Ο Δημήτρης Ν. Θεοδοσάκης, από τον Χόνδρο της Βιάννου, με το γλυκύτατο ψευδώνυμο του «Κάστρου Ταχυδρόμος», στο τελευταίο βιβλίο του, με τίτλο «Στο Μεγάλο Κάστρο», παρουσιάζει, μέσα από μια σειρά ιστορικών διηγήσεών του, τη ζωή των παλιών Ηρακλειωτών, των Ηρακλειωτών που έκτισαν και τράνωσαν την πολιτεία τους στα χρόνια πριν και αμέσως μετά την Κατοχή, ανεβάζοντας και κρατώντας τον πήχη της προόδου πολύ ψηλά και δημιουργώντας το σημερινό Ηράκλειο, το Ηράκλειο της οικονομικής και πολιτιστικής ευημερίας.
Με τις διηγήσεις του αυτές ο φίλος συγγραφέας ζωντανεύει, περαιτέρω, και αναζωογονεί ένα σημαντικό κομμάτι της νεότερης του Μεγάλου Κάστρου Ιστορίας. Με τα πιο εύγλωττα, ζωντανά και καθάρια χρώματα ανασταίνει ανθρώπους, παλιούς Ηρακλειώτες, που ανταλλάσσανε «καλημέρες» αγάπης στους τότε ζωντανούς και πολυσύχναστους δρόμους της πολιτείας και μέσα στον αγώνα της καθημερινής τους βιοπάλης, προκειμένου να διασφαλίσουν το ψωμί τους και το ψωμί των παιδιών τους. Όλοι αυτοί ήταν οι άνθρωποί του, οι δικοί του άνθρωποι, που τον υποδέχτηκαν, τον αγκάλιασαν και τον αγάπησαν ειλικρινά όταν, μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, έφτασε ξένος και αναζητητής ενός καλύτερου μέλλοντος από το ξέμακρο χωριό του, τον Χόνδρο της Βιάννου, στην πόλη του Μεγάλου Κάστρου και διορίστηκε ως ταχυδρομικός διανομέας, ειδήσεων «κουβαλητής», στο εκεί ταχυδρομείο. Τη στιγμή εκείνη ξεκινούσε ένα επάγγελμα που δεν μπορούσε ποτέ να διανοηθεί ότι θα το αγαπούσε τόσο πολύ. Άνθρωπος ελεύθερος, ευγενικός, δραστήριος και κοινωνικός έζησε ανεπανάληπτες στιγμές ψυχικής ευεξίας και χαράς από τη δυνατότητες που του έδινε το νέο του αυτό επάγγελμα με το να επικοινωνεί και να γνωρίζει ανθρώπους, περνοδιαβαίνοντας καθημερινά από τους κεντρικότερους δρόμους της μεγάλης καστροπολιτείας, εκεί γύρω από το ιστορικό της κέντρο, και στον πιο κεντρικό δρόμο της περιοχής, την οδό της 25ης Αυγούστου. Ο δρόμος αυτός, με τον περίφημο ναό του αγίου Τίτου και τα περήφανα νεοκλασικά κτίρια και καταστήματά του, ήταν η οδός των τραπεζών, των πρεσβειών, των ναυτιλιακών και τουριστικών γραφείων, των Μινωικών Γραμμών και της ΑΝΕΚ, με τους ναυτικούς πράκτορες Χαμαράκη, Αραμπατζόγλου, Σαμοθράκη, Μαραβέλια, Θεοδοσάκη, Πολυχρονίδη, Κεφαλάκη, τον πρέσβη της Αγγλίας και τον δήμαρχο της πόλης, τον Λιοπυράκη, Εκεί βρισκόταν και το περίφημο ξενοδοχείο «Αστήρ», που, κατά καιρούς, φιλοξενούσε τους πιο σπουδαίους και υψηλούς επισκέπτες της πόλης. Και κοντά σε αυτά, ήταν, να σημειωθεί, και ο μοναδικός δρόμος της Καστροπολιτείας, που οδηγούσε από το λιμάνι στο κέντρο της πόλης και το αντίθετο και η δυνατότητα αυτή του έδινε άλλη αξία. Ήταν, πώς να το κάνουμε, ο δρόμος του μισεμού και του καλωσορίσματος, όπως χαρακτηριστικά τον σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας. Εκεί ο Δ. Θεοδοσάκης γνώρισε όλη την οικονομική και πολιτιστική αφρόκρεμα της καστροπολιτείας, το αρχοντολόι της εποχής. Ανάπτυξε σχέσεις φιλίας μαζί τους και, επικοινωνιακός όπως ήταν, χαιρόταν αυτήν την επικοινωνία κι ένιωθε βαθιά μέσα στην ψυχή του απεριόριστη χαρά και ευτυχία.
Ευτυχώς, όμως, που υπάρχει η νοσταλγία, αυτή η πανανθρώπινη δυνατή «αδυναμία», που ξαναφέρνει τους απομακρυσμένους οδοιπόρους στο όνειρο και στα πρώτα βήματα της ζωής. Και στο βιβλίο του Δ. Θεοδοσάκη η δύναμη αυτή, η νοσταλγία για τα παλιά, είναι που μεγαλώνει το όνειρο και προετοιμάζει και προδιαθέτει για την πνευματική σοδειά που θα επακολουθήσει. Γιατί το παρουσιαζόμενο με το σημείωμά μας αυτό βιβλίο, από μακριά μυροφόρο και έντονα αισθαντικό, πρέπει να θεωρηθεί ως ένα μικρό «αντιδώρημα» του συγγραφέα – είκοσι χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή του – προς όλα εκείνα τα πολλά και ωραία που του χάρισε κι εκεινού το σπουδαίο αυτό χθες της επαγγελματικής του ζωής. Αυτές τις ακατάλυτες μνήμες επέλεξε και έπλεξε ο συγγραφέας σ’ ένα «ματσάκι αλησμονιάς», σ’ ένα πνευματικό κι ευώδες τριαντάφυλλο να το δωρίσει και να το κρατήσουν στα χέρια τους οι παλιοί του εκείνοι φίλοι σαν έναν μεγάλο ευχαριστήριο «αποχαιρετισμό», αλλά και οι νεότεροι και όλοι εκείνοι που μέλλεται να έρθουν, για να δουν και εκείνοι και να μάθουν για τη ζωή του μόχθου και της αρετής των προγόνων τους, των παλιών Ηρακλειωτών.
Η αυθεντικότητα της πρώτης ύλης, το βάρος της προσωπικής εμπειρίας και η ιδεολογική φόρτιση προσδίδουν στη γραφή αυτήν του Δημήτρη Θεοδοσάκη την αμεσότητα του ρεαλισμού και τη λεπτότητα των αισθημάτων για την πατρώα γη και τους αγαπημένους του συμπολίτες. Και είναι γεγονός ότι ένας ολόκληρος κόσμος ξεπηδά ολοζώντανος μπροστά στα μάτια μας μέσα από τις ρεαλιστικές αυτές διηγήσεις, ενώ η εσωτερικευµένη πραγματικότητα επιτρέπει, συχνά, λυρικές εξάρσεις υποκειμενικών βιωμάτων, υποκινούμενων από μιαν έντονη συναισθηματική του συγγραφέα φόρτιση, χωρίς, πάντως, να αναιρείται ποτέ ο ρεαλισµός των διηγήσεων ούτε η αυθεντικότητα της πραγματικότητας.
Θεωρώ ότι με το παρουσιαζόμενο βιβλίο του, ο Δημήτρης Θεοδοσάκης καταφέρνει να ζωντανέψει τη ζωή των ανθρώπων αυτών μέσα από τις αφηγήσεις τριάντα εφτά (!) γνωστών και φίλων του αφηγητών και από δεκάδες αυθεντικές φωτογραφίες, με ήρωες και πρωταγωνιστές πρόσωπα υπαρκτά, που τα περισσότερα από αυτά, αν δεν πρόκειται για προγόνους τους, και ο ίδιος τα συνανεστράφη στα πενήντα, τόσα, χρόνια που ζούσε ανάμεσά τους. Ανθρώπους τόσο του μόχθου, όσο και της οικονομικής και πολιτιστικής ζωής, όπως τον βαρελά, τον Γιώργο Φαρσάρη, τον Μιστίλογλου με το παγοποιείο, το χαλβαδοποιείο και το αλατοποιείο του, τον σταφιδεργοστασιάρχη Περδικογιάννη – Μαρκατάτη, που κρατούσε ένα από τα κοντά τριάντα εργοστάσια σταφίδας που είχε τότε το Ηράκλειο. Και, ακόμα, τον αυτοδημιούργητο επιχειρηματία Γιώργο Δασκαλάκη και το ξενοδοχείο «Ατλαντίς», απέναντι από το μέγαρο Φυτάκη, κοντά στο λιμάνι του Ηρακλείου, που σήμερα ανήκει στον όμιλο Τάκη Δασκαλαντωνάκη, μια πρωτοποριακή ξενοδοχειακή μονάδα για το Ηράκλειο.
Τα θερμά μου, και πάλι, συγχαρητήρια στον αγαπητό μου φίλο Δημήτρη Ν. Θεοδοσάκη, τον όμορφο αυτόν του «Κάστρου Ταχυδρόμο» και για την παρούσα πολύτιμη προσφορά του στα κρητικά γράμματα και τη νεότερη του Μεγάλου Κάστρου ιστορία.