Υπάρχουν διαδρομές με αυστηρά γεωγραφικά κριτήρια, διαδρομές κουλτούρας, διαδρομές πολιτισμών και λαών. Στο διεθνές συνέδριο με τίτλο «Διαδρομές ρωσικών εικόνων στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια (16ος-αρχές 20ού αιώνα)» που διοργανώνει το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας αυτές τις μέρες στην πόλη, αναδεικνύονται όλες οι παραπάνω διαστάσεις της λέξης.
Οι εργασίες του συνεδρίου ξεκίνησαν επίσημα με τα εγκαίνια της έκθεσης «Ομιλούσες Εικόνες», στο Βυζαντινό Μουσείο στην Αθήνα, παρόντος του Ρώσου πρέσβη. Χθες οι σύνεδροι έφτασαν στο Ρέθυμνο στα πλαίσια της διημερίδας στο χώρο του Ινστιτούτου στην οδό Νικηφόρου Φωκά. Στο διεθνές αυτό συνέδριο συμμετέχουν επιστήμονες από τη Ρωσία, τη Βουλγαρία, τη Σερβία και την Ελλάδα, οι οποίοι πέρα από την ανταλλαγή απόψεων πάνω στο θέμα του, θα έχουν και την ευκαιρία να πάρουν μια γεύση από την Ρεθεμνιώτικη φιλοξενία και να ξεναγηθούν στα αξιοθέατα της πόλης.
«Το συνέδριο είναι συνέχεια της έκθεσης «Ομιλούσες Εικόνες» που εγκαινιάστηκε στην Αθήνα. Μαζί εντάσσονται σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα, για τις ρώσικες εικόνες στην Ελλάδα. Υπάρχουν άπειρες στη χώρα μας, που η καθεμιά έχει μια ιστορία καλλιτεχνική, συχνά πολιτική και οπωσδήποτε κοινωνική. Αυτό είναι το αντικείμενο της μελέτης της κας Yuliana Boycheva», δήλωσε στα «Ρ.Ν.», στο περιθώριο του συνεδρίου ο διευθυντής του Ι.Μ.Σ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, Χρήστος Χατζηιωσήφ. «Όλη αυτή η εκδήλωση επισφραγίζει ένα «άνοιγμα» του Ινστιτούτου, από τη μελέτη των λαών και των πολιτισμών της καθεαυτό λεκάνης της Μεσογείου, στη Μαύρη θάλασσα και τους Σλάβικους λαούς. Με τους λαούς αυτούς ανέκαθεν υπήρχε μια διαλεκτική σχέση, την οποία όμως δεν την γνωρίζουμε και γι’ αυτό τη μελετάμε.
Σαν συνέχεια μετά το τέλος του συνεδρίου θα υπάρξει μια μεγάλη έκθεση το 2016 που θα γίνει και στην Αθήνα και στη Μόσχα με αφορμή το γεγονός ότι το έτος εκείνο θα ονομαστεί «Έτος Ελλάδας-Ρωσίας». Άλλωστε και ο Ρώσος πρέσβης που βρέθηκε στην έκθεση στην Αθήνα αναφέρθηκε στο γεγονός», πρόσθεσε ο ίδιος.
«Οι εικόνες λοιπόν είναι από τα σημαντικότερα τεκμήρια μιας μακραίωνης πολιτικής, εκκλησιαστικής, καλλιτεχνικής σχέσης»
Από την πλευρά της, η ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης, Όλγα Γκράτσιου, επεσήμανε αρχικά ότι «Πραγματικά έχει σημασία για την πόλη. Νομίζω ότι υπάρχει κόσμος στο Ρέθυμνο που μπορεί να καταλάβει τα αγγλικά που θα συζητηθούν εδώ. Το ενδιαφέρον της καθεαυτό έρευνας που ξεκίνησε η κα Boycheva εδώ στο Ινστιτούτο με μια μεταδιδακτορική υποτροφία δεν είναι ότι ερευνούμε απλώς «Ρώσικες εικόνες». Αυτές είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο της Ιστορίας της Τέχνης κι ένα πολύ μεγάλο κεφαλαίο της Ιστορίας της Ορθόδοξης Ελληνικής ζωγραφικής, πάρα πολύ μελετημένο». Αντίθετα όπως είπε η ίδια συνεχίζοντας «Το ενδιαφέρον είναι ότι η μελέτη αφορά ρώσικες εικόνες που βρίσκονται στην Ελλάδα και είναι μαρτυρίες των ελληνορωσικών σχέσεων από το 16ο αιώνα, όταν για πρώτη φορά η Ρωσία σαν μεγάλη αυτοκρατορία ξεκίνησε να ενδιαφέρεται για το τι γίνεται στην οθωμανική αυτοκρατορία, της οποίας υπήκοοι ήταν πάρα πολλοί Ορθόδοξοι, μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα. Αυτή την εποχή οι Έλληνες κυρίως έμποροι, άλλα και η εκκλησία με τις διάφορες δραστηριότητες και εκφράσεις της, ανέπτυξε σχέσεις με τη Ρωσία. Οι εικόνες λοιπόν είναι από τα σημαντικότερα τεκμήρια μιας μακραίωνης πολιτικής, εκκλησιαστικής, καλλιτεχνικής σχέσης».
«Ήταν έκπληξη όλων μας, όταν με αφορμή μια εικόνα μόνο από τις πολλές που βρίσκονται στην Ελλάδα, άνοιξε τόσες πολλές πλευρές για να καταλάβουμε τις μεταβολές μέσα στο είδος εικόνα, στην εποχή την οποία εμείς στην Ελλάδα ονομάζουμε Μεταβυζαντινή και την πολιτική σημασία που είχαν κι οι ίδιες οι απεικονίσεις αλλά και σαν αντικείμενο ιδεολογικής, πολιτικής, κοινωνικής ανταλλακτικής σχέσης. Όλο αυτό θα καταλήξει στην έκδοση ενός συλλογικού τόμου. Ελπίζουμε να γεφυρώσουμε όλες τις Βαλκανικές χώρες», υπογράμμισε η ίδια αναφερόμενη στην έκθεση «Ομιλούσες Eικόνες» στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών.
«Οι Ρώσοι νομίζω είναι πολύ πιο επιρρεπείς στο να δείχνουν έναν χώρο πιο πραγματικό»
Στην τελευταία άλλωστε αναφέρθηκε στις δηλώσεις του στα «Ρ.Ν.» και ο αρχαιολόγος του Βυζαντινού Μουσείου, Νίκος Καστρινάκης. Η κα Boycheva, στο πλαίσιο της έρευνάς της, επισκέφτηκε το Μουσείο και είδε τις 150 περίπου ρώσικες εικόνες που διαθέτει η συλλογή του. «Οι ρώσικες εικόνες εκτίθενται πολύ δύσκολα, γιατί δεν έχουμε μελετητές για να ασχοληθούν με αυτές. Αφού έγινε η πρώτη έρευνα αποφασίσαμε ότι κάποιες απ’ αυτές μπορούν να εκτεθούν στο κοινό. Διάλεξε μια συγκεκριμένη εικόνα (σ.σ. η κα Boycheva), η οποία είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα.
Το θέμα της είναι Ζωντανός Σταυρός. Είναι η γνωστή σταύρωση, μόνο που ο σταυρός έχει «βγάλει χέρια». Τα τέσσερα χέρια κάνουν τέσσερα διαφορετικά πράγματα: για παράδειγμα το ένα ανοίγει την πύλη του Παραδείσου, το άλλο σπάει το κεφάλι της Κόλασης και του Διαβόλου κλπ. Έτσι βγαίνει το αισθητηριολογικό νόημα της σταύρωσης. Συνοδεύσαμε αυτό το έκθεμα με άλλες δύο εικόνες που συσχετίζονται. Μέσα στις εικόνες υπάρχουν πάρα πολλά κείμενα. Δεν υπάρχει μόνο η ζωγραφική. Έτσι είπαμε να εξετάσουμε και να αναδείξουμε αυτή την ιδιομορφία. Γι’ αυτό και η έκθεση ονομάστηκε έτσι (δηλ. «Ομιλούσες εικόνες»), καθώς αυτό θέλουμε να αναδείξουμε», εξήγησε ο κ. Καστρινάκης.
