Δριμύ «κατηγορώ» απευθύνουν οι αρχιτέκτονες του Ηρακλείου εναντίον όλων των αρμόδιων φορέων που «παρέδωσαν» στη φθορά του χρόνου το κονάκι «Σαμή Μπέη», το κτίσμα του Τρανταλίδειου Κληροδοτήματος, με αποτέλεσμα να ερειπώσει ένα μεγάλο τμήμα του και να κρίνεται αναγκαία πλέον η «αποξήλωση» του α’ ορόφου για λόγους ασφαλείας.
Ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Νομού Ηρακλείου, σε γραπτή δήλωσή του, κάνει λόγο για πολιτικές, νοοτροπίες και συμφέροντα που προτίμησαν την καταστροφή ενός ιστορικού τμήματος της πόλης του Ηρακλείου προκειμένου να οικοδομηθεί, παρά τη διάσωση και τη διατήρηση ιστορικών κτιρίων όπως το κονάκι του «Σαμή Μπέη».
Ο Σύλλογος, υπενθυμίζει την προσπάθεια που έγινε πριν χρόνια από ομάδα αρχιτεκτόνων, προκειμένου να αποκατασταθεί το ιστορικό κτίριο, ωστόσο βρήκαν κλειστές πόρτες τόσο από την κεντρική πολιτεία όσο και από την Τοπική Αυτοδιοίκηση όπου απευθύνθηκαν.
Το πλήρες περιεχόμενο της δήλωσης που υπογράφεται από την πρόεδρο και τον γραμματέα του Δ.Σ. του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Ηρακλείου, Φανή Κουτσουμπού και Αντώνη Ορφανουδάκη, αντίστοιχα, έχει ως εξής:
«Ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Νομού Ηρακλείου είχε και έχει εστιάσει τη δράση του στη διατήρηση και διαφύλαξη της Αρχιτεκτονικής κληρονομίας και των στοιχείων που συνθέτουν τον ιστορικό χαρακτήρα της εντός των τειχών πόλης του Ηρακλείου.
Η δράση του αυτή απορρέει ως καθήκον από το περιεχόμενο σπουδών της Αρχιτεκτονικής ως επιστήμη και τέχνη και με κυρίαρχο στόχο την ανάκτηση, ανάδειξη και προστασία της αρχιτεκτονικής ταυτότητας της πόλης μας. Απορρέει επίσης από την ιδιότητά μας ως πολίτες αυτής της πόλης που παρακολουθούν χρόνια τώρα τα αποσυνθετικά φαινόμενα που ακολουθούν την πορεία εξέλιξής της.
Τέτοιο φαινόμενο μαζί με πολλά άλλα είναι και το κονάκι του Σαμή Μπέη.
Το Δ.Σ. του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων έχει υπ’ όψιν του τις αποφάσεις του ΥΠΠΟ και των υπηρεσιών του για το συγκεκριμένο κτίριο, τις διεργασίες του Δήμου Ηρακλείου για την παραχώρηση των δυο κτισμάτων του Τρανταλίδειου ιδρύματος, και ενημερώθηκε για τη διαδικασία αποδόμησης και αποξήλωσης των σαθρών στοιχείων (ξύλινων- κονιάματος κ.λπ.).
Είναι δυστυχώς μια διαδικασία καθαίρεσης στοιχείων ενός κτιρίου που εγκαταλείφθηκε στη φθορά του χρόνου. Είναι ένα αδιέξοδο όπως τόσα άλλα της σύγχρονης πόλης μας. Είναι όμως μια διαδικασία που επιβάλλεται για τις εργασίες ανάκτησης του κτιρίου -μνημείου, για την προστασία του, για την προστασία του περιβάλλοντος χώρου, με την προϋπόθεση ότι έχει προηγηθεί πλήρης και λεπτομερής αποτύπωση.
Είμαστε υποχρεωμένοι ως επιστημονική κοινότητα (σχετική απόφαση του Δ.Σ. του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων), να αποσαφηνίσουμε ότι δεν πρόκειται για κατεδάφιση του κτιρίου (όλο το ισόγειο διατηρείται μαζί με τα λίθινα στοιχεία του α’ ορόφου), άρα δεν απελευθερώνεται το οικόπεδο για να δοθεί για εκμετάλλευση, γιατί σε τέτοια περίπτωση θα έβρισκαν τον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων αντίθετο όπως πολλές φορές συνέβη στο παρελθόν.
Κατανοούμε τις αντιδράσεις των πολιτών, αλλά όχι των εμπλεκομένων επιστημονικών φορέων γιατί τα μνημεία και οι ιστορικές γειτονιές της πόλης δεν έτυχαν της αντιμετώπισης που έπρεπε.
Αντίθετα επιβλήθηκαν πολιτικές και νοοτροπίες που ήθελαν την πόλη να αναπτύσσεται καταστρέφοντας την ιστορικότητά της παραδίδοντας την αστική γη στο σύνολό της, σε πλήρη οικοδομική εκμετάλλευση.
Και όπου δεν κατάφερναν κατεδαφίσεις, επέβαλαν ή διευκόλυναν την εγκατάλειψη χωρίς να παρεμβαίνουν όπως έπρεπε για τη διατήρηση των κτιρίων και των οικιστικών συνόλων. Αυτό συνέβαινε στην πόλη μας διαχρονικά.
Πάνε χρόνια τώρα που η Χρυσούλα Τζομπανάκη μαζί με ομάδα Αρχιτεκτόνων, αποτύπωσε το κτίριο και χτύπησε πόρτες πολιτείας και Τοπικής Αυτοδιοίκησης για αποκατάσταση του κτιρίου χωρίς ανταπόκριση.
Πάνε χρόνια τώρα που η ολοκλήρωση της μελέτης της εντός των τειχών πόλης εμποδίστηκε, γιατί συμφέροντα ή νοοτροπίες ήθελαν να καταστρέφεται ο ιστορικός ιστός της πόλης, αντί να υιοθετήσει πολιτική ολοκληρωμένης προστασίας, όπως αξίζει στην πόλη μας η οποία θα έβαζε την προστασία της Αρχιτεκτονικής κληρονομιάς μεταξύ των σπουδαιότερων στόχων του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού και θα καθιστούσε τη συντήρηση και την ανάδειξη της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στοιχείο της πολιτιστικής και χωροταξικής πολιτικής.
Μιλάμε επιτέλους για τον πολιτιστικό μας πλούτο που αποτελεί βασική παράμετρο και για τον οικονομικό μας πλούτο, που τόσο ανάγκη έχει αυτή την περίοδο η χώρα μας.
Αυτό το μήνυμα προσπαθεί να δώσει χρόνια τώρα ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων με τη δράση του αναδεικνύοντας τις δυνατότητες ένταξης των ιστορικών τόπων και κτιρίων, που χρόνια τώρα έχουν εγκαταλειφθεί και περιθωριοποιηθεί στην πόλη μας.
Καλούμε σε σύσκεψη φορέων και πολιτών με αυτό το θέμα στις 20 /4/2016 ώρα 7.00 μ.μ. στην αίθουσα του ΤΕΕ -ΤΑΚ».