Η εκλογή νέου Επισκόπου Πέτρας και η σημαντική επέτειος των 150 χρόνων από το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, επιβάλλει να φωτίσουμε σήμερα μια μεγάλη μορφή της Ιεροσύνης, τον Διονύσιο Μαραγκουδάκη.
Μια ακόμα λαμπρή σελίδα στην τοπική ιστορία της Κρήτης ο βίος και τα έργα του με αποκορύφωμα το βιβλίο του «Το ιερόν και ηρωικόν της Κρήτης Αρκάδι».
Ο Διονύσιος Μαραγκουδάκης, κατά κόσμον Εμμανουήλ, γεννήθηκε στις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου στις 12 Σεπτεμβρίου 1872. Έκανε τις δυο πρώτες τάξεις του Σχολαρχείου στο Μελιδόνι (1886-1888) και την τρίτη στο Πάνορμο.
Τέλειωνε η επανάσταση του 1866, όταν ο Διονύσιος βρέθηκε στη μονή Αρκαδίου. Ήταν 2 Σεπτεμβρίου του 1889. Εκεί υπηρέτησε για ένα χρόνο ως υποτακτικός του ηγουμένου Γαβριήλ Μαναρή.
Από την πρώτη μέρα ο νεαρός μοναχός έδειξε βαθειά χριστιανική αντίληψη. Ήταν πρόθυμος, σεμνός, ταπεινός, εργατικός και με πλήρη αφοσίωση στα θρησκευτικά του καθήκοντα. Οι υποχρεώσεις του, αρκετές αφού είχε την ευθύνη φροντίδας της Εκκλησίας, της υποδοχής των επισκεπτών και πολλών ακόμα, που έφερε σε πέρας με γαλήνη και αγάπη. Είχε όμως και έφεση στη μάθηση. Κι αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από το περιβάλλον του. Μόλις συμπλήρωσε χρόνο στο Μοναστήρι του Αρκαδίου τον έστειλαν στο Γυμνάσιο όπου παρακολούθησε μαθήματα Α’ και Β’ τάξης.
Είσοδος στο μοναχισμό
Τον Ιούλιο του 1895 εκάρη μοναχός, από τον ειδικά για την περίπτωση μετακληθέντα προηγούμενο Αρσανίου, Νεόφυτο Αλεξανδράκη κι αμέσως ανεχώρησε για σπουδές στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Η εισαγωγή του έγινε με ενέργειες του εκεί παρεπιδημούντος Ηγουμένου Γαβριήλ Μαναρή, που αντιπροσώπευε στη Μονή ο Δαμιανός Αποστολάκης.
Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Μαναρής είχε και ιδιαίτερο λόγο να μορφώσει τον Διονύσιο που υπερεκτιμούσε για τις αρετές του. Σκοπός του ήταν να συστήσει στο Αρκάδι μια, έστω και μικρή, Ιερατική Σχολή. Ένας τρομερός σεισμός όμως στις 28 Ιουνίου του 1894, προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στη στατικότητα της σχολής και υποχρέωσε τον Διονύσιο να επιστρέψει στο μοναστήρι. Εκεί χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος στις 11 Σεπτεμβρίου 1894, από τον Επίσκοπο Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Ιερόθεο Μπραουδάκη.
Ενώ ο ηγούμενος Μαναρής στη Ρωσία είχε επιδοθεί σε αγώνα να συγκεντρώσει από εράνους χρήματα για την αποκατάσταση της Μονής Αρκαδίου, ο Διονύσιος βοηθούσε στο μοναστήρι τον Δαμιανό, που συνέχισε να αναπληροί στα καθήκοντά του τον ηγούμενο μέχρι την επιστροφή του.
Επιστροφή στη Χάλκη
Για ένα επτάμηνο ο Διονύσιος εκτελούσε καθήκοντα αποθηκάριου οίνου και λαδιού και τον Αύγουστο του 1895, επέστρεψε στη Χάλκη για να συνεχίσει τις σπουδές που είχαν διακοπεί λόγω του σεισμού. Το 1898, μόλις ολοκλήρωσε τον κύκλο μαθημάτων της Στ’ τάξης, με ενέργειες του Επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Διονυσίου Καστρινογιαννάκη συνέχισε σπουδές στη Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας. Ο ίδιος επίσκοπος τον χειροτόνησε Αρχιμανδρίτη 15 Ιουλίου 1901. Τον Αύγουστο επέστρεψε στη Ρωσία για να ολοκληρώσει τις θεολογικές σπουδές του και το 1903 πτυχιούχος πια επέστρεψε για θερινές διακοπές στο Ρέθυμνο. Είχε πολλές ηθικές υποχρεώσεις εδώ. Είχε να ευχαριστήσει τους ευεργέτες του που του εξασφάλισαν τόσο ζηλευτή μόρφωση και να πάρει ακόμα μια φορά την ευχή των γονέων του, καθώς περνούσε σε ένα πολύ σημαντικό στάδιο της ζωής του.
Στη συνέχεια και για έξι χρόνια δίδαξε στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα. Είχε διοριστεί από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δαμιανό με τηλεγράφημά του στον Έξαρχο του Παναγίου Τάφου στη Μόσχα.
Σπουδές στη Δυτική Ευρώπη
Κάποια θλιβερά γεγονότα (ο χώρος της Εκκλησίας δεν αποτελεί εξαίρεση στις εκρήξεις των ανθρώπινων αδυναμιών) τον έφεραν υποχρεωτικά στη διεύθυνση της σχολής για μερικούς μήνες. Όταν για οικονομικούς λόγους (αυτό ήταν το πρόσχημα) έκλεισε η σχολή ο Διονύσιος έφυγε για τη Δυτική Ευρώπη όπου τελειοποίησε τις γλώσσες του Γαλλικά και Γερμανικά και είχε την ευκαιρία να διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες σε διάφορες μεγάλες Βιβλιοθήκες. Για δυο χρόνια μοίρασε το διάστημα στη Γενεύη και στο Βερολίνο.
Ενώ βρισκόταν στο Βερολίνο, Οκτώβριο του 1910, τον συμπεριέλαβαν στους υποψηφίους για την πλήρωση της χηρεύουσας θέσης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου. Έλαβε όμως μόνο τρεις ψήφους κι έμεινε εκτός.
Διορισμός στην εκπαίδευση
Επανήλθε στο Ρέθυμνο τον Μάιο του 1911 και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, διορίστηκε καθηγητής στο τότε Παρθεναγωγείο Ρεθύμνης.
Και στα νέα του καθήκοντα κατάφερε να διακριθεί.
Νέα πρόκληση για τις όποιες φιλοδοξίες του ήταν η παμψηφεί πρόταση της Επαρχιακής Ιεράς Συνόδου Κρήτης για την Επισκοπή Κυδωνίας και Αποκορώνου με συνυποψηφίους τον Αγαθάγγελο Νινολάκη και τον Τιμόθεο Βενέρη. Για ένα καθαρά τυπικό ζήτημα εξελέγη ο Βενέρης και ο Διονύσιος επέστρεψε στα εκπαιδευτικά του καθήκοντα με αυξημένες αρμοδιότητες.
Έντονη εξωσχολική δράση
Η ενεργητικότητά του όμως δεν εξαντλείτο στη διδασκαλία. Είχε αναπτύξει και έντονη εξωσχολική δράση. Εκτός από το θείο λόγο που εκήρυττε εκ περιτροπής μετά του Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Χρύσανθου και μερικές φορές του καθηγητή Μάξιμου Μαρκαντωνάκη, έπαιρνε μέρος σε όλες τις θρησκευτικές τελετές και ιδιαίτερα τις σχολικές λειτουργίες που τελούσε στο Ναό της Αγίας Βαρβάρας Ο μαθητόκοσμος κρεμόταν από τα χείλη του όσο ερμήνευε το Ευαγγέλιο. Και η προσπάθειά του να ιδρύσει μια εκκλησιαστική χορωδία από μαθητές, είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία κι ήταν πολλοί οι Ρεθεμνιώτες που συνέρρεαν για να την ακούσουν.
Τον Σεπτέμβρη του 1914 με την εξομοίωση των πτυχίων καθηγητών παλιάς και νέας Ελλάδας διορίστηκε ξανά καθηγητής στο Γυμνάσιο.
Στις 25 Νοεμβρίου 1915 η Επαρχιακή Ιερά Σύνοδος τον προτείνει ξανά για την έδρα της Μητρόπολης που είχε χηρεύσει με την εκδημία εις Κύριον του επισκόπου Χρύσανθου Τσεπετάκη. Ο λαός με τηλεγραφήματα ακόμα και προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο και τον πρωθυπουργό Στ. Σκουλούδη, ζητούσε διακαώς να εκλεγεί ο Διονύσιος. Το αίτημα δεν έγινε δεκτό. Εξελέγη και πάλι ο Τιμόθεος (θα μας έκανε μεγάλη εντύπωση το αντίθετο αποτέλεσμα). Ο Διονύσιος τότε ζήτησε μετάθεση στην Αθήνα και για την ψυχική του γαλήνη και για να συνεχίσει τις μελέτες του και τις επιστημονικές του εργασίες. Η μετάθεση έγινε με προεδρικό διάταγμα το Μάρτιο του 1916 στο Βαρβάκειο Λύκειο.
Στις 20 Ιουλίου 1920 προτάθηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος για τη θέση του τοποτηρητή Κερκύρας και Παξών και το Μάιο του 1921, διορίστηκε καθηγητής στο πρώτο Ελληνικό Σχολείο της Χαλκίδας. Στο διάστημα μέχρι να αναλάβει τα καθήκοντά του μετέβη στο Άγιον Όρος και επισκέφθηκε 20 μοναστήρια και τις περισσότερες σκήτες.
Μια φωτεινή πορεία
Προσπαθούμε να μη παραλείψουμε καμιά λεπτομέρεια από το πλήρες βιογραφικό του που βρήκαμε στην επανέκδοση του βιβλίου του για το Αρκάδι, απ’ όπου και τα στοιχεία που παραθέτουμε, επειδή αναδεικνύεται μέσα από μια πορεία γεμάτη από δυσκολίες και προβλήματα που δημιουργούν οι γνωστές σκοπιμότητες μια από τις σημαντικότερες μορφές της νεότερης Ελλάδας ακόμα και εκτός Κρήτης. Έτσι η μόρφωση, η έντονη προσωπικότητά του και οι πλείστες όσες αρετές του, τον φέρνουν στον Επισκοπικό θρόνο Πέτρας διαδεχόμενος τον Τίτο Ζωγραφίδη.
Στάδιο δόξης λαμπρόν και η νέα του θέση του επέτρεψε να προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες στην Εκκλησία αλλά και στην πνευματική ζωή του νησιού. Για 30 χρόνια ήταν ένας φάρος πνευματικός που έδειξε δρόμους αρετής και σοφίας και εργάστηκε ακούραστα για να απαλύνει την ανθρώπινη δυστυχία. Λίγο αργότερα και συγκεκριμένα το 1932 με τη συγχώνευση των Επισκοπών ανέλαβε και την Επισκοπή Ιεράς και Σητείας μέχρι τον Οκτώβριο του 1935.
Πολυσήμαντο έργο
Θέλουμε αρκετό χρόνο και χώρο για να αναφερθούμε στο πλούσιο ποιμαντικό και πνευματικό έργο του.
Εκτός από την αποπεράτωση του περικαλλούς ναού της Μεγάλης Παναγίας (Κοιμήσεως της Θεοτόκου) και την πνευματική ανασυγκρότηση του Ιερού Κλήρου της Μητρόπολής του πρωτοστάτησε και στην πολιτιστική ζωή. Ως πρόεδρος του Οργανισμού Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας μερίμνησε και διέθεσε χρηματική βοήθεια για την ίδρυση σχολείων και άλλων Κοινωφελών Ιδρυμάτων της περιφέρειας. Δική του ιδέα και η ανέγερση τουριστικού μεγάρου στη Νεάπολη που δείχνει και τη μεγάλη διορατικότητα του Επισκόπου. Όσο για τη φιλανθρωπική του δράση ήταν πολυσήμαντη. Εκτός από χαρισματικός ομιλητής ήταν και συγγραφέας εξαιρετικών έργων όπως η Μονογραφία της Εκκλησίας της Μεγάλης Παναγίας.
Τεράστιο το συγγραφικό του έργο.
Και πατριώτης
Η μεγαλύτερη δοκιμασία στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής ανέδειξε και τον απαράμιλλο πατριωτισμό του.
Εκτός από τη συμβολή του στο συμμαχικό αγώνα, πρωτοστατούσε σε κάθε προσπάθεια απαλλαγή κρατουμένων από κατηγορίες που οδηγούσαν στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Ξεπέρασε κάθε προηγούμενο όταν πληροφορήθηκε τα τραγικά γεγονότα της Βιάννου το Σεπτέμβριο του 1943. Με προσωπικές παρεμβάσεις αξιοποιώντας και την άνεσή του να πείθει, γνώριζε άριστα και Γερμανικά, κατάφερε να ελευθερώσει τους ομήρους.
Για την πατριωτική του δράση έλαβε άπειρες διακρίσεις από Ελληνικές και Συμμαχικές Κυβερνήσεις, αλλά και από το Πατριαρχείο.
Όνειρο ζωής το Αρκάδι
Ενώ είχε γράψει τόσα έργα η μελέτη του για το Αρκάδι ήταν ο μεγάλος πόθος να το δει τυπωμένο. Την επιθυμία του αυτή εκφράζει και στη διαθήκη του προς τον ανεψιό του Δημήτρη Μαραγκουδάκη, ιατρό.
Ο μεγάλος αυτός Ιεράρχης πέρασε στη χορεία των αθανάτων 10 Φεβρουαρίου 1953.
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι το έργο επιμελήθηκε και καθαρόγραψε ο ανιψιός του Διονύσιος Μαραγκουδάκης. Και οι μόνοι που ανταποκρίθηκαν στην αγωνιώδη προσπάθεια των συγγενών του Επισκόπου για την έκδοση του σημαντικού αυτού πονήματος, ήταν οι Αδελφοί Βαρδινογιάννη. Στην έκδοση συνέβαλαν αργότερα και η Ιερά Μονή Αρκαδίου, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Νίκος Αγγελής που είχε αναλάβει τη γενική επιμέλεια και ο π. Νικόλαος Κουτσαυτάκης που είχε την ευθύνη των διορθώσεων.
Να σημειωθεί εδώ ότι αναφερόμαστε σε μια εποχή (1977) που η έκδοση δεν ήταν καθόλου απλή υπόθεση, πόσο μάλλον η διόρθωση ενός τόσο σημαντικού έργου. Γι’ αυτό και η συμβολή των αδελφών Βαρδινογιάννη υπερτονίζεται γιατί πολλά σπουδαία ιστορικά, κυρίως συγγράμματα θα έμεναν αδημοσίευτα.
Εκπληκτικός είναι ο πρόλογος του μακαριστού Τίτου. Αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Η μετά χείρας έκδοσις αποτελεί έκφρασιν ευγνωμοσύνης και υιικόν καθήκον οφειλής προς τον Άγγελον της Εκκλησίας Πέτρας τον σεβάσμιον Αρχιερέα, τον σεμνόβιον Επίσκοπον, τον λόγιον Ιεράρχην Διονύσιον Δ. Μαραγκουδάκην Αδελφόν της Ιεράς Μονής Αρκαδίου της Ιεράς Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, επί τη 105η επετείω της γεννήσεως αυτού και τη 33 επετείω της εν Κυρίω κοιμήσεώς του…»
Αναφέρει στη συνέχεια ότι την παρουσίαση της συγγραφής του «Το ιερόν και ηρωικον Αρκάδι» πραγματοποίησε ο ανεψιός και εκτελεστής της διαθήκης του Ιεράρχη Δημήτριος Μαραγκουδάκης ιατρός, με τη φιλότιμη συνεργασία του αδελφού του Διονυσίου, που ας σημειωθεί ότι ήταν αδελφικός φίλος και συμμαθητής στο Γυμνάσιο Νεαπόλεως του αοιδίμου Μητροπολίτη Τίτου.
Για τον Διονύσιο Μαραγκουδάκη υπάρχει σπάνιο χειρόγραφο στη σπουδαία συλλογή του κ. Γιώργου Εκκεκάκη, ενώ διατριβή σχετικά είχε ξεκινήσει ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ.κ. Ευγένιος, αλλά υποχρεώθηκε να αναστείλει την ολοκλήρωσή της για να μην αφήσει σε εκκρεμότητα τα τόσα προβλήματα που κληρονόμησε αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του στην Εκκλησία των Ρεθυμνίων.
Τεράστια προβλήματα που με σύνεση, αυταπάρνηση, αφάνταστο ψυχικό μόχθο κατάφερε να διεκπεραιώσει με μεγάλη επιτυχία, γεγονός για το οποίο θα έχει πάντα την ευγνωμοσύνη μας. Κυρίως δε γιατί τιμώντας μορφές όπως ο Διονύσιος Μαραγκουδάκης, ο Τίτος Συλλιγαρδάκης και ο Θεόδωρος Τζεδάκης με τη φωτεινή του προσωπικότητα κατάφερε να επαναφέρει το κύρος στη Μητρόπολη που διαποιμένει. Ευχόμαστε να καταφέρει κάποτε τη σπουδαία διατριβή του για τον Διονύσιο Μαραγκουδάκη, που με θεία ενδυνάμωση είναι βέβαιο ότι θα επιτύχει.