Η ρώσικη τεχνοτροπία στις εκκλησιαστικές εικόνες, διαφοροποιείται αισθητά, ιδίως μετά το 17ο αιώνα, σε σχέση με την αυστηρή Βυζαντινή ελληνορθόδοξη αισθητική αντίληψη. «Υπάρχει σίγουρα διαφορά σε σχέση με τις κλασικές Βυζαντινές εικόνες. Κάθε τόπος-περιοχή με την πάροδο των αιώνων αναπτύσσει μια παράδοση ζωγραφική και τεχνοτροπική που εξαρτάται από πολλά πράγματα. Γνώμη μου είναι ότι το βασικότερο χαρακτηριστικό είναι, το πώς φτιάχνουν το χώρο μέσα στον οποίο γίνονται τα πράγματα. Οι Ρώσοι νομίζω είναι πολύ πιο επιρρεπείς στο να δείχνουν έναν χώρο «πιο πραγματικό». Με καλύτερη προοπτική δηλαδή, σε σχέση με την ελληνική περιοχή. Αυτό φαίνεται πάρα πολύ στο 17ο αιώνα, γιατί έχουν πλέον μεγάλες επιρροές από τη Δυτική Ευρώπη. Αυτό δε συμβαίνει μόνο στη Ρωσία αλλά σε όλη την περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης. Αφήνουν πίσω τους τα Βυζαντινά πρότυπα».
Οι 150 εικόνες του Βυζαντινού Μουσείου ακολούθησαν ποικίλες διαδρομές προτού καταλήξουν σε αυτό. Δύο είναι όμως τα κύρια χρονικά διαστήματα μέσα στο πέρασμα από το 19ο στον 20ο αιώνα, όπου αποκτώνται μαζικά. «Από τα τέλη του 19ου αιώνα οι ρώσικες εικόνες συγκεντρώνονται με μια μεγάλη «φουρνιά» εικόνων της συλλογής Λαμπάκη, στη Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία, που μετέπειτα θα εξελιχθεί σε Βυζαντινό Μουσείο. Το επόμενο διάστημα η συλλογή των εικόνων γίνεται σπανιότερη. Η δεύτερη μεγάλη φουρνιά είναι το 1989, όπου πλέον ανοίγουν τα σύνορα της Ρωσίας», τόνισε σχετικά ο κ. Καστρινάκης.
«Το νόημα του προγράμματος έχει μεγάλη σημασία. Αν παρατηρήσουμε το δημόσιο διάλογο, από το 2000 και μετά, η Ρωσία μπαίνει στην ελληνική πραγματικότητα ποικιλοτρόπως. Οπότε αυτό έχει ενδιαφέρον. Να δούμε δηλαδή το διάλογο που γινόταν πριν και να εντοπίσουμε τις ρίζες του στη σημερινή σχέση», κατέληξε ο αρχαιολόγος του Βυζαντινού Μουσείου, αναδεικνύοντας τη συμβολή του διεθνούς συνεδρίου στην ανάδειξη της διαλεκτικής ανάμεσα στους λαούς της Ελλάδας και της Ρωσίας.
«Είναι σίγουρα ιστορική διαδρομή αλλά και πολιτιστική»
Η Yuliana Boycheva, είναι η ερευνήτρια του προγράμματος «Ρώσικες εικόνες στην Ελλάδα 16ου-αρχές 20ου αιώνα», του Ι.Μ.Σ., που χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ, στο πλαίσιο του οποίου διεξάγεται το διεθνές συνέδριο. «Η διημερίδα συγκεντρώνει επιστήμονες από τη Ρωσία, τη Βουλγαρία, τη Σερβία και την Ελλάδα (Ιστορικούς, Φιλολόγους, Ιστορικούς Τέχνης, Αρχαιολόγους, συντηρητές), οι οποίοι ασχολούνται με το θέμα της μεταφοράς ρώσικων εικόνων στα Βαλκάνια και στον ελληνικό χώρο.
Πως έρχονται, για ποιους λόγους γίνεται αυτό; Ποιοι τις στέλνουν αυτές τις εικόνες, πώς προσλαμβάνονται από την ελληνική κοινωνία, πώς επιδρούν εδώ ιστορικά, μέσα σ’ ένα ευρύ χρονικό πλαίσιο από το 16ο ως τα τέλη του 19ου αιώνα; Ο στόχος του συνεδρίου είναι να αντιμετωπίσει ιστορικά αυτή τη διαδρομή των εικόνων, υπό το πρίσμα μιας πολιτισμικής μεταφοράς», εξήγησε η ίδια.
