ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ Ν.ΤΣΙΓΔΙΝΟΥ
Ξαναδιάβασα, μετά από χρόνια, το βιβλίο «Παντέρμη Κρήτη» του συντοπίτη μας Ακαδημαϊκού Παντελή Πρεβελάκη. Διαπίστωσή μου είναι, πως για να έχεις τον τίτλο τιμής να λέγεσαι Κρητικός δεν φτάνει να έχεις γεννηθεί ή να κατάγεσαι από το Νησί, αλλά θα πρέπει να κατέχεις και την ιστορία του Τόπου σου ή τουλάχιστον να έχεις διαβάσει τούτο το βιβλίο του Πρεβελάκη, που εξιστορεί με τον τρόπο του και το γλωσσικό του ιδίωμα τα πολεμικά γεγονότα της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης 1866-69.
Στις εννιακόσιες μέρες που κράτησε τούτη η γιγαντομαχία και δόθηκαν χίλιοι διακόσιοι τριάντα 1.230! τράκοι (μάχες) ανά την Κρήτη, όπου εκατόν σαράντα χιλιάδες Χριστιανοί μετρήθηκαν με το Ντοβλέτι (την Τουρκία), με το Μισίρι (την Αίγυπτο) και τους πενήντα χιλιάδες μουρτάτηδες (προσκυνημένους) του νησιού, σύμφωνα με τον Πρεβελάκη, η λέξη Ήρωας χάνει την πραγματική της έννοια, γιατί όλοι οι μαχητές αυτού του άνισου αγώνα ήτανε κάτι παραπάνω από Ήρωες, κάτι σαν Ημίθεοι. «…Ωστόσο, -λέει σε κάποιο σημείο ο συγγραφέας για το τέλος του αγώνα-, η άνοιξη (του ’69) έπαιρνε τον κόσμο με το ξαφνικό… Λιώνανε πάλι τα χιόνια στα βουνά, οι στράτες ανοίγανε, το μάτι σβάρνιζε το νησί και το ‘βλεπε τουρκεμένο. Η πρασινάδα ξάπλωνε στη στεριά, ξεχείλιζε ίσαμε πάνω στις καψάλες, σκέπαζεν ως και τους τάφους. Η θάλασσα έπλενε και φιλούσε τα ματωμένα περιγιάλια. Τα τραγούδια που οι Κρητικοί είχανε ταιριασμένα στους τρεις δοξασμένους χρόνους, διαβαίνανε σαν τα μελτέμια πάνω στο νησί και το δροσαγερίζανε. Οι λυράρηδες φέρνανε γύρο τα χωριά και σκορπούσαν σα σπόρο στις ψυχές τις ρίμες του Αρκαδιού και του Κόρακα, του Χατζημιχάλη και του Κριγιάρη, του Κοκκινίδη και της «Ένωσης». Μια δεύτερη Κρήτη -πές τηνε πλασμένη από σύννεφα- κρεμόταν απάνω στα βουνά κι άστραφτεν από δόξα…».
Ωστόσο, σήμερα θ’ αναφερθώ σε δυο, από τους πολλούς μη Κρητικούς, που έδωσαν τα πάντα σε ‘κείνον τον αγώνα για τη Λευτεριά της Κρήτης, όπως τους παρουσιάζει ο Πρεβελάκης. Ο ένας είναι ο ατρόμητος πλοίαρχος του θρυλικού καταδρομικού «Ένωσις», ο θαλασσόλυκος, που δεν τον τρόμαζε τίποτα, ούτε η τρικυμία της