Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ συνήθιζε να λέει ότι «ένα αστείο είναι κάτι πολύ σοβαρό» και δεν μπορούμε να διαφωνήσουμε μαζί του, αφού το χιούμορ ως καθημερινή έκφραση και η σάτιρα ως καλλιτεχνική αποτυπώνουν με ένα πιο εύπεπτο και χαρούμενο τρόπο τα σοβαρά πράγματα που μας αφορούν. Από τον Αριστοφάνη μέχρι και σήμερα, οι κωμωδίες, σε όλες τους τις δημιουργικές εκφάνσεις σχολίαζαν με τον πιο ευφάνταστο τρόπο τα καλώς ή τα κακώς κείμενα της μεγάλης μας πόλης, της κοινωνίας μας και του κόσμου μας. Μάλιστα, σε δύσκολες περιόδους της ιστορίας, που η λογοκρισία και η ανελευθερία της έκφρασης δέσποζαν, η σάτιρα μπορούσε πολλές φορές να περνάει κάτω από τα ραντάρ του αυταρχισμού.
Τη στιγμή, λοιπόν, που κυριαρχεί ανησυχία για τη μετάλλαξη «Ο» και σε κάποιους ευφορία για τις εσωκομματικές εξελίξεις στο ΚΙΝΑΛ, φαίνεται να ξεχνάμε πολύ γρήγορα αυτό που συνέβη την περασμένη εβδομάδα στο θέατρο «Καρέζη» όταν μια τηλεπερσόνα που, δυστυχώς, συγκαταλέγεται στους δημοσιογράφους, διέκοψε μια θεατρική παράσταση stand up comedy, γιατί ενοχλήθηκε από το κείμενο της σάτιρας. Μάλιστα, είχε και βοηθούς, κάτι γυμνασμένα παλικάρια, από αυτά που μόλις τα βλέπεις στο δρόμο και λυπάσαι και τρομάζεις. Αυτή η παρέμβαση μάς θύμισε αλήστου μνήμης ανάλογα επεισόδια από ακραίες ομάδες την περίοδο της δεκαετίας της κρίσης, για να μη πούμε ότι μας γύρισε σε παλαιότερες σκοτεινές εποχές.
Ο πρωταγωνιστής με τη βοήθεια των ανθρώπων του θεάτρου και των υπόλοιπων θεατών, κατάφερε να συνεχίσει και να ολοκληρώσει την παράστασή του, ενώ μετά το τέλος της δημοσιοποίησε το γεγονός στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι περιττό να περιγράψουμε τον «χαμό» που έγινε και τη διάσταση που πήρε το θέμα στα social media. Από την άλλη πλευρά, τα συστημικά μέσα ενημέρωσης σιώπησαν όσον αφορά στην αναφορά και στην καταγγελία του επεισοδίου και γράφτηκε κάτι στα «μονόστηλά» τους όταν έβγαλε ανακοίνωση ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, όπου περιεχόταν με σημασιολογική αμφισημία ο όρος «αυτοδικία» για την απαράδεκτη, για χώρο θεάτρου πράξη, της τηλεπερσόνας.
Όπως λένε οι σοβαροί ειδικοί του χώρου της επικοινωνίας fake news ή, κατά το ελληνικότερον, παραποιημένες ειδήσεις, δεν είναι μόνο αυτές που παραποιούν την πραγματικότητα και τα γεγονότα, αλλά και οι ειδήσεις που αποσιωπούνται. Γιατί, όταν συγκαλύπτεται κάτι τόσο σημαντικό όπως μια τέτοια αυτόκλητη παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης, ο πολίτης δεν μπορεί να έχει τη μεγάλη εικόνα για τα τεκταινόμενα και να δημιουργήσει άποψη. Είναι σύμπτωμα χειραγώγησης και αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης, που σε άλλες περιπτώσεις, με άλλους πρωταγωνιστές θα είχε γίνει φειγ βολάν και viral. Θα το είχε μάθει ο κάτοικος και του πιο απομακρυσμένου χωριού. Και δυστυχώς αυτή η κατάσταση σε συνδυασμό με τον δικό μας ατομικισμό μάς υπενθυμίζει το ποίημα του Μάρτιν Νίμελλερ που τελειώνει ως εξής:
«(…) Όταν πήραν εμένα,
δεν υπήρχε κανείς πλέον,
που να μπορούσε να διαμαρτυρηθεί».
*Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος – ιστορικός