«Είναι σίγουρα ιστορική διαδρομή αλλά και πολιτιστική. Εντοπίζονται όλα τα στάδια μιας πολιτισμικής μεταφοράς. Είναι ο αποστολέας, ο μεσάζων και ο παραλήπτης. Αυτά τα τρία ουσιώδη στάδια. Το όλο θέμα το προσεγγίζουμε με μια πιο ευρεία σκοπιά κουλτούρας και ανθρωπολογίας, στο επίπεδο ουσιαστικά των ελληνορωσικών διαπολιτισμικών σχέσεων», πρόσθεσε.
Η ερευνήτρια του Ι.Μ.Σ., παρέθεσε ένα περιστατικό στην Κεφαλονιά κατά τη διάρκεια της έρευνάς της σε διάφορες περιοχές της χώρας, το οποίο αναδεικνύει στοιχεία αυτής της πολιτισμικής μεταφοράς. «Αυτό που έχω αντιμετωπίσει στις αποστολές μου σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, είναι ότι ρώσικες εικόνες που για έναν αρχαιολόγο δεν έχουν μεγάλη αξία, έχουν μια περίοπτη θέση στο ναό. Για παράδειγμα στην Κεφαλονιά μου έκανε τρομερή εντύπωση τον Δεκαπενταύγουστο σε μια εκκλησία ενός χωριού ότι η παλιά βυζαντινή εικόνα του 16ου αιώνα ήταν στην άκρη, ενώ για προσκύνημα είχαν βγάλει μια ρώσικη εικόνα, «τριτοκλασάτη» από άποψη τεχνικής και αξίας, από τα τέλη του 19ου αιώνα. Αυτό είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα διάσταση της πρόσληψης για την οποία είπαμε πριν, μέχρι και σήμερα», θυμήθηκε η κα Boycheva.
Τι ειπώθηκε χθες
Όσον αφορά τη χθεσινή πρώτη μέρα του συνεδρίου καθεαυτή, μετά από την υποδοχή των συνέδρων και τους χαιρετισμούς που απηύθυναν σε αυτούς, ο διευθυντής του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών κ. Χατζηιωσήφ και η ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου κα Γκράτσιου, ακολούθησαν οι προγραμματισμένες εισηγήσεις.
Η κα Engelina S. Smirnova, από το Πανεπιστήμιο της Μόσχας, αναφέρθηκε στο ιστορικό πλαίσιο παρουσίας ρώσικων εικόνων και καλλιτεχνών στη Βαλκανική του 15ου και 16ου αιώνα, εποχή λίγο μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Έπειτα από την κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Ρωσία, που μέχρι πρότινος «εισήγαγε» Τέχνη από το Βυζάντιο, αντιστρέφει τα δεδομένα μέσα από επαφές της με τα Ορθόδοξα κέντρα λατρείας στον Βαλκανικό χώρο. Οι Ρώσοι στέλνουν χρήματα και δώρα σε εκκλησίες και μοναστήρια στην Ελλάδα, στο όρος Άθως και το Σινά. Ρώσοι καλλιτέχνες έρχονται στη Βαλκανική για να διακοσμήσουν μεγάλες εκκλησίες στη Ρουμανία, τη Μολδαβία και αλλού. Με αυτό τον τρόπο συγκεκριμένοι κανόνες της ρώσικης τεχνοτροπίας, υιοθετούνται όχι μόνο στην υπόλοιπη Βαλκανική χερσόνησο αλλά και στην Ελλάδα.
