε τις ώρες του. Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορούσε να μείνει άπρακτος ούτε λεπτό. Κι όταν κατέβαινε στη χώρα έπρεπε να γυρίσει φορτωμένος.
«Άστα να βρίσκονται» έλεγε στη γυναίκα του, όταν τον παρατηρούσε για τις υπερβολές του αυτές.
Ποτέ δεν παραπονέθηκε για το πρόβλημά του και την αναπηρία του. Για το μόνο που λυπόταν, όπως μου έλεγε, ήταν που δεν μπορούσε να χορέψει. Η καρδιά του πετάριζε, αλλά δεν είχε πια τη δυνατότητα να ακολουθήσει στην παρέα.
Αυτά και άλλα πολλά περιέγραψε με την εξαιρετική του πέννα ο εκλεκτός λόγιος και ιστοριογράφος των Περιβολίων κ Αλκιβιάδης Μαυράκης, που τον νεκρολόγησε με τον ιδιαίτερο εκείνο τρόπο, που τον χαρακτηρίζει όταν σκιαγραφεί προσωπικότητες με τόση επιτυχία.
Με το Δημήτρη Λαδιά ασχολήθηκε στα βιβλία του ο γιατρός Νίκος Κοκονάς και πρόσφατα ο κ Γιώργος Σταράκης. Πολλά επίσης ήταν τα τηλεοπτικά αφιερώματα για την περιπέτειά του, μετά την πτώση των αλεξιπτωτιστών και τη σωτηρία του από το απόσπασμα.
Η Ελευθερία του έφυγε πρώτη. Κι εκείνος δεν έπαψε να την αποζητά.
Όπως του άξιζε μέχρι το τέλος της ζωής του, έζησε στο έπακρο τη στοργή και την αγάπη. Είχε τη φροντίδα που αξίζει κάθε γονιός. Έζησε και ημέρες τιμής. Ευτύχησε να πάρει βραβείο για την πατριωτική του δράση, από τον πρόεδρο της δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο και τιμητική διάκριση επίσης από το σύλλογο Περβολιανών.
Σε κάθε επέτειο της Μάχης της Κρήτης, κατέθετε στεφάνι στο μνημείο των 110 Μαρτύρων στην άμμο των Μισσιρίων, με τον επίσης σπουδαίο Ρεθεμνιώτη Γιάννη Τερζιδάκη από τους τέσσερις διασωθέντες.
Είχε γούστο όταν μουρμούριζε, τάχα πως βαριόταν τις παράτες. Αλλά καθόταν πειθήνια να τον ετοιμάσει ο Παντελής του, για να πάει να εκπληρώσει το καθήκον του αυτό, μέχρι που έμεινε μόνο ο Τερζής να καταθέτει στεφάνι τη μέρα εκείνη.
Μετά το θάνατό του, μάθαμε τις αγαθοεργίες του όσο ζούσε, για τις οποίες δεν ήξερε κανένας το παραμικρό. Τότε μάθαμε επίσης ότι κάθε χρόνο είχε αναλάβει με δικά του έξοδα να στολίζεται ο επιτάφιος της ενορίας. Από τα μυστικά του κι αυτό.
Επίλογος μιας πολυτάραχης ζωής
Ένα βράδυ είχε την αίσθηση ότι άνοιξε η πόρτα και ήρθε η Ελευθερία του. Στην προσπάθειά του να σηκωθεί, ξέχασε να περάσει το ξύλινο μέλος που αντικαθιστούσε το χαμένο πόδι. Έπεσε κι ήταν μοιραίο. Πέρασε κάποιο διάστημα στο νοσοκομείο, όπου αρκετές φορές νόμισε ότι ήταν στο εργοστάσιο. Έδινε με δυνατή φωνή εντολές στους εργάτες για τα τούβλα, άλλες φορές σηκωνόταν με βιάση γιατί …είχε αργήσει στη δουλειά.
Κοντά στο τέλος, με πλήρεις τις αισθήσεις του, σε μια αναλαμπή ανακάθισε στο κρεβάτι, έκανε το σταυρό του κι έδωσε την ευχή του πριν περάσει σε άλλη διάσταση.
Αυτός ήταν ο Δημήτρης Λαδιάς, ο πεθερός μου. Ο άνθρωπος που ξεγέλασε το θάνατο κι έζησε για να δώσει κι άλλα παραδείγματα πίστης στη ζωή και δύναμης για αγώνα σε κάθε δύσκολη στιγμή.