Του ΓΙΩΡΓΗ ΕΜΜ. ΜΑΥΡΟΤΣΟΥΠΑΚΗ
Στη νότια κατηφορική άκρη του χωριού μας βρίσκεται η παλιά βρύση, που για χρόνια πολλά εξυπηρετούσε τις υδρευτικές -και όχι μόνο- ανάγκες του, σε εποχές που η προμήθεια του αναγκαίου για τις οικιακές ανάγκες νερού ήταν μεν μια επίπονη καθημερινή υποχρέωση μεταφοράς της υδροφόρας στάμνας, ταυτόχρονα όμως και μια διαδικασία με ενδιαφέρουσες κοινωνικές προεκτάσεις, που αποτυπώθηκαν σε λαογραφικές ή λογοτεχνικές αναφορές.
Η Βρύση της Κρύας Βρύσης έχει και τοπωνυμικό ενδιαφέρον, καθώς έχει ονοματοδοτήσει τη νοτιοδυτική είσοδο του χωριού, αλλά και κατ’ επέκταση τη λαγκαδιά με τα περιβόλια που διασχίζεται από το «Κεντριανό ρυάκι», από την κοίτη του οποίου στην ίδια περιοχή ανάβλυζε η άλλη πηγή με το κρύο νερό, από την οποία πήρε το όνομά του το χωριό.
Η κατοίκηση του οικισμού σχετίζεται με την ύπαρξή της και η χρήση της συμπορεύεται με την πορεία του χωριού από τον απώτερο χρόνο. Ως κτίσμα ανακατασκευάστηκε προπολεμικά -στη δεκαετία του 1930- με τις εργασίες ανακατασκευής να συνδέονται -επικουρούντος του ενδημικού στην περιοχή βορέ- με τραγικό γεγονός, που συντάραξε την τοπική κοινωνία.
Στις θύμησες τις δικές μας, αυτών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, υπάρχουν ακόμη μνήμες του καθημερινού επαναλαμβανόμενου πηγαινέλα με τα σταμνιά και τα λαΐνια για την προμήθεια του δροσερού και εύγευστου, πριν τη μόλυνσή του από τις αποχετεύσεις, νερού. Θυμούμαστε τις μανάδες και τις γιαγιάδες μας να μεταφέρουν τα κοφίνια με τα ρούχα και τα σύνεργα για την τακτική μπουγάδα στις γούρνες και στα πλυσταριά της, με αξιοσημείωτο τον τρόπο της παροχέτευσης του νερού και της αποχέτευσης των λυμάτων. Θυμούμαστε ακόμη, μετά το αλώνισμα, τη μεταφορά εκεί του «καρπού», το πλύσιμο και το άπλωμά του για στέγνωμα στην ταράτσα της πριν το άλεσμα. Είναι στη μνήμη μας ο «χαζινές» (η δεξαμενή του νερού) με τη σιδερένια αμπαρωμένη πόρτα και η διαδικασία καθαρισμού και απολύμανσής του. Ακόμη, το «ρακιδιό» που λειτουργούσε το φθινόπωρο στο υπόστεγό της και οι σχετικές «ιεροτελεστίες». Θυμούμαστε τη διπλανή στέρνα, που κάποτε, τους καλοκαιρινούς μήνες, ήταν πεδίο δοκιμής των κολυμβητικών ικανοτήτων των «ζωηρότερων» από εμάς, υπό το φόβο πάντα του άτεγκτου αγροφύλακα. Κι ακόμη την καθημερινή σχεδόν διέλευση από εκεί για το πότισμα των ζώων ή την άρδευση των παρακείμενων περιβολιών.
Η βρύση για το χωριό μας -όπως και για τα άλλα χωριά- ήταν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, η πηγή της ζωής του τόπου. Προμήθευε το βασικό αγαθό της Φύσης και συνδεόταν με δράσεις, συνήθειες και έθιμα που συνέβαλλαν στη διαμόρφωση του τοπικού κοινωνικού και πολιτιστικού γίγνεσθαι. Και μόνο με την παραδοχή αυτή μπορεί να θεωρηθεί μνημείο. Η λέξη εξάλλου σε μνήμες παραπέμπει, όπως αυτές που προαναφέρθηκαν.
Αλλά και από αρχιτεκτονική άποψη μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι. Ο στεγασμένος χώρος με τις γούρνες, τη δεξαμενή, το υδρευτικό και αποχετευτικό σύστημα, τους αύλακες, τη στέρνα, η όλη κατασκευή, συνιστούν ένα κτίσμα που σπάνια συναντάται πλέον, που με παρόμοια κατασκευαστικά δεδομένα δεν υπάρχει, από όσο γνωρίζω, στην ευρύτερη περιοχή και άρα μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί αξιοθέατο. Αν βέβαια δεν συμβεί το απευκταίο.
Γιατί η βρύση της Κρύας Βρύσης, με κύρια ευθύνη των εκεί κατοίκων και των από εκεί καταγόμενων, έχει χρόνια τώρα εγκαταλειφθεί στην τύχη της, στη φθοροποιό επίδραση του χρόνου. Από τότε που έπαψε να έχει άμεσο λειτουργικό ρόλο στην ύδρευση του χωριού, ελάχιστα έχουν γίνει για τη συντήρηση και τίποτε για την ανάδειξή της. Η στέγη κινδυνεύει με κατάρρευση, οι τοίχοι και τα πλυσταριά αποσαρθρώνονται, οι γούρνες και η στέρνα γεμίζουν από φερτά υλικά, ενώ η τσιμεντόστρωση της αυλής περισσότερο αλλοίωσε τον περιβάλλοντα χώρο παρά συνέβαλε στην προστασία του.
Με αυτά τα δεδομένα, το ζητούμενο είναι αν υπάρχει πρόθεση και διάθεση για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Αν δηλαδή αισθανόμαστε την ανάγκη να διασώσομε και να αναδείξομε ένα μνημείο -ναι, μνημείο κι ας μην είναι «αρχαίο», «βυζαντινό», «ενετικό» κλπ.- μιας περασμένης χρονικά περιόδου κι ενός τρόπου ζωής που ήδη είναι «παλαιός», συστατικό όμως της παράδοσης και του πολιτισμού μας. Ένα μνημείο που κατ’ εξαίρεση από τα υπόλοιπα κτίσματα του χωριού, δημόσια και ιδιωτικά, γλίτωσε από τη ναζιστική λαίλαπα του Αυγούστου του 1944 που ολοκαύτωσε την Κρύα Βρύση, ίσως επειδή ήταν έξω από τον οικισμό και επειδή το χρειάζονταν και οι επιδρομείς. Και από αυτή τη σκοπιά αξίζει τη φροντίδα.
Από ποιους; Καταρχήν από τους Κρυοβρυσανούς, φορείς και άτομα, που με την οποιασδήποτε μορφής συνδρομή μας, πρέπει να συμβάλομε στην προσπάθεια σωτηρίας του εμβληματικού για μας κτίσματος.
Αλλά βέβαια, κύριο ρόλο λόγω θεσμικής ευθύνης, οικονομικών και τεχνικών απαιτούμενων, έχει ο Δήμος Αγίου Βασιλείου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει η Τοπική Κοινότητα Κρύας Βρύσης. Η Δημοτική Αρχή πιστεύομε ότι κατανοεί τη σημασία της προσπάθειας και συμμερίζεται τους προβληματισμούς και την αγωνία μας. Έχει ήδη ενημερωθεί, έχει εκδηλώσει το ενδιαφέρον της και έχει υποσχεθεί την ένταξη του έργου σε σχετικό πρόγραμμα. Ελπίζομε στη σύντομη έμπρακτη επιβεβαίωση της υπόσχεσης.