Η απόφαση της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Κρήτης, που ελήφθη τον Μάρτιο του 2018, να ανακαλέσει τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα από τον Γερμανό ιστορικό, Χάινς Ρίχτερ, που του είχε απονεμηθεί το 2014, δεν παραβιάζει τα άρθρα 14 και 16 του Συντάγματος και 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), απεφάνθη το Συμβούλιο της Επικρατείας, στο οποίο είχε προσφύγει ο Χ. Ρίχτερ ζητώντας να του επιστραφεί ο τίτλος.
Το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως του κ. Ρίχτερ κατά της απόφασης της Συγκλήτου, βάζοντας έτσι τέλος σε μια υπόθεση που για αρκετά χρόνια ταλαιπώρησε το Πανεπιστήμιο και πλέον οριστικά, με δικαστική απόφαση, ο τίτλος αφαιρέθηκε από τον Γερμανό ιστορικό. Η απόφαση του ΣτΕ δημοσιεύθηκε προχθές, 29 Δεκεμβρίου, με αριθμό 2571/2021.
Η ανάκληση του τίτλου, ήταν μια απόφαση του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης την οποία εισηγήθηκε στην Σύγκλητο που την είχε κάνει δεκτή.
Υπενθυμίζουμε ότι μετά την απονομή του τίτλου στον κ. Ρίχτερ προκλήθηκαν σφοδρές αντιδράσεις στην τοπική κοινωνία αλλά και εντός του Ιδρύματος, καθώς αποκαλύφθηκε ότι σε βιβλίο του για την Μάχη της Κρήτης «αποθέωνε» τα στρατεύματα κατοχής, χαρακτηρίζοντας την επιχείρηση των ναζί στη μεγαλόνησο ως μία ιπποτική και δίκαιη μάχη, υποστηρίζοντας πως οι Γερμανοί κατακτητές έπεσαν θύματα βρόμικου ανταρτοπόλεμου από τους Κρήτες. Κι ενώ είχε ενημερωθεί πως επίκειται ενδεχόμενο ανάκλησης του τίτλου που του απονεμήθηκε, ο κ. Ρίχτερ σε συνέντευξη που έδωσε σε εφημερίδα πανελλαδικής κυκλοφορίας, προέβη σε δηλώσεις οι οποίες χαρακτηρίστηκαν προκλητικές, απαξιωτικές και προσβλητικές για το κύρος του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Συγκεκριμένα, ο κ. Ρίχτερ μεταξύ άλλων είχε δηλώσει στην συνέντευξή του ότι: 1) Αν ένας καθηγητής ελληνικού πανεπιστημίου πει κάτι που δεν αρέσει θα τον απολύσουν, 2) Αν του αφαιρεθεί ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα θα είναι ο δεύτερος Γερμανός στον οποίο θα συμβεί αυτό, καθώς στον πρώτο που είχε συμβεί κάτι παρόμοιο ο τίτλος του είχε αφαιρεθεί από τους ναζί.
Στην απόφασή της, η Σύγκλητος ανέφερε τότε:
«Η Σύγκλητος αφού συζήτησε διεξοδικά το θέμα κατά τη σημερινή συνεδρίασή της μετά την παραπομπή του σε αυτήν από την Κοσμητεία της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Ιδρύματος και μετά από δύο ομόφωνες αποφάσεις του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης για αφαίρεση του τίτλου, έλαβε υπ’ όψιν:
– τη δημόσια απαξιωτική για το ελληνικό Πανεπιστήμιο και το Πανεπιστήμιο Κρήτης τοποθέτηση του καθηγητή H.A. Richter, μετά την απονομή του τίτλου του επίτιμου διδάκτορα όπως επισημαίνεται στις αποφάσεις του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης, η οποία δεν είναι ανεκτή, προσβάλει το ίδρυμα και έχει ως συνέπεια την τρώση του κύρους του,
– το γεγονός ότι η Σύγκλητος ως το ανώτατο όργανο Διοίκησης του Ιδρύματος έχει την ευθύνη και την υποχρέωση της προάσπισης του ακαδημαϊκού κύρους του αποδέχεται την επί δύο φορές ομοφώνως ληφθείσα απόφαση του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης για την αφαίρεση του τίτλου του επίτιμου διδάκτορα από τον καθηγητή κ. Richter και αποφασίζει ομόφωνα την αφαίρεσή του».
Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (Γ’ Τμήμα), με πρόεδρο τον Δ. Σκαλτσούνη (αντιπρόεδρος ΣτΕ) και εισηγητή τον Δ. Βανδώρο (πάρεδρος ΣτΕ), αποφάσισε πως δεν συντρέχει κανένας λόγος από αυτούς που επικαλείται στο αίτημά του ο κ. Ρίχτερ να ακυρωθεί η απόφαση της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Κρήτης σχετικά με την ανάκληση του τίτλου του Επίτιμου Διδάκτορα.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε κατά πλειοψηφία ότι:
«α) η απονομή και κατοχή του τίτλου του επίτιμου διδάκτορα ερείδονται στην εκδήλωση αμοιβαίας τιμής μεταξύ του απονέμοντος πανεπιστημίου και του αναγορευομένου.
Συνεπώς «σοβαροί λόγοι» που δικαιολογούν την αφαίρεση του τίτλου περιλαμβάνουν και πράξεις όπως είναι η σοβαρή προσβολή του κύρους των ελληνικών Α.Ε.Ι. γενικώς και κατ’ επέκταση των καθηγητών τους, επικουρούμενη και από προσβολή ειδικά του Α.Ε.Ι. που απένειμε τον τίτλο. Είναι δε αδιάφορο το ότι οι ως άνω λόγοι δεν ανάγονται στο επιστημονικό υπόβαθρο επί του οποίου ερείδεται η ανακήρυξη.
Ο αιτών, πρώην καθηγητής γερμανικού πανεπιστημίου και γνώστης επί δεκαετίες της ελληνικής πραγματικότητας και του αυτοδιοίκητου και της ελεύθερης λειτουργίας των ελληνικών πανεπιστημίων από το 1975, γνώριζε ότι μετά το έτος αυτό δεν έχει απολυθεί κανένας καθηγητής ελληνικού πανεπιστημίου για τις απόψεις του και το έχει παραδεχθεί.
Συνεπώς, ήταν σε θέση να προβλέψει ότι οι ανωτέρω δηλώσεις που αφορούν το κύρος των πανεπιστημίων, συνιστούν σοβαρούς λόγους που μπορεί να δικαιολογήσουν την αφαίρεση του τίτλου.
Περαιτέρω, οι δηλώσεις του αιτούντος δίδουν σαφώς την εντύπωση ότι το πανεπιστήμιο είναι δυνατόν να προβεί στην ανάκληση του τίτλου λόγω των πορισμάτων και απόψεων του ιδίου σε βιβλίο του, εφαρμόζοντας έτσι εθνικοσοσιαλιστικές πρακτικές. Ενόψει δε της βαρύτητας της σύνδεσης του πανεπιστημίου με τον εθνικοσοσιαλισμό, η σύγκριση με τον οποίο, λόγω της φύσης αυτού, προσδίδει τη μεγαλύτερη δυνατή απαξία στον συγκρινόμενο, η δήλωση αυτή είναι προσβλητική για το πανεπιστήμιο και τους καθηγητές του∙ και τούτο, χωρίς να έχει πραγματική βάση ούτε να αναφέρεται σε υπαρκτό ζήτημα δημόσιου ενδιαφέροντος·
β) η επέμβαση στα δικαιώματα των άρθρων 14 και 16 Συντ. και 10 ΕΣΔΑ θάλπει τον θεμιτό σκοπό της προστασίας του κύρους των ελληνικών πανεπιστημίων και των καθηγητών τους·
γ) δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας».