Για πρώτη φορά θα μπω στον «πειρασμό» ν’ αντιπαρατεθώ-τρόπον τινά- μ’ έναν εξαιρετικό άνθρωπο και «δάσκαλο», που είχα την τύχη να παρακολουθήσω στα μαθητικά μου χρόνια στο Ρέθυμνο. Αναφέρομαι στον κύριο Θ. Πελαντάκη και αφορμή για το παρόν κείμενο το πρόσφατα δημοσιευθέν κείμενό του με τίτλο: «Μετεκλογικές διαπιστώσεις – προτάσεις».
Παρακολουθώντας πάντα με ενδιαφέρον τις απόψεις του, που διατυπώνονται με παρρησία και σύνεση στην έγκριτη εφημερίδα των «Ρ.Ν.» μπαίνω στον «πειρασμό» να σχολιάσω διαφωνώντας μαζί του με τα δύο απ’ τα τέσσερα σημεία των διαπιστώσεών του σχετικά με τα συμπεράσματά του απ’ τις πρόσφατες εκλογές και την πεποίθησή του πως δεν χρειάζονται άλλες
Λέτε αγαπητέ μου δάσκαλε ότι: «στις εκλογές ξεχαρβαλώνεται το κράτος και η Δημόσια Διοίκηση, η οικονομία κλονίζεται, η κοινωνία αποσυντονίζεται από πολλούς λόγους, κυρίως όμως από τις υπερβολές και τα ψέματα που διατυπώνονται».
Αντιτείνω ότι το κράτος είναι απολύτως διαλυμένο, σε πλήρη αποσύνθεση θεσμών, με κύριο γνώρισμα των «κρατούντων» την υποκρισία και το ψέμα, τον εκβιασμό και την τρομοκράτηση των πολιτών του. Δημόσια Διοίκηση, οικονομία και κοινωνία είναι προ πολλού στην «εντατική» και δεν περίμεναν τις εκλογές για να δυσλειτουργήσουν. Άλλωστε τα «ψέματα» είναι αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής προπαγάνδας των ΜΜΕ, των επιχειρηματιών και εργολάβων που νέμονται δεκαετίες τώρα τον εθνικό μας πλούτο. Διατυπώνετε επίσης την άποψη, συνεχίζοντας, ότι: «πρέπει οι εκλογές (βουλευτικές) να γίνονται κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια, όπως οι Ευρωεκλογές. Και αν υπάρξει όχι ψύλλου πήδημα αλλά σοβαρότατος, αληθινότατος λόγος να γίνουν εκλογές, το αποτέλεσμά τους να φτάνει μέχρι το τέλος της τετραετίας ή πενταετίας»
Θεωρώ με τον υποκειμενισμό της άποψής μου φυσικά, πως ζούμε κάτι παραπάνω από «ψύλλου πήδημα». Ασκώντας ακριβώς το ίδιο λειτούργημα με εσάς, οργίζομαι να διδάσκω νέες και νέους, που μόνη «προοπτική» στη ζωή τους πλέον έχουν τη μετανάστευση, διότι στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, του 70% ανεργίας των νέων έως 34 ετών, καταπατάται το άρθρο 23 της Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που αναφέρεται στο αναφαίρετο δικαίωμα της εργασίας.
Τέλος έχω σοβαρές επιφυλάξεις για απόψεις σας περί «σεβασμού» προς τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους μας. Γράφετε χαρακτηριστικά: «Όσοι μάχονται τους βουλευτές, μάχονται κατά βάθος τον κοινοβουλευτισμό, δηλαδή τη Δημοκρατία, την οποία δημιούργησε το ελληνικό πνεύμα».
Προσωπικά νιώθω απέχθεια για τον τρόπο που ασκούν τα κοινοβουλευτικά τους καθήκοντα και τον τρόπο που μεθοδεύουν το υποτιθέμενο «νομοθετικό» έργο που παράγουν οι βουλευτές. Σε καμία περίπτωση δε, οι εν λόγω «εκπρόσωποι» της τηλε-Δημοκρατίας, -στα όρια του τραγελαφικά γραφικού κάποιοι από αυτούς-δεν αντανακλούν το θεσμό της Δημοκρατίας- μεγάλη κουβέντα αυτή, δάσκαλε,- ούτε βέβαια έχει σχέση το «ελληνικό πνεύμα», όπως το γνωρίσαμε εμείς μέσα απ’ τα κείμενα του Πλάτωνα και κυρίως του Αριστοτέλη με τα κομματόσκυλα που φυλάνε τα κομματικά «μαντριά» τους στο κοινοβούλιο αποφασίζοντας ό,τι τους υπαγορεύουν εγχώριοι και μη υποβολείς τους. Εξακολουθώ να μιλώ στους μαθητές μου για την «προσωποποίηση» του νόμου κι όχι για την τυφλή και δουλική υποταγή σε κελεύσματα νέων «Κρεόντων», που χρησιμοποιούν τους «νόμους» για να υποτάσσουν απλά τους υπηκόους τους. Ο νόμος αντανακλά το ύφος και ήθος του νομοθέτη που τον θεσπίζει και δεν μπορεί ν’ αποτελεί «θέσφατο» μόνο και μόνο επειδή είναι «νόμος». Διαφορετικά η «τυφλή» υποταγή στους νόμους μπορεί να μας είχε βαλτώσει σε κάποιο «Μεσαίωνα» ή κάποια «Ραγιαδοκρατία».
*Ο Μιχάλης Τζανάκης, είναι φιλόλογος-συγγραφέας