Οι συλληφθέντες προ ημερών δύο αδελφοί, υπάλληλοι γνωστού super market δεν απέβλεπαν προφανώς, να κλέψουν από ασυγκράτητην επιθυμίαν ευδαιμονίας, ευζωίας και καλοπέρασης. Προέβησαν σ’ αυτήν την απαράδεκτη πράξη, ευρισκόμενοι μπροστά εις το φάσμα ενός εξ’ ασιτίας φρικτού θανάτου, εφόσον τα κλοπιμαία ήταν μόνον τρόφιμα. Επομένως δικαιούνται μιαν ανάλογην επιεική, ευνοϊκή μεταχείριση με ποινήν επανορθωτική, όπως μας λένε οι επαΐοντες της νομικής επιστήμης.
Εξάλλου οι δύο αδελφοί πιάστηκαν στα πράσα, διότι ασφαλώς δε γνώριζαν κάποιαν αλάνθαστη μέθοδο, είτε θεωρίαν της… κλεπτολογίας. Υπήρξαν οι δυστυχείς αδαείς περί την κλεπτικήν εξειδίκευσιν και ιδιαιτερότητα αυτής της επικερδούς τεχνικής.
Παρ’ όλα αυτά έχει πρωταρχική σημασίαν, ότι ενεργούσαν, το ιδιωφελές αυτό έργον, εν αγαστή σύμπνοια, ομοψυχία και ζηλευτή συνεργασία. Πρόκειται για τους δύο αδελφούς, τον ατυχήν Ευτύχιον και τον ανέντιμον Τιμόθεον. Ο ένας έκλεβε και άλλος φύλαγε τσιλιαδόρος, όπως ανέφερε το σχετικό αστυνομικό δελτίο. Είχαν αφαιρέσει από το super market διάφορα είδη τροφίμων, με προτίμηση προφανώς των ακριβών, συνολικής αξίας 1.300 ευρώ. Τόση άδολη, υπέρμετρη αγάπη, τέτοια ειλικρινής σύμπνοια είναι πραγματικά στις μέρες μας σπάνια. Δεν απαντιέται συχνά. Σε εποχή, που διαβάζουμε καθημερινά στον τύπο, ότι αδελφοί σκοτώνονται μεταξύ τους, λόγω κληρονομικών, είτε κτηματικών διαφορών, οι δύο αυτοί αδελφοί συνηργάζοντο αρμονικότατα, αλλά λόγω απειρίας, δεν εφήρμοσαν την ενδεδειγμένην και καθιερωμένη μέθοδον της… κλεπτολογίας, ως μη έχοντες την ανάλογη κλεπτικήν κατάρτιση.
Το ουσιώδες όμως είναι στην προκειμένη περίπτωση, ότι μαζί έκλεβαν, μαζί μετέφεραν με χειραμάξι τα κλοπιμαία, μαζί και τα πουλούσαν, μαζί, χωρίς να διαπληκτιστούν, χωρίς να φιλονικήσουν, είτε κατ’ ελάχιστον να καυγαδίσουν. Ούτε κατά τη διανομή αυτών των πειρατικών αγαθών και παρανόμων προϊόντων να μαλώσουν. Τέλος ο αδελφικός τους δεσμός απέβη ακατάλυτος, διότι μαζί δέθηκαν με χειροπέδες και μαζί εισήλθαν κατηφείς και περίλυποι, εντός του εν Κορυδαλλώ σωφρονιστικού καταστήματος. Τούτο δηλοποιεί ότι ως υπάλληλοι υπήρξαν άθλιοι, ανέντιμοι και κακοήθεις, αλλά έτερον εκάτερον, ως αδελφοί υπήρξαν λαμπροί και υποδειγματικοί.
Το συμπέρασμα είναι ότι εκείνος ο μύθος που μας δίδασκε ο δάσκαλός μας, ο σχετικός με τις ράβδους, επομένως καταρρίπτεται ως έχει και χρήζει αναθεώρησης, ανασκευής και αναίρεσης.
Ως γνωστόν ο πατέρας, σύμφωνα με αυτόν τον παμπάλαιο μύθο, έδωσε στα παιδιά του τις βέργες χωριστά και της έσπασαν μία μία. Έπειτα τις έδωσε ενωμένες και δεν μπόρεσαν, να τις σπάσουν. Εν συνεχεία τα συμβούλευσε λέγοντας τους, ότι αν είναι και αυτά ενωμένα όπως οι βέργες θα αποκτήσουν στη ζωή τους δύναμη, η οποία θα τα βοηθήσει, για να προκόψουν.
Μετά όμως την επονείδιστη πράξη των δύο αδελφών, την οποίαν απετόλμησαν εν ομονοία και ομοψυχία, ο πατέρας οφείλει να κάμει μια διάκριση και να τους πει: «παιδιά μου να είσαστε ενωμένα, αλλά για πράξεις ενάρετες, ευγενικές, νόμιμες και αξιέπαινες και όχι ενωμένα για να κλέβετε το αφεντικό σας, διαφορετικά αντί να πάτε μπροστά στη ζωή, θα πάτε μαζί ενωμένα και δεμένα με χειροπέδες στη φυλακή».
Εκ των πραγμάτων είναι πρόδηλο, ότι κατά την εποχή και τα χρόνια εκείνα, κατά τα οποία εκπονήθηκε ο μύθος, ενδέχεται αυτή η τροποποίηση να μην ήταν αναγκαία. Σήμερα όμως είναι αναγκαιότατη και εις νέαν έκδοση ο μύθος να αναθεωρηθεί, εφόσον όπως λέει το τραγούδι άλλοτε συνέβαινε το απίστευτο… να δένουν τα σκυλιά με τα λουκάνικα.
Υπακούοντας τα παιδιά στις συνετές αυτές συμβουλές και υποδείξεις του πατέρα, ο στοργικός γονιός θα προσέθετε μετά ταύτα: «Σας καμαρώνω παιδιά μου, που δε μονοιάζετε. Αισθάνομαι υπερήφανος και με κάνετε ευτυχή, διότι είμαι σίγουρος, ότι αν πάει και πέσει ένας από εσάς στο ποτάμι, δεν θα πάτε, να πέσετε, να πνιγείτε όλοι μαζί».