Ένα ημερολόγιο, που δύσκολα διαβάζεται, είναι το μεγάλο μου απόκτημα αρκετό καιρό τώρα. Ήθελα μ’ αυτό να κάνω το αφιέρωμά μου στον μεγάλο αφανή καλλιτέχνη Δημήτρη Τεργιακή, τον περίφημο «Μούρμουρα» που με το χέρι στην καρδιά τον χαρακτηρίζεις «Θεόφιλο» του Ρεθύμνου.
Για τον καλλιτέχνη είχε κάνει πριν από χρόνια ένα θαυμάσιο αφιέρωμα η καλή συνάδελφος Αθηνά Πετρακάκη στην ΑΓΟΝΗ ΓΡΑΜΜΗ.
Ήταν με την ευκαιρία που για πρώτη φορά θα γινόταν αναδρομική έκθεση, μετά θάνατον, στο Κέντρο Τεχνών στην Αντιστάσεως και είχε μεγάλη καλλιτεχνική αξία.
Η καλή συνάδελφος στάθηκε με ακρίβεια στην καλλιτεχνική πορεία του Δημήτρη Τεργιακή που θα μπορούσε πολλά να επιτύχει το Ρέθυμνο με την ανάδειξή του.
Ένα ημερολόγιο συναξάρι
Το ημερολόγιο όμως είναι κάτι το μοναδικό. Γιατί ο ίδιος ο Μούρμουρας περιγράφει τη ζωή του. Σαν να τον καταράστηκε η μοίρα έζησε την οδύσσεια του πρόσφυγα κι ακόμα χειρότερα.
Θα μπορούσε ο βίος του να γίνει μυθιστόρημα.
Ο Τεργιακής, αν και με ανορθογραφίες, που κάνουν δύσκολη έως αδύνατη την ανάγνωση, είχε ένα μοναδικό τρόπο να εκφράζεται στο ημερολόγιό του αυτό περιγράφοντας τις περιπέτειές του.
Η πίκρα που κυριαρχεί σε επηρεάζει, το παράπονο ντύνεται μια θαυμαστή αξιοπρέπεια και αναρωτιέσαι τι θα έλεγαν οι ιεροφάντες της παιδαγωγικής αν ανέλυαν μια προσωπικότητα ενός παιδιού όπως ο Δημήτρης.
Δεν τον εγκατέλειψε η ευπρέπεια
Ενώ έζησε τη φρίκη του πολέμου, την απόρριψη όταν η ανάγκη έκανε τους ανθρώπους περισσότερο πρακτικούς, την εγκατάλειψη όταν χρειαζόταν μια αγκαλιά και αφού δεν την είχε φρόντιζε να τριγυρνά γύρω από το πατρικό του, όπου ήταν ανεπιθύμητος από τη μητριά για να νιώθει λιγότερη μοναξιά, έγινε ένας αγωνιστής της ζωής, που ποτέ δεν επιθύμησε ξένα αγαθά. Δούλευε σκληρά για το μεροκάματο. Κι εκτός από ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό έργο κληροδότησε στα παιδιά του μια περγαμηνή βουτηγμένη στη βιοπάλη που αξίζει όλα τα πλούτη της γης.
Ενώ η ανάγκη από μικρό παιδί το βασάνιζε ποτέ δεν συμβιβάστηκε με τον εύκολο τρόπο απόκτησης αγαθών προκειμένου να κρατήσει την ανθρωπιά του.
Γεννήθηκε στις Φωκαίες (Φώκιες άκουγες από τους Σμυρνιούς). Από τις πολιτιστικές κοιτίδες των χαμένων πατρίδων. Αγράμματος βοσκός ο πατέρας του, από τη Μάνη η μητέρα του το γένος Ανδρέα Μούρμουρα. Ένα επώνυμο που θα χρειαζόταν αργότερα.
Κι όμως πανάξια εκείνη, δουλευτής ο πατέρας ζούσαν με άνεση.
Ένας ευυπόληπτος άνθρωπος
Από τα συμφραζόμενα στο ημερολόγιο του Μούρμουρα φαίνεται πως και ο πατέρας του, αν και χωρίς μόρφωση, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης. Απόδειξη ότι ο Τούρκος που τον είχε παραγιό, εκτιμώντας για την εντιμότητά του, όταν εξήγησε ότι φεύγει για να παντρευτεί τον προίκισε κιόλας με ζώα αλλά του έδωσε και μετρητά όταν κατέβηκε να τον αποχαιρετήσει. Κάτι που δεν συνήθιζαν οι Τούρκοι αν δεν είχε γράψει ιστορία κοντά τους ο Χριστιανός. Και ο πατέρας του Δημήτρη άξιζε κάθε εμπιστοσύνης και τιμής.
Φαίνεται από τον τρόπο που τον περιγράφει ο γιος του να διαπραγματεύεται και να προγραμματίζει τη ζωή του με νοικοκυροσύνη και φρόνηση. Ξέρει να κάνει κουμάντο. Κι αν δεν τύχαινε η συμφορά σίγουρα θα γινόταν κάποτε μεγάλος νοικοκύρης.
Στο νέο σπίτι που βρέθηκε γαμπρός έγινε δεκτός με τιμές. Κι αυτός για να αποδείξει ότι την αξία του βάλθηκε να κάνει περιουσία με τη «μαγιά» που είχε από τον Τούρκο εργοδότη του. Ήταν κι έξυπνος. Κατάφερε να κάνει μια καλή αγορά σε μια τοποθεσία που ονομαζόταν Ασύρα, τέσσερις ώρες απόσταση από τις Νέες Φώκιες.
Αφού τακτοποιήθηκε πήγε στο πατρικό της γυναίκας του και την πήρε για να εγκατασταθούν στο νέο τους σπιτικό. Εκείνη ήταν μόνο 14 χρόνων. Περνούσαν ονειρεμένη ζωή μακριά από τον κόσμο, με μια αξιόλογη κτηματική περιουσία να τους περιβάλλει μέσα στη φύση. Έμοιαζαν χαμένοι στον δικό τους παράδεισο, που μεγάλωναν κάτω από ιδανικές συνθήκες τα παιδιά τους. Η ευτυχία τους όμως δεν κράτησε για πολύ.
Τα πρώτα σύννεφα
Μέχρι που άρχισαν τα πρώτα επεισόδια σε βάρος των Χριστιανών προάγγελος της συμφοράς που θα ακολουθούσε. Ξεκινούσε ο πρώτος διωγμός και η Ρωμιοσύνη ζούσε έναν εφιάλτη.
Ο πατέρας Τεργιακής άρχισε να ανησυχεί για την οικογένειά του. Μάθαινε για άλλους Χριστιανούς που αναγκάζονταν να ξεριζωθούν ίσα ίσα για να γλιτώσουν τη ζωή τους. Ούτε σκέψη ότι θα έπαιρναν και κάτι από την περιουσία τους για να ξεκινήσουν νέα σελίδα σε πιο ασφαλές μέρος. Να σωθούν από το μαχαίρι του Τούρκου. Αυτή ήταν και η μοναδική τους επιθυμία
Όταν τα σύννεφα της αβεβαιότητας πύκνωσαν κι οι πληροφορίες σκόρπιζαν πανικό αποφάσισε να δει τι θα κάνει. Δεν πρόλαβε να σκεφτεί κάτι σίγουρο για τον ίδιο και τους ανθρώπους του.
Σύντομα αναγκάστηκε να πάρει την οικογένεια και να καταφύγει στο σπίτι ενός κουμπάρου που φιλοξενούσε ήδη και άλλους στην ίδια κατάσταση με τον Τεργιακή.
Ο μικρός Δημήτρης βίωνε έντονα το φόβο αλλά έπαιρνε θάρρος από την απόφαση όσων βρίσκονταν στο σπίτι να μη παραδοθούν στους Τούρκος Αυτή η γενναιότητα άφησε ανεξίτηλα σημάδια στη μνήμη του παιδιού.
Για ένα διάστημα το γερό φόρτωμα από λίρες που πήραν οι πρώτοι εισβολείς, από τον πανικόβλητο ιδιοκτήτη του σπιτιού εξασφάλισε κάποια ηρεμία.
Ανέκαθεν ο παράς έλυνε προβλήματα. Αρκεί να περίσσευε. Λίγο κράτησε όμως και η ελπίδα ότι οι αντάρτες που χρυσοπληρώθηκαν θα κρατούσαν τη μπέσα.
Οι μέρες άρχισαν να γίνονται εφιαλτικές ιδιαίτερα όταν οι Τούρκοι μεθούσαν. Έπρεπε να βρεθεί λύση. Για να μην μακρηγορούμε, αν και το ημερολόγιο έχει πολλές γλαφυρές περιγραφές, ο Δημήτρης βρέθηκε με τη μάνα και τ’ αδέλφια του ανάμεσα σε 10000 αλλοπαρμένο κόσμο που γύρευε διέξοδο να σωθεί μέσα σε καπνούς και ατμόσφαιρα χαλασμού.
Στα χέρια των Τούρκων
Ο πατέρας που έλειπε σε δουλειές, όταν δεν βρήκε την οικογένειά του επιστρέφοντας άρχισε να ψάχνει. Όταν απελπίστηκε να τους αναζητά σε φιλικά σπίτια και συγγενικά σκέφτηκε να γυρίσει στο σπίτι με την ελπίδα ότι θα είχαν επιστρέψει εκεί.
Αντί για τους αγαπημένους του όμως τον περίμεναν οι Τούρκοι, που άρχισαν να τον βασανίζουν με μαχαίρι θέλοντας να του δώσουν έναν αργό βασανιστικό θάνατο.
Αιμόφυρτος με αφόρητους πόνους ο άτυχος πατέρας είχε παραδοθεί στη μοίρα του. Μέχρι που τον λυπήθηκε ο Θεός και ήρθε βοήθεια από το πουθενά.
Με βαριά τραύματα τον πήραν κάποιοι γενναίοι από τα χέρια των δημίων του και τον μετέφεραν απέναντι στη Μυτιλήνη στο εκεί Νοσοκομείο.
Αναζητούσε αν και τραυματισμένος τη γυναίκα και τα παιδιά του μέσω των εφημερίδων και κατέφερε να τους βρει τελικά χάρις στη δασκάλα του Δημήτρη που βοηθούσε με αυτοθυσία τους πρόσφυγες.
Ο πατέρας αφού σιγουρεύτηκε ότι περνάνε υποφερτά χάρις σε κάποια χρήματα που είχε καταφέρει να διασώσει η μάνα, γύρισε στο νοσοκομείο γιατί οι δέκα μαχαιριές που είχε στο κορμί του απειλούσαν τη ζωή του αν δεν έμενε να νοσηλευτεί.
Η μάνα του Δημήτρη στάθηκε στα παιδιά της με αφοσίωση αλλά δύσκολοι καιροί, μεγάλη φτώχεια δεν άντεξε. Πέθανε από τις κακουχίες αφήνοντας τέσσερα μικρά παιδιά από τα οποία το ένα μόλις δύο χρόνων.
Στα χέρια της μητριάς
Ο πατέρας ξαναπαντρεύτηκε αλλά η μητρυιά, αν και δέχτηκε να διώξει τα δικά της παιδιά για να κάνει το χατίρι του ανδρός της, που δεν ήθελε άλλα παιδιά, δεν άργησε να βγάζει τα απωθημένα της στα ορφανά που πρόσεχε ο Δημήτρης. Φαινόταν όμως πως τον έκριναν και αυτό ανεπιθύμητο. Συχνά γινόταν άθελά του αιτία για καβγάδες ομηρικούς. Και ένα βράδυ μετά από ένα άγριο ξυλοφόρτωμα ο πατέρα του τον έδιωξε από το σπίτι.
Ο μικρός πεινούσε αλλά κυρίως φοβόταν. Αν και ανεπιθύμητος φρόντισε να κρυφτεί κάπου κοντά στο σπίτι. Ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα και ο Δημήτρης δεν άντεχε πια την πείνα. Πήρε το δρόμο για ένα αμπέλι όπου βρήκε φρούτα να ξεγελάσει το στομάχι του.
Η ανάγκη τον έπεισε να πάρει αποφάσεις και τη ζωή του στα χέρια του. Κατέφυγε στην πόλη και γύριζε να δει που θα ξεμείνει μόνος κι έρημος. Τη μέρα τα βόλευε νοιώθοντας κόσμο δίπλα του. Τις νύχτες που όλα ερήμωναν ο μικρός αναζητώντας εφημερίδες να στρώσει να πλαγιάσει έψαχνε και μόνιμες λύσεις για την επιβίωσή του.
Με χίλια παρακάλια κατάφερε έναν εργολάβο να τον πάρει στη δουλειά γιατί εκείνος δίσταζε Που να απασχολήσει ένα τόσο μικρό παιδί; Αποδείχτηκε όμως προκομμένος ο μικρός κι αφού με τα πρώτα μεροκάματα κατάφερε να ντυθεί σε τρεις βδομάδες άλλαξε και αφεντικό που του έδινε τα διπλάσια Ολόκληρες τέσσερις δραχμές την ημέρα !
Εκεί που κανόνιζε μόνος την πορεία του στη ζωή ένιωσε επιτακτικό το κάλεσμα της θάλασσας. Ναι εκεί θα μπορούσε να προκόψει.
Μέσα σε λίγα χρόνια είχε μάθει να ράβει πανιά, να φτιάχνει τράτες, να αρματώνει δίχτυα. Κάθε δεκαπέντε πήγαινε σε μια θεία του που ανακάλυψε τυχαία. Και ποτέ με άδεια χέρια. Ο Δημήτρης είχε μάθει να πληρώνει ακριβά ακόμα και την ελάχιστη παραμονή κοντά σε συγγενείς. Η περηφάνια του δεν έκανε υποχωρήσεις.
Ένας σωστός άνθρωπος
Δεν πρόκειται να δώσω λεπτομέρειες από τις γλαφυρές περιγραφές του ημερολογίου που είναι συγκλονιστικό. Από σεβασμό και μόνο στη μνήμη του γενναίου αυτού αγωνιστή της ζωής συνοψίζω στην ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Κοντολογίς ο Δημήτρης Τεργιακής μπορεί να έζησε μαρτυρικά παιδικά χρόνια μέσα στη στέρηση και στην εκμετάλλευση. Να βίωσε μια απάνθρωπη σκληρότητα ακόμα κι από δικά του πρόσωπα. Κι όμως ποτέ δεν τον εγκατέλειψε το φιλότιμο, η μπέσα, η αξιοπρέπεια. Μοναδική του διέξοδος η ζωγραφική χωρίς καν να ξέρει την αξία των έργων του και της τεχνικής του.
Το Ρέθυμνο ήταν ο επόμενος σταθμός της ζωής του τη δεκαετία του ’30.
Στην πόλη αυτή βρήκε ζεστασιά και μια άξια σύντροφο που πέθανε όμως μόλις στα 34 χρόνια του αφήνοντας πίσω της 12 παιδιά. Από αυτά έζησαν τελικά δύο, όπως αναφέρει στο δημοσίευμά της η Αθηνά Πετρακάκη. Ο Γιάννης και ο Πέτρος.
Το «Μούρμουρας» πατρώνυμο της μητέρας αναγκάστηκε να το κρατήσει για πολιτικούς λόγους. Δεν πρόκειται για παρανόμι όπως θα πίστευαν μερικοί.
Για ένα κομμάτι ψωμί
Το Ρέθυμνο δεν ονομάστηκε τυχαία πόλη των Γραμμάτων και Τεχνών. Είδαν οι Ρεθεμνιώτες και εκτίμησαν τη ζωγραφική του Μούρμουρα, όπως ήταν πιο γνωστός. Κι έτσι τού επέτρεπε και η καλλιτεχνία να βγάζει ένα μεροκάματο ακόμα και με επιγραφές.
Η τεχνική αυτή που απλωνόταν και στα φορτηγά αυτοκίνητα του εξασφάλισε μια οικονομική ανάσα.
Συνήθιζε να κάθεται έξω από το σπίτι του στη Σοχώρα και να ζωγραφίζει. Κι έπειτα μού διηγείται ο Μπάμπης ο Πραματευτάκης πεταγόταν να ρίξει το πεζόβολο που στα χέρια του γινόταν μαγικός. Κοιτάζανε τα παιδιά με θαυμασμό κι έμεινε η εικόνα του Μούρμουρα και με τη δεξιότητά του αυτή στη μνήμη τους
Ήταν ένας περίφημος λαϊκός ζωγράφος που δεν υστερούσε καθόλου από τον ξακουστό Θεόφιλο που είχε όμως καλύτερη τύχη στον τόπο του Ο Δημήτρης πολλές φορές έδωσε έργα του αντί «πινακίου φακής». Πως θα τα έβγαζε πέρα; Αυτός ήθελε να ζει με τον ιδρώτα του Δεν του άρεσε να γίνεται φόρτωμα κανενός. Μικρασιάτης μέχρι το κόκκαλο.
Γεμάτη εμπειρίες η ζωή του, ξέχειλη από πίκρα η ψυχή του και δεν χρειάστηκε ποτέ να δυσκολευτεί για να βρει θέμα να ζωγραφίσει. Οι καημοί της προσφυγιάς τον ενέπνεαν κυρίως. Κι αν δεις και σκηνές του Ρεθύμνου, εκείνα τα πλοία με τα περίεργα και ρυπογόνα φουγάρα δεσπόζουν στα έργα του.
Τα έργα του αυτά τα έβλεπε πάντα σαν μια διέξοδο και αρκετές φορές τα έβγαζε σε λαχειοφόρο αγορά.
Ο γιος του Γιάννης διηγείται στο αφιέρωμα της Αθηνάς ενδιαφέροντα σημεία από τη ζωή του πατέρα του που αν δεν ζωγράφιζε νόμιζε πως δεν ζούσε. Η μεγάλη του δυσκολία ήταν να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για να δημιουργήσει. Κατέληγε με ό,τι εύρισκε (ξύλα που έβγαζε η θάλασσα καμβά που αγόραζε και προσάρμοζε ανάλογα) αρκεί να είχε σύνεργα να ζωγραφίζει.
Ανικανοποίητος όπως κάθε πραγματικός καλλιτέχνης αν δεν του άρεσε ένα έργο φρόντιζε να το ζωγραφίσει ξανά και μια και δυο φορές Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έγινε περισσότερο εσωστρεφής. Ήθελε μόνο να ζωγραφίζει και τίποτα περισσότερο. Κι ήταν η μεγαλύτερη ευτυχία της ζωής του όταν το ηλεκτρικό ρεύμα του επέτρεπε πια να ζωγραφίζει και τις νύχτες. Μέχρι το τέλος της ζωής του ζωγράφιζε. Πέθανε το 1983 από κίρρωση του ήπατος.
Το ημερολόγιο που μού εμπιστεύθηκε ο γιος του Γιάννης έχει ημερομηνία 19-7-1980 και δεν έχει τελειώσει. Μένει σε μια φράση ενώ διηγείται ένα ακόμα πάθημά του. Μια ακόμα τρικλοποδιά της ζωής. Θεέ μου πόσο βασανίστηκε αυτός ο άνθρωπος!
Από τους Ρεθεμνιώτες που εκτίμησαν ουσιαστικά τη δουλειά του Μούρμουρα ήταν ο γνωστός καλλιτέχνης και ιδρυτής του Κέντρου Τεχνών κ. Μανόλης Κουνδουράκης, ο πρώτος όμως που ανέλιξε το έργο του ήταν ο κ. Ζήνων Ζανέτος λυκειάρχης, σ. εκπαιδευτικός, ποιητής και θεατρολόγος. Επίσης είχε γίνει μια ακόμα έκθεση στο μακρινό παρελθόν από τοπικό φορέα.
Εκεί πριν από χρόνια είχαμε την ευκαιρία να δούμε συγκεντρωμένη τη δουλειά του λαϊκού ζωγράφου ότι έχει διασωθεί δηλαδή από την οικογένειά του κι από ιδιώτες.
Παράδειγμα ο κ. Μίνως Αλεφαντινός που δεν δίστασε να στείλει για συντήρηση στο Μουσείο Μπενάκη ένα συγκλονιστικό έργο του Μούρμουρα με προσφυγικό θέμα ακριβώς επειδή γνωρίζει να εκτιμήσει την αξία του.
Ο Δημήτρης Τεργιακής απόλαυσε από τα παιδιά του ό,τι τού στέρησε η ζωή από τα πρώτα του βήματα. Χόρτασε αγάπη ενώ για το ψωμί του δούλεψε σκληρά. Αλλά πάντα με αξιοπρέπεια.
Μια απορία έχω μοναχά. Έχουν όλοι παραδεχτεί και καμαρώνουν για τα «Θεόφιλο» του Ρεθύμνου, τον Δημήτρη Τεργιακή τον περίφημο Μούρμουρ.α Πόσο όμως έχουμε αξιοποιήσει σαν πόλη αυτή την ευκαιρία;