Μετρούσα τα πορτραίτα των Μαμαλάκηδων που έχουν σειρά για παρουσίαση. Θα πάρει καιρό να αναφερθούμε σε όλους. Γιατί καθένας τους είναι ξεχωριστός. Όλοι τους ανήκουν σε μια οικογένεια που πρόσφερε πολλά στην κοινωνία, στην πατρίδα, στην πνευματική ζωή. Από την οικογένεια αυτή και ο Κώστας Μαμαλάκης που κράτησε την ιστορία του Ρεθύμνου μέσα στα κείμενά του. Ένας σπάνιος άνθρωπος, με εξαιρετική γραφή, χριστιανικά ήθη και μια καρδιά γεμάτη αγάπη για τον άνθρωπο.
Σήμερα είπα να σταθώ τυχαία σε κάποιον από την οικογένεια αυτή που λάμπρυνε την κοινωνία του Ρεθύμνου, ακολουθώντας τις παραδόσεις της γενιάς του. Κι ευχαριστώ θερμά το λόγιο του Ρεθύμνου μας τον κ. Λεωνίδα Καούνη, για το πλούσιο φωτογραφικό υλικό που μου εξασφάλισε και τα στοιχεία που μου έδωσε. Η επιλογή έγινε, κυρίως, για να μη μακρύνουμε από το επετειακό μας αφιερωμένο στο θάνατο του Εθνάρχη. Κι έτσι αναφερόμαστε σε κάποιον που όχι μόνο στήριξε, αλλά είχε δεθεί στενά με τον Βενιζέλο και τους ένωνε μια ειλικρινής φιλία.
Ο Δημήτριος Μαμαλάκης ο περίφημος βαφέας, είναι ο πρωταγωνιστής του σημερινού μας αφιερώματος.
Γεννήθηκε στο Ροδάκινο το 1892. Κλωνάρι κι αυτός της ιστορικής οικογένειας, διδάχτηκε από τα μικρά του χρόνια, να τιμά τα χώματα της Κρήτης και να είναι άρχοντας με τη σημασία της λέξης, ανιδιοτελής πατριώτης και αξιοπρεπής άνθρωπος. Πατέρας του ήταν ο Ιωσήφ Γεωργίου Μαμαλάκης (1832-1917) και μητέρα του η Θεοπίστη Γεωργίου Αντωνάκη, το γένος Κλειδή.
Ο Δημήτρης δεν χόρτασε το χάδι της μάνας. Νωρίς νωρίς την έχασε από δάγκειο πυρετό.
Μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που κυριαρχούσε το πείσμα για να κοντράρουν τις δυσκολίες της ζωής και η αξιοπρέπεια που ξεπερνούσε και τα όρια της περηφάνιας. Όπως και η γενναιότητα που άγγιζε την αποκοτιά. Η λεβεντιά που τους διέκρινε ζύγιζε με τα δικά της σταθμά τον κίνδυνο και τον περιφρονούσε.
Κλειδής κι αυτός από το σόι της μητέρας του θαύμαζε τον καπετάν Στυλιανό Κλειδή. Και ήθελε πολύ να του μοιάσει στην αποφασιστικότητα όταν έπρεπε να παλέψει για το δίκιο της φυλής του. Γεμάτος λαχτάρα έμαθε ότι επρόκειτο σύντομα ο θείος του αυτός να φύγει και να πολεμήσει στη Μακεδονία που στέναζε κάτω από σκληρή σκλαβιά.
Έτσι δεν είχε κλείσει καλά καλά τα 16 χρόνια του όταν βρέθηκε με δίψα για να προσφέρει στην πατρίδα του, στο σώμα των εθελοντών Μακεδονομάχων που είχε καταρτίσει ο ήρωας Στυλιανός Κλειδής.
Κοντά στον Κλειδή
Έζησε όλα τα γεγονότα κοντά στον αρχηγό του Μακεδονικού Αγώνα από το 1904 ως το 1908. Ο Στυλιανός Κλειδής να θυμίσουμε εξεστράτευσε στη Μακεδονία πέντε φορές με δικό του σώμα από νέους της Ρεθύμνης και χωριανούς του. Έλαβε μέρος στην απελευθέρωση της Ηπείρου στο Μέτσοβο, όπου και σκοτώθηκε το 1912.
Αργότερα, από το 1912 και μέχρι το 1918 ο Δημήτριος, πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες ως πυροβολητής. Ανήσυχο πνεύμα πάντα δεν έπαυσε να είναι κοντά στο καθήκον, αδιαφορώντας για την όμορφη νιότη του, που έκανε όσους τον έβλεπαν να τον θαυμάζουν.
Μόλις τέλειωσε την υποχρέωσή του στην πατρίδα, γύρισε στον τόπο του έχοντας στο μεταξύ ειδικευθεί στη βαφική των υφασμάτων κρητικής ενδυμασίας, των οποίων η ύφανση ήταν ντόπια. Μιλάμε για την εποχή που τα ανθρώπινα χέρια είναι περισσότερο πολύτιμα, αφού λείπουν οι μηχανές που απλοποιούν τη ζωή μας. Ο αδελφός του ήταν ο Γεώργιος Μαμαλάκης υφασματέμπορας. Το μαγαζί του Δημητρίου, ήταν στη Μεγάλη Πόρτα, εκεί που βρισκόταν παλιά και το φαρμακείο Πετρουλάκη.
Παράλληλα ήταν και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Εφέδρων Πολεμιστών με πολλές διακρίσεις.
Από τους σεβαστούς Ρεθεμνιώτες
Ήταν από τους πλέον σεβαστούς και δημοφιλείς Ρεθεμνιώτες. Αδαμάντινος χαρακτήρας, ανοικτή καρδιά, αλτρουιστής. Σαν να μάντευε την ανάγκη του άλλου έσπευδε να την θεραπεύσει, χωρίς να δώσει ευκαιρία για εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης που τον έφερναν σε δύσκολη θέση. Η φιλοξενία του επίσης ήταν παροιμιώδης.
Χαρά για όλους που περνούσαν από το μαγαζί του ή έφταναν στην πόρτα του. Αγαπούσε τους ανθρώπους και ήταν πάντα κοινωνικός και ανοιχτόκαρδος.
Σαν κάθε Κρητικός με βαθιά δημοκρατικά ιδεώδη, δεν μπορούσε να μην είναι ένθερμος υποστηρικτής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο Εθνάρχης τον πρόσεξε και σύντομα του χάρισε τη φιλία του, γιατί είχε πάντα αδυναμία στους ντόμπρους, τους σωστούς ανθρώπους και αληθινούς πατριώτες.
Είχε τόσο αναπτυχθεί η φιλία τους, που όταν ερχόταν από το Παρίσι ο Βενιζέλος με την Έλενα, έτρωγαν κάθε Σάββατο μαζί στα Χανιά.
Ο Βενιζέλος χαιρόταν την κουβέντα, το κέφι, το τραγούδι του Μαμαλάκη. Κι όπως ήταν φυσικό σύντομα τον καθιέρωσε στη χορεία των σημαντικότερων παραγόντων του κόμματος των Φιλελευθέρων.
Μια όμορφη οικογένεια
Ο Δημήτριος είχε έτσι την ευκαιρία να εκδηλώσει το οργανωτικό του πνεύμα και να αποδειχθεί πανάξιος της εμπιστοσύνης που του έδειχνε ο Βενιζέλος.
Περιζήτητος γαμπρός ήταν το όνειρο κάθε καλής οικογένειας που είχε κοπέλα για παντρειά. Εκείνος, εκλεκτικός όπως πάντα, επέλεξε να συνδέσει τη ζωή του με μια όμορφη κοπελιά, την Καλλιόπη Γεωργίου Λαγουβάρδου, από τους Αποστόλους Αμαρίου. Σεμνή και καλόχαρη η Καλλιόπη αποδείχτηκε άξια σύντροφός του. Έγιναν ένα ωραίο ζευγάρι και ζούσαν ευτυχισμένοι. Ο γάμος τους είχε γίνει το Μάρτιο του 1937. Μόλις είχε καταλάβει η καλή του γυναίκα πως έρχεται νέο μέλος της οικογένεια κι άρχισε να κάνει όνειρα για το μωρό τους ήρθε η συμφορά. Ήταν 18 Μαΐου 1937.
Όπως το συνήθιζε ο Δημήτριος ετοιμάστηκε για κυνήγι. Λάτρευε τη φύση και με το κυνήγι εύρισκε μια διέξοδο, όπως και τόσοι φίλοι του άλλωστε. Μεθοδικός όπως ήταν, ξεκίνησε την παραμονή να προετοιμάζεται. Και κοντά στ’ άλλα φρόντισε και το τουφέκι του. Μια ασχολία ρουτίνας. Η κακιά ώρα όμως έφερε τη συμφορά. Εκεί που καθάριζε το όπλο τον βρήκε ο θάνατος.
Η τοπική κοινωνία έμεινε άναυδη στο άκουσμα. Αδύνατον να το πιστέψει. Ήταν τόσο αγαπητός ο Δημήτριος. Κι όμως χάθηκε τόσο νέος.
Τραγική ειρωνεία να έχει περάσει από τόσες μάχες, να έχει κονταροχτυπηθεί σώμα με σώμα με τον εχθρό, να έχει πάρει μέρος σε τόσες επικίνδυνες αποστολές κι όμως να φύγει τόσο άδικα και τόσο ξαφνικά, τόσο πρόωρα από ατύχημα.
Βύθισε στο πένθος την οικογένεια και τους φίλους του, που πάντα τον θυμούνταν με συγκίνηση. Και πίστευαν κάθε φορά που περνούσαν από τη Μεγάλη Πόρτα ότι θα τον δούνε να ξεπροβάλλει απλώνοντας τις φορεσιές για να τις βάψει με την ησυχία του. Θα τους έπιανε με την άκρη του ματιού του και θα τους καλούσε να περάσουν για να τους κεράσει. Άρχοντας όπως πάντα.