«[…]Είναι ανοιχτό του κόσμου το παιγνίδι
Δεν είναι χάσιμο καιρού ούτε ερημιάς ταξίδι
Λάμπει κρυφό ψηφιδωτό στα μάτια βυθισμένο[…]».
Με αυτούς τους τρείς στίχους η συλλογή ποιημάτων Παιγνίδι Ανοιχτό (εκδόσεις Γαβριηλίδη, Αθήνα 2015) δίνει το στίγμα της, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει στον αναγνώστη την προσωπική ερμηνεία στην κατάθεσης ψυχής του ποιητή Δημήτρη Περοδασκαλάκη. Τα εικοσιέξι ποιήματα σε ελεύθερο στίχο έχουν το μέγεθος μιας ραψωδίας, όπως αναφέρει ο δημιουργός της. Οι επιρροές του Μηνά Δημάκη, ποιητή της πρώτης Μεταπολεμικής γενιάς, γίνονται φανερές από τη δήλωση του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου, καθώς και από την μικρή έκταση των ποιημάτων της συλλογής. Επίσης, υπάρχουν και παλαμικές καταβολές, οι οποίες νοούνται μέσω του «λυρισμού του εγώ» που μετατρέπεται σε «λυρισμό του όλοι», χωρίς τη μεσολάβηση του επικού «λυρισμού του εμείς». Αυτός ο λυρισμός, ο οποίος είναι διάχυτος σε ολόκληρη την ποιητική ανθολογία είναι σε συνάρτηση με τον παλαμικό δυϊσμό που για το ποιητικό υποκείμενο αφορά τη σχέση του «εγώ» με την ορθόδοξη πίστη στο πρώτο μέρος (μέχρι τον στίχο «Γυρεύω αυτό το νόημα που κρύβεται στο φως του»), ενώ στο δεύτερο αναφέρεται στη σχέση του «όλοι» με τον Θεό. Επίσης, η ποιητική γλώσσα είναι υψιπετής, καλλιεργημένη με καλολογικά στοιχεία και μεταφορές, στοιχεία τα οποία επίσης προσιδιάζουν προς την παλαμική ποίηση. Στην ποιητική γραφή κυριαρχεί ο αφαιρετικός λόγος, ο οποίος συχνά συνοδεύεται από την σιωπή, η οποία φανερώνεται μέσα από τον ύμνο της κτιστής δημιουργίας και αποτυπώνεται με τις ποιητικές εικόνες της φύσης του τόπου καταγωγής του ποιητικού υποκειμένου, τη Φουρνή Μιραμπέλου («[…]τον Μιράμπελο[…]», «Καθρέφτης όλη η Φουρνή[…]»).
Η ποιητική ανθολογία ανοίγει τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής του αναγνώστη, καθώς παρουσιάζει την προσωπική πορεία αναζήτησης του Θεού από το ποιητικό υποκείμενο μέσα από την ανάλυση της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας σε συνάρτηση πάντα με το θρυμματισμένο εσωτερικό κόσμο του σύγχρονου ανθρώπου.
Η πορεία προς την Ορθοδοξία παρουσιάζεται υπό το πρίσμα της Ιερής Παράδοσης («[…]ανάβω θυμιατό και στέκομαι[…]»), της Θείας Λειτουργίας («[…]υπέρ αέρων ευκρασίας και καιρών ειρηνικών[…]υπέρ ενώσεως των πάντων») και της Αγίας Γραφής («Άγιοι και ληστές στο ίδιο ξύλο καρφωμένοι[…]»). Επίσης, φανερώνεται από τη συμμετοχή στη μυστηριακή ζωή της ορθόδοξης εκκλησίας («Να τον νηστεύεις[…]μεταλάβεις», «[…]είχαν βαφτιστεί[…]»). Ο ανηφορικός δρόμος της πίστης εκκινεί από τον αγέννητο άνθρωπο («[…]είδα και άλλα παιδιά αγέννητα[…] και καταλήγει στον Υιό του Ανθρώπου («Υιέ του Ανθρώπου[…]»).
Η ελληνική πολιτισμική ταυτότητα φαίνεται στην εναλλαγή των ποιητικών προσωπείων, καθώς ο Μινωΐτης («[…]στο δίσκο της Φαιστού[…]») γίνεται ομηρικός Οδυσσέας του νόστου ταξιδευτής στην αρχαία Δρήρο («[…]η Δρήρος με τους εφήβους της […] νοήματα τον όρκο τους […]»), στη συνέχεια μεταμορφώνεται σε αρχαίο Έλληνα πρωταγωνιστή της τραγωδίας («Ένας Οιδίποδας απέναντι[…]»), ακολουθεί ο βυζαντινός προσκυνητής («Ψιλόβροχο με τις Σαρακοστές[…]Μεγάλο Σάββατο[…]Ανάσταση») και καταλήγει στον σύγχρονο άνθρωπο της κοινωνίας της πληροφορίας («Παίρνω το laptop[…]windows[…]») που έχει το βλέμμα στραμμένο στο μακρινό μέλλον («[…]τα μποζόνια του cern»). Εδώ αλληλοδιαδέχονται ο «λυρισμός του εγώ» με τον «λυρισμό του όλοι», καθώς οι ποιητικές εικόνες αφορούν το ποιητικό υποκείμενο («εγώ») και τους προγόνους του («όλοι»). Επίσης, στην μορφή της γιαγιάς συναιρούνται οι τρεις πυλώνες της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας, δηλαδή η Ορθοδοξία, τα ήθη και τα έθιμα, καθώς και η ελληνική γλώσσα με το πολιτισμικό της φορτίο. Είναι γνωστό από τη λαογραφία ότι αυτή είναι ο κύριος φορέας τόσο του προφορικού λαϊκού πολιτισμού όσο και της θρησκείας στις μελλοντικές γενιές. Η μόνιμη εγκατάστασή της σε ένα τόπο, σε αντίθεση με τον άνδρα ταξιδευτή, επιτρέπει την διαπαιδαγώγηση των εγγονιών μέρος της οποίας είναι και ο εκκλησιασμός. Η διαιώνιση της ελληνικής γλώσσας συμπυκνώνεται στην συμβουλή προς τον εγγονό με την λέξη της κρητικής διαλέκτου «ανεμορραμό» (επιδιόρθωση), η οποία προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη αναράπτω: «ανεραμμό, παιδί μου, θέλει ο κόσμος, ανεραμμό, και ποιος θα τονε κάμει;», ενώ η λύρα («[…]-λύρα σαν να ‘παιζε-[…]») τονίζει την μεταλαμπάδευση των μουσικοχορευτικών ηθών και εθίμων.
Ο σύγχρονος πολιτισμός της μεταμοντερνιστικής αποδόμησης περιγράφεται μέσα από τον καθρέπτη και το είδωλο («Μεγάλο κάτοπτρο[…]καθρέπτες»). Η ψευδαίσθηση της εξουσίας και του ναρκισσισμού, βασικά στοιχεία του σημερινού ανθρώπου, ο οποίος πιστεύει στα είδωλα και το «φαίνεσθαι», οδηγούν στην άρνηση της ουσίας της ύπαρξης, δηλαδή το «είναι» που συνοδοιπορεί με το Θεό. Επίσης, είναι φανερό ότι η συμβολική γλώσσα της ποίησης περιγράφει την οντολογική συνύπαρξη του Βυζαντινού χριστιανού Ρωμιού με τον αρχαίο Έλληνα μέσα στην κιβωτό της Ορθοδοξίας, καθώς και οι δυο πρωταγωνιστές είναι χωμάτινοι ταξιδευτές, χοϊκές μορφές με θεϊκή πνοή. Με αυτό τον τρόπο ο ποιητής γεφυρώνει πνευματικά το αγεφύρωτο (για πολλούς) χάσμα των δυο κοσμοθεωριών που συνυπάρχουν σε κάθε Έλληνα, της Αθήνας και της Ιερουσαλήμ, δηλαδή του Χριστιανισμού και του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.
Εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι με το δωρικό και λιτό της ύφος η ποιητική ανθολογία Παιγνίδι Ανοιχτό παρουσιάζει την πνευματική πορεία αναζήτησης του «καινού ανθρώπου» στον σύγχρονο κόσμο της μεταμοντερνιστικής αποδόμησης αξιών, θεσμών, σχέσεων και προσώπων. Αυτή η οδύσσεια της εσωτερικής αναζήτησης έχει κατάληξη την ευαγγελική ρήση «ίνα ώσι εν».
* Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος