Θα γνωρίσουμε σήμερα μια άλλη μεγάλη μορφή του παλιού Ρεθύμνου που λάμπρυνε την επιστημονική κοινότητα. Θα αναφερθούμε στον Δημήτριο Προκοπάκη γιατρό.
Γεννήθηκε στις Καρίνες Αγίου Βασιλείου το 1889 και ήταν γόνος της πολυμελούς οικογένειας του Γιώργη Προκοπάκη ενός λεβέντη Κρητίκαρου με Σφακιανή καταγωγή. Μητέρα του ήταν η Μαρία Τσουδερού από τον Ασώματο. Είχε πέντε αδέλφια που πάντα τον θαύμαζαν κι εκείνος τους πρόσφερε αφειδώλευτα την αγάπη και το ενδιαφέρον του.
Όταν γεννήθηκε ο Δημήτρης το νησί μας βίωνε μια από τις δυσκολότερες εποχές, κουρασμένο από τις ανέλπιδες επαναστάσεις μα αποφασισμένο να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό.
Ο νεαρός Προκοπάκης είχε δυο πάθη. Ένα για τη γνώση και το άλλο για την πατρίδα. Και ήταν αποφασισμένος να υπηρετήσει και τα δυο με απόλυτη αφοσίωση. Η αγάπη του για τον συνάνθρωπο και η διάθεσή του να προσφέρει τον ώθησε να σπουδάσει Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Κι αφού έλαβε με επιτυχία το πολυπόθητο πτυχίο, στράφηκε στο δεύτερο στόχο του και κατετάγη στο στρατό. Εκεί υπηρετώντας και σαν στρατιωτικός γιατρός βρισκόταν απολύτως στο στοιχείο του.
Για ένα μικρό διάστημα διέκοψε για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Σπήλι κι έπειτα επέστρεψε και πάλι στο στρατό, όπου και συνταξιοδοτήθηκε με το βαθμό του Αρχιάτρου.
Είχε υπηρετήσει και ως Διευθυντής στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης όπου επέδειξε τις άριστες διοικητικές του ικανότητες και ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα.
Η γνωριμία του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο ήταν από τις καθοριστικής σημασίας στιγμές που σημάδεψαν τη ζωή του. Λάτρεψε τον Εθνάρχη και τον ακολουθούσε με απόλυτη αφοσίωση σε όλες τις δύσκολες στιγμές της ζωής του. Δεν έλειψε και από το Κίνημα της Θεσσαλονίκης το 1917.
Εκτός από ψυχικές αρετές τον είχε προικίσει πλουσιοπάροχα η φύση με ομορφιά που ξεχώριζε. Ήταν ψηλός, ευθυτενής, λεβέντης με όλη τη σημασία της λέξης. Με την πρώτη ματιά κέρδιζε όποιον τον γνώριζε. Μα κυρίως ξεχώριζε για τα ψυχικά του χαρίσματα και κυρίως την ανθρωπιά του και τον ακέραιο χαρακτήρα του.
Υπηρέτησε με αυταπάρνηση και μεγάλο ηρωισμό στο Μικρασιατικό Μέτωπο. Με θαυμασμό περιγράφουν τις ανδραγαθίες του ο Νικόλαος Λυράκης και ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης.
Τι γράφει ο δικηγόρος Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις
Ένας ακόμα Ρεθεμνιώτης που τον έζησε υπηρετώντας κι αυτός την πατρίδα ήταν ο δικηγόρος Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις και γράφοντας για την γενναιότητα του Προκοπάκη αναφέρει σχετικά:
«Βράδυ της 19ης Μαρτίου 1921 στη Μικρά Ασία Ύστερα από τις φοβερές μάχες στα υψώματα Τσεπνί και Ντουζ Ντάγ, ετοιμαζόμαστε για υποχώρηση. Ευτυχώς και οι Τούρκοι κατεστραμμένοι κι αυτοί με χιλιάδες απώλειες δεν είναι σε θέση να μας ενοχλήσουν, ούτε να μας καταδιώξουν. Την ώρα που φεύγουν οι τελευταίοι τραυματίες και στρατιώτες του χειρουργείου, και μαζεύονται οι σκηνές του χειρουργείου βραδιάσματα πλέον φθάνει ένας αξιωματικός που τραβά από χαλινό ένα άλογο. Ο ίδιος πεζοπορεί και στο εφφίπιο (σέλα) του αλόγου είναι δεμένος με σχοινί να μην πέσει ένας τραυματίας. Άλλος στα καπούλια του όπου έχει αναπτυχθεί το υπόσαγμα δεμένος κι αυτός.
Ακολουθούν τραυματιοφορείς με οκτώ δέκα φορεία γεμάτα τραυματίες με πρόχειρες επιδέσεις.
Σταματά ο αξιωματικός και παραδίδει όλους στην υπηρεσία του χειρουργείου.
Κάνει ωραία εντύπωση η αρρενωπή εμφάνιση του αξιωματικού η ψύχραιμη ανδρική και ανθρωπιστική συμπεριφορά του. Δεν χάνει λεπτό αλλά μόλις τελειώνει η παράδοση, ανεβαίνει σβέλτα στο άλογό του και φεύγει να συνεχίσει την εκτέλεση του ιερού του καθήκοντος. Περνά μπροστά από το γνωστό του πυροβολητή της Μοίρας Ρεθεμνιώτη Μανόλη Μπιρτάκη και τον χαιρετά με χειραψία. Ανταλλάσσουν σύντομα λίγες λέξεις με εγκαρδιότητα και φιλοφροσύνη.
Ο Μπιρτάκης μας πληροφορεί ότι ο αξιωματικός είναι ο υπίατρος Προκοπάκης Δημήτριος από τις Καρήνες. Ήταν επαρχιώτης μου, οι οικογένειες μας φιλεύοντο, τον είχα ακούσει αλλά δεν τον γνώριζα προσωπικά μέχρι τότε…».
Η συνάντηση αυτή του Παπαδάκη με ένα συνεπαρχιώτη του ήταν θείο δώρο μέσα σε κείνη τη φρίκη. Ήθελε πολύ να τρέξει έφιππος κι αυτός να τον προλάβει, να πούνε δυο κουβέντες, αλλά αυτές οι μετακινήσεις ήταν αυστηρά απαγορευμένες αν δεν προέρχονταν από ειδικές διαταγές και με συγκεκριμένη αποστολή. Έτσι παραιτήθηκε από την ιδέα να τον ακολουθήσει και επέστρεψε στα καθήκοντά του. Από κει και μετά έχασε τα ίχνη του. Τα έφερε η τύχη όμως να συναντηθούν ξανά. Εκείνος δικηγόρος στο Σπήλι και ο Προκοπάκης γιατρός να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του.
Όσοι έζησαν τον Δημήτριο Προκοπάκη τον περιγράφουν έναν άνθρωπο γεμάτο γλυκύτητα, ευγένεια, αφοσίωση στη δουλειά του. Αδιαμαρτύρητα κάλυπτε τις ανάγκες της περιοχής επισκεπτόμενους ασθενείς που τον χρειάζονταν από το Ροδάκινο μέχρι την Αγία Γαλήνη με ανωτερότητα, φιλανθρωπία αυταπάρνηση.
Και δεν ήταν τότε άνετες οι συνθήκες. Ούτε δρόμοι υπήρχαν, ούτε μονοπάτια. Κάθε μετακίνηση ήταν μια μικρή οδύσσεια. Ούτε στοιχειώδεις γέφυρες δεν είχαν τα ποτάμια. Κι όμως ο Προκοπάκης έσπευδε όπου τον καλούσε το χρέος με κάθε καιρό σε βάρος του ελεύθερου χρόνου του που ήταν τελικά ανύπαρκτος. Έτρεχε με τη γερή φοράδα του δίνοντας ελπίδα και θεραπεία σε κάθε πονεμένο. Είχε και το χάρισμα να εμπνέει δύναμη κι εμπιστοσύνη οπότε κάθε ασθενής τον έβλεπε σαν επίγειο θεό.
Η ανταπόδοση της καλοσύνης του τον περίμενε στον ευτυχισμένο γάμο που έκανε με μια άξια γυναίκα την Σοφία Δανδόλου, που στάθηκε ιδανική του σύντροφος. Η ίδια διακρίθηκε και για την φιλανθρωπική της δράση. Απέκτησαν δυο αγόρια που ακολούθησαν την οικογενειακή παράδοση. Έγιναν γιατροί και οι δύο και από τους επιφανέστερους επιστήμονες ο Γιώργης στο Ηράκλειο και ο Προκόπης στη Θεσσαλονίκη. Μετά τη συνταξιοδότησή του έμενε τον περισσότερο καιρό κοντά στα παιδιά του αλλά και στο Ρέθυμνο. Αντιμετώπισε τα γερατειά με τη φιλοσοφία του ώριμου ανθρώπου, το ίδιο και το θάνατο με τον οποίο βέβαια είχαν έρθει αρκετά κοντά στο Μικρασιατικό Μέτωπο που με τόση γενναιότητα υπηρέτησε ο Προκοπάκης.
Απόλαυσε την αγάπη των παιδιών του και εγγονών του και έφυγε με τη μεγάλη ικανοποίηση κάθε ανθρώπου που στάθηκε στο ύψος της αποστολής του υπηρετώντας τον άνθρωπο, την επιστήμη του και τη δημοκρατία.