Ο συμπολίτης, συνταξιούχος ταχυδρομικός Δημήτρης Απανωμεριτάκης είναι ένας χαρακτήρας ανθρώπου ανοιχτόκαρδου, ευαίσθητου, αδαμάντινου με δεδομένη την οικογενειακή αγωγή. Ευαισθησία εκλεπτυσμένη που συνάδει με την πατροπαράδοτη ευγένεια ενός κρητικού σαν εκείνου που εκθειάζει ο Καζαντζάκης, ανθρώπου αγνού, πεντακάθαρου, που προσφέρει, χωρίς να θέλει να επωφεληθεί και να αποβλέπει σε αντιστάθμισμα με κάποια ανταποδοτική αμοιβή.
Όταν έλαβα το καλαίσθητο βιβλίο, ομολογώ ότι το εξέλαβα σαν μια έκδοση της σειράς, κοινότυπης σαν εκείνες τις banal που εξαίρουν καταστάσεις, δίδουν ιδιαίτερη έμφαση και προβάλλουν ευνοιοκρατικά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της πατρώας γης. Εν τούτοις μετά από μια προσεκτική ανάγνωση με κατέλαβε μια έντονη βαθιά συγκίνηση. Τα μάτια μου βούρκωσαν. Και τούτο τόσο για την εκφραστική δύναμη και το παραστατικό ύφος, όσο και για το ανθρωπιστικό περιεχόμενο μιας πολυκύμαντης, συγκλονιστικής αυτοβιογραφίας.
Σε μια αφήγηση συγκινητική και εξομολόγηση de profuntis (εκ βαθέων) ο Δημήτρης Απανωμεριτάκης διαθέτων εμπειρίες επώδυνες και δραματικές, μας αποκαλύπτει τα προσωπικά του βιώματα στα πέτρινα χρόνια εκείνα της αβάστακτης σκλαβιάς τα μαρτυρικά και τα κακορίζικα με τις οδυνηρές, εφιαλτικές δοκιμασίες. Μια τραχείας πορείας πολυκύμαντης, χειμαζόμενης αλλά και ακανθώδους. Μιας Οδύσσειας απίστευτης. Αδυσώπητα κι ανελέητα στάθηκαν τα παιδικά χρόνια του Δημήτρη. Περιβόλια, αμπέλια, ελιές και άλλες ποτιστικές καλλιέργειες να τις δουλεύει ξυπόλητος και με το σκαπέτι, αφού το σκαπτικό και το τρακτέρ ήταν άγνωστα εκείνη την εποχή. Η παραγωγή ψωμιού μόνο από το σπαρμένο και εν συνεχεία το αλώνισμα, το λίγνισμα, το άλεσμα, το ζύμωμα, το φούρνισμα. Ίδιος ο μόχθος και για τα άλλα προϊόντα στο χωριό, εκτός από τη ζάχαρη και τον καφέ. Σκληρός, αδιάκοπος, καθημερινός ο μόχθος. Κοπιαστικές οι μεταφορές, για να φορτωθούν τα ασήκωτα τσουβάλια πάνω στα γαϊδουράκια είτε στα μουλάρια. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθε κι η Κατοχή. Οι Γερμανοί επέβαλαν αγγαρείες. Ανάγκασαν τους χωρικούς, να δουλεύουν σαν σκλάβοι την απλήρωτη υποτιμητική, χειρωνακτική εργασία. Πώς να τα βολέψει ο πατέρας Γιάννης Απανωμεριτάκης με τα εφτά παιδιά; Πώς να αντεπεξέλθει στις καθημερινές ανάγκες, στις ανυπέρβλητες δυσκολίες; Για να κατορθώσει να επιβιώσει η οικογένεια δούλευαν όλοι.
Τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια πολέμησαν στην Αλβανία και επέζησαν από θαύμα. Επιστρέφουν και λαβαίνουν μέρος στη Μάχη της Κρήτης. Εκεί στον Αη – Γιώργη στα Περιβόλια μαζί τους πολεμά τους γερμανούς και ο μικρός Δημήτρης και βλέπει να σκοτώνονται δίπλα του ο ένας μετά τον άλλο. «Για την τιμή αυτής της γης» αναφέρει. Η αληθινή Οδύσσεια του συνεχίζεται στην κατοχή. Τον αγγαρεύουν οι Γερμανοί να δουλέψει «εκών άκων» στους Αρμένους. Βιώνει απάνθρωπες, δυσβάσταχτες συνθήκες, που τον οδηγούν στην απελπισμένη απόφαση να δραπετεύσει, αγνοώντας τους κινδύνους. Σε μια κατάλληλη στιγμή το βάζει στα πόδια, ενώ οι σφαίρες πέφτουν χαλάζι. Με τη χάρη του Θεού γλυτώνει, αλλά συλλαμβάνεται. Ακολουθούν δύο μερόνυχτα μέσα σε φρικτά βασανιστήρια. Οι Γερμανοί θέλουν να μάθουν αν η απόδραση ήταν προσχεδιασμένη και προμελετημένη από άλλους. Σε άθλια κατάσταση μεταφέρεται σε ιατρείο. Ο Γερμανός γιατρός τυχαίνει να ‘ναι καλός Χριστιανός και τον διασώζει, αλλά τώρα δουλεύει με το βούρδουλα.
Μετά από όλα αυτά διακατέχεται από μια θύελλα οργής, τον πληγώνει ο εξανδραποδισμός του κρητικού λαού, δεν θέλει να συμβιβαστεί και δε συμβιβάζεται στην ιδέα μιας εξευτελιστικής σκλαβιάς. Θίγεται ο πατριωτισμός, η αξιοπρέπεια, η υπόληψη και η περηφάνια του. Άλλη διέξοδος δεν υπάρχει παρά ο αγώνας για τη λευτεριά. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος, για να ξεφύγει από τον εξαναγκασμό και την ευτέλεια, που δεν αρμόζουν στο ήθος ενός Κρητικού. Οργανώνεται στην Αντίσταση και αναλαμβάνει επικίνδυνες αποστολές, αλλά συλλαμβάνεται και πάλι για δεύτερη φορά και ακολουθούν και πάλι άλλα βασανιστήρια ακόμη και στήσιμο μπροστά σε εκτελεστικό απόσπασμα, αλλά την τελευταία στιγμή, που κρίνεται η ζωή του, αποφασίζουν να τον μεταφέρουν στις φυλακές λόγω ηλικίας. Εξ’ αντικειμένου ο Δημήτρης δεν θα ‘ταν πάνω από 16 ή 17 το πολύ χρόνων.
Μετέχει και πάλι στην Αντίσταση και αυτή τη φορά αντιστρέφονται οι όροι, συλλαμβάνει ο Δημήτρης έναν Γερμανό, όταν όμως οι αντάρτες θέλησαν να τον εκτελέσουν, ο Δημήτρης διαπνεόμενος από χριστιανικά αισθήματα, τον διασώζει «Θα ‘ταν μεγάλη ανανδρία εκ μέρους μου, να κάνω κακό σε έναν αιχμάλωτο» αναφέρει. Αυτός ο Γερμανός ξανάρχεται μετά από χρόνια στην Κρήτη σαν στρατηγός. Η συνάντηση υπήρξε συγκλονιστική. Η φιλία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ακολουθούν οι αδελφοκτόνες συγκρούσεις, οι τραυματικές εμπειρίες και η κατάρα του εμφυλίου σπαραγμού.
«Μέρα νύχτα στα βουνά χωρίς να βγάλουμε τα άρβυλα. Με όπλα, μπαλάσκες κοιμόμαστε πάνω στο χιόνι. Πορείες ατελείωτες, ενέδρες, πείνα και προπάντων δίψα. Τα βολεύαμε με μια κονσέρβα και μια ρέγγα, ένα κομμάτι ξερό ψωμί, μέσα στα δάση και στα κλαδιά. Σαν αγρίμια. Θεέ μου δεν το πίστευα πως ζω. Είπα τότε. Αν γλυτώσουμε από δω δε φοβόμαστε το Χάρο».
Μετά από μια μάχη με νεκρούς και τραυματίες, μια δραματική συνάντηση συγκλονίζει. Ο καπετάν Σταθάκης ένας αντάρτης βαριά τραυματισμένος, βρίσκεται ξαπλωμένος κάτω από έναν πλάτανο. Ο Δημήτρης Απανωμεριτάκης τον πλησιάζει. Έρχονται ενώπιος ενωπίω. Τον βλέπει εκεί ανήμπορο να σφαδάζει από τους πόνους. Είχε σπασμένο το ένα χέρι, το αριστερό το ποδί και τραύμα στο στήθος. Με την πρώτη λέξη που του απύηθηνε ο Δημήτρης, ο άλλος κατάλαβε πως ο Δημήτρης ήταν Κρητικός και πως θέλει να τον σκοτώσει. «Οι Κρητικοί» του λέει «είναι παλληκάρια. Δεν σκοτώνουν τραυματίες και αιχμαλώτους» «Πόνεσα» γράφει ο Δημήτριος «πως είναι η μοίρα του ανθρώπου και πως μπορεί να καταντήσει. Είχα ως αρχή να μη βασανίζω και μη σκοτώσω ανθρώπους στις μάχες. Εμπόδισα τους άλλους, που αποπειράθηκαν να τον σκοτώσουν κι ας ήταν αξιόλογος αντίπαλος. Βούρκωσαν τα μάτια μου να χάνονται τέτοια παλληκάρια άδικα για τα κόμματα».
Ο αντάρτης αναγνωρίζει την ανθρωπιά και χριστιανική αρετή της συμπόνιας στο Δημήτρη και του λέει: «Εγώ θα πεθάνω αφού έτσι το ‘γραψεν η μοίρα μου. Σ’ ευχαριστώ πατριώτη, σου χαρίζω το πιστόλι μου κι ο Θεός να σου χαρίσει ό,τι αγαπάς».
Αυτό είπε στο Δημήτρη και ξεψύχησε. Δίπλα του κείτονταν άλλος νεκρός, ενώ γύρω το χιόνι ήταν κόκκινο «Από αδελφικό αίμα» λέει ο Δημήτρης.
Δίπλα του, κοντά του οι συμπολεμιστές του. Σκοτώνονται ο ένας μετά τον άλλο. Βιώνει ένα αποτρόπαιο μακελειό μέσα σε σωρεία πτωμάτων και των δύο πλευρών.
Ο Δημήτρης λαβαίνει μέρος σε αλλεπάλληλες, αιματηρές και θανάσιμες μάχες. Αδυσώπητες συγκρούσεις και άγριοι σκοτωμοί αμοιβαίοι. Μια πολύνεκρη σφαγή εκατέρωθεν. Μάχη στα Λαγκάδια, στη Δημητσάνα, στη Ζαχάρω, στη Βυτίνα, στον Πύργο Κορινθίας. «Δε με στεναχωρούσε» αναφέρει «αν θα πέθαινα από ξένους εχθρούς. Θα ‘ταν τιμή μου. Αλλά ένα εύλογο ερώτημα μια αδυσώπητη απορία με βασάνιζε σ’ αυτό το φονικό, Γιατί να σκοτωθώ από ελληνικό βόλι; Να αλληλοσκοτωνόμαστε για την αιώνια κατάρα του Διχασμού; Είναι κρίμα, είναι ντροπή, επειδή το θέλουν οι ξένοι και η δική μας κακοδιοίκηση. Ατυχώς αντί να χαρούμε την απελευθέρωσή μας σαν νικητές ύστερα από τόσους νεκρούς, τόσες συμφορές, τόσο δάκρυ, να σκοτωθούμε μεταξύ μας. Δεν είχαμε οδηγούς πατριώτες, να σταθούν όπως θα ‘πρεπε». Μεγαλόψυχος ο Δημήτρης Απανωμεριτάκης πονά η ψυχή του για την αλληλοσφαγή και το κατάντημα της πατρίδας.
Αφήνω για τον αναγνώστη πολλά άλλα αιματηρά, θλιβερά περιστατικά και τραγικές περιπτώσεις τις οποίες αναφέρει ο Δημήτρης Απανωμεριτάκης πολύ εμπεριστατωμένα.
Στις υπόλοιπες σελίδες ακολουθούν επαινετικά σχόλια του τοπικού τύπου και τιμητικές αναφορές με εύφημο μνεία σε επώνυμους αλησμόνητους ρεθεμνιώτες. Μεταξύ των οποίων οι γνωστοί φίλοι και αείμνηστοι: Βαγγέλης Δασκαλάκης τ. δήμαρχος και γιατρός, Γιάννης Δαλέντζας συγγραφέας, ο χορευτής Σταματής Παπαδάκης, ο Λευτέρης Κοκονάς, ο λεβέντης Ανδρέας Πέρρος, ο δάσκαλος και λογοτέχνης Κώστας Απανωμεριτάκης, ο αμαριώτης Μύρων Νουκάκης, ο αγροτικός διανομέας Τίτος Σπινθουράκης, ο συμβολαιογράφος Σπύρος Ανδρουλιδάκης, ο Ανδρέας Μπικάκης, ο ταχυδρομικός Μανόλης Γεωργουλάκης, ο λυράρης Σπύρος Σηφογιωργάκης κ.ά.
Στη συνέχεια του βιβλίου του ο Δημήτρης Απανωμεριτάκης εμπερικλείει πολλές ομιλίες του σε εορταστικές, εθιμοτυπικές, φιλόφρονες εκδηλώσεις. Επισημαίνει εκείνην για το «Ολοκαύτωμα της Λαμπινής» το ποίημα για τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τις έντεχνες, ποιητικές μαντινάδες. Το βιβλίο διανθίζεται από ένα πλούσιο πάνθεον φωτογραφιών, οι οποίες απαθανατίζουν ευχάριστες, χαρακτηριστικές στιγμές από τη ζωή του συγγραφέα.
Σ’ έναν περιεκτικό, εξαίσιο πρόλογο με νοηματική συνοχή κειμένου ο Εξέχων, αγαπητός συμπολίτης, καταξιωμένος νομικός και λογοτέχνης Κωστής Γ. Καλλέργης (Κ.Ι.Γ.Κ.) σκιαγραφεί με σαφήνεια και ευκρίνεια και αναδεικνύει σε όλο της το μεγαλείο την προσωπικότητα και το μοναδικό ψυχικό κόσμο του Δημήτρη Απανωμεριτάκη. «Είναι άνθρωπος», αναφέρει «που βρίσκεσαι υπεράνω μικρόψυχων καταστάσεων, κριτικών και κρίσεων, που δείχνει την καλοσύνη του και την εκτίμηση του στα πράγματα με το μέτρο και την κρίση του καλού και αγαθού ανδρός. Πρόσωπα σαν αυτά είναι οι ζηλευτές διαμαντόπετρες του κοινωνικού μας ιστού. Οι άνθρωποι που ομορφαίνουν τον κόσμο μας και τον κάνουν καλλίτερο…»
Η εξυμνητική μαντινάδα που παραθέτει ο αισθαντικός συμπολίτης αποπνέει ένα χαρακτηριστικό, θεσπέσιο κρητικό άρωμα.
Η λεβεντιά στον άνθρωπο μεγάλο χάρισμα ‘ναι!
Ωσάν τον πολυέλαιο με τα πολλά κεριά ‘ναι.
Εν κατακλείδι θα ‘θελα να αναφέρω ένα αξιομνημόνευτο γεγονός. Την ανέγερση στη Λαμπινή του Ιερού Ναού Κωνσταντίνου και Ελένης με δαπάνη από το ισχνό βαλάντιο του Δημήτρη. Είναι λίαν τιμητικό επίτευγμα, το οποίο αποκαλύπτει τη βαθιά χριστιανική του πίστη και τα ταπεινά θρησκευτικά του αισθήματα.
Ο σεμνός, μετριόφρων και αξιοπρεπής συμπολίτης αναφέρει στην εισαγωγή «θα ήταν πρόκληση για τον τόπο που ανάδειξε τόσες πνευματικές μορφές, να διεκδικήσω τίτλο συγγραφέα…. Θέλησα να καταγράψω μνήμη της νιότης μου, επειδή ανήκω στη γενιά που βίωσε οδυνηρές καταστάσεις». Αυτά βέβαια είναι μια ιδιαίτερη τοποθέτηση και τούτο προς τιμή του Δημήτρη Απανωμεριτάκη. Παρόλον ότι μιλά με μια γλώσσα απλή, ανεπιτήδευτη, ανόθευτη και άμεμπτη με λόγο εναργή, εν τούτοις δηλώνει ότι δεν επιζητεί συγγραφικές δάφνες. Σημαντικό όμως είναι το πόνημα διότι εμπεριέχει τόσα θαυμαστά, εντυπωσιακά και διαφωτιστικά παραδείγματα, ώστε κατά την ταπεινή μου γνώμη βάζει… τα γυαλιά σε πολλούς. Θα ‘ταν ευχής έργο να το διάβαζαν ως ιδιαιτέρως επωφελές οι νέοι μας. Αλλά ποιοι νέοι; Όχι φυσικά οι ματαιόδοξοι, κενόδοξοι νέοι, οι vaniteux που στηλιτεύουν οι Γάλλοι που θέλουν να αγνοούν την ιστορία, που δεν συγκινούνται και απαξιούν τη διεκτραγώδηση της χρονογραφίας και του παρελθόντος, αλλά θέλουν να επιδίδονται σε μια λαλίστατη κενολογία «at the press of a button» (με το πάτημα ενός κουμπιού). Το βιβλίο του Δημ. Απανωμεριτάκη απευθύνεται στους νέους, που θέλουν να μαθαίνουν και να διδάσκονται από αυτά που συνέβησαν, να τους συνεπαίρνει το σύνολο των γεγονότων που απαρτίζουν το παρελθόν, τα πραγματικά περιστατικά τα αναφερόμενα στη χωροχρονική, επώδυνη και ανηφορική πορεία του ελληνικού λαού.
Τα βιώματα τα οποία αποτυπώνει στο έργο του ο καλός συμπολίτης και καταγράφονται διαχρονικά ως στοιχεία – μαρτυρίες από προσωπικές εμπειρίες, συνιστούν την πλέον ευδόκιμη νουθεσία για τους νέους, επειδή το παράδειγμα είναι η πιο πειστική διδαχή.
Στον Δημήτρη Απανωμερίτη αρμόζει το επίγραμμα των αρχαίων προγόνων:
«Άνδρες γαρ πόλις ου τείχη, ου νήες κεναί ανδρών».
Καλλιτεχνική εκτύπωση: Γραφικές Τέχνες Καραγιαννάκη.
Επιμέλεια Εύα Λαδιά.