Ο Κρίτωνας Χρυσοχοΐδης, απο το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, σχολιάζοντας τις σχέσεις της Ρωσίας με τα εκκλησιαστικά κέντρα της ορθόδοξης Ανατολής το διάστημα 16ου-17ου αιώνα, μίλησε για έκτακτες ή τακτικές κρατικές επιχορηγήσεις προς ιδρύματα όπως το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και το Όρος Άθως, οι οποίες διαφέρουν από τη ζητεία που αναπτύχθηκε στις τουρκοκρατούμενες περιοχές, ως μέσο επιβίωσης των ιδρυμάτων ελληνορθόδοξης πίστης. Έτσι μέχρι και το 18ο αιώνα, δεν υπάρχει κανένα ρωσικό μετόχι με έδρα σε οθωμανικό έδαφος, ενώ στην προσκυνηματική κίνηση που αναπτύσσεται εκείνη την εποχή προς τους Αγίους Τόπους συμμετέχουν λιγοστοί Ρώσοι έμποροι και ακόμα πιο λίγα μέλη της ρώσικης αριστοκρατίας. Με άλλα λόγια το διάστημα αυτό δεν υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον της Ρωσίας να αναμειχθεί στη βαλκανική έχοντας ως μέσο άσκησης επιρροής την Εκκλησία.
Αντιθέτως, το επόμενο διάστημα από το 17ο στον 19ο αιώνα, η Σερβία γίνεται κύριος τόπος, όπου εντοπίζονται ρώσικες εικόνες. Οι δωρεές των εικόνων από τους Ρώσους στους Σέρβους, ήταν μια μορφή Σλάβικης αλληλεγγύης και εξέφραζαν τον ιδεολογικό σύνδεσμο μεταξύ σέρβικης και ρώσικης εκκλησίας. Ιδιαίτερα έπειτα από την άνοδο του Μητροπολίτη Μιχαΐλο Γιοβάνοβιτς (19ος αιώνας) στην κορυφή της εκκλησιαστικής ηγεσίας της Σερβίας, το ρώσικο πρότυπο εικόνων επικρατεί πλέον κατά κράτος ως ιδανικό εκκλησιαστικής τεχνοτροπίας. Αυτά ανέφερε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Βελιγραδίου, Nenad Makuljevic.
Η ερευνήτρια του Ι.Μ.Σ. Yuliana Boycheva, έκλεισε της εργασίες της πρώτης μέρας, με την αναφορά στην Πάτμο, ως παράδειγμα των διαφόρων διαδρομών που ακολούθησαν οι ρώσικες εικόνες για να φτάσουν στην Ελλάδα. Οι εικόνες έφτασαν μέσα από πραγματικά αναρίθμητες διαδρομές, από την περίπτωση της δωρεάς του Ρώσου Τσάρου, μέχρι το εμπόριο των Ελλήνων της διασποράς. Έτσι, σύμφωνα με την ίδια οι ρώσικες εικόνες που διατηρούνται στη χώρα μας, δεν αποτελούν μόνο αντικείμενα-πηγές της εξέλιξης της εκκλησιαστικής τέχνης, άλλα κι έναν είδος «υλικών ιστορικών μαρτυριών» της διεπαφής μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας σε επίπεδο κουλτούρας.
Το συνέδριο θα συνεχιστεί και σήμερα από το πρωί στις 9:00 ως τις 20:00 το βράδυ, με ενδιάμεση τετράωρη ανάπαυλα μετά τις 13:00 το μεσημέρι. Εισηγητές της σημερινής μέρας είναι οι Elena M. Saenkova (Κρατική Πινακοθήκη Τρετιάκοφ, Μόσχα) και Natalia Komashko (Μουσείο Αρχαίας Ρώσικης Κουλτούρας και Τέχνης «Αντρέι Ρούμπλεφ», Μόσχα), Aleksandr Preobrazhenskii (Πανεπιστήμιο Μόσχας), Nadezhda R. Chesnokova (Ρώσικη Ακαδημία Επιστημών), Boris L. Fonkic (Πανεπιστήμιο Μόσχας), Evgeny Varakin (Ένωση Αρχιτεκτόνων Αγ. Πετρούπολης), Tatiana Pyatnitskaya (Ινστιτούτο Συντήρησης-Αποκατάστασης, Αγίας Πετρούπολης) Αθανάσιος Σεμόγλου (Τμήμα Ιστορίας Αρχαιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο), Βαρβάρα Παπαδοπούλου (8η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Ιωάννινα), Ivanka Gergova (Ακαδημία Επιστημών Βουλγαρίας), Ελένη Χαρχαρέ (υπ. διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθήνας), Νικόλας Γραίκος (Υπουργείο Παιδείας), Tatiana Borisova (Πανεπιστήμιο Αθήνας), Νίκος Καστρινάκης και Νίκος Κωνστάντιος (Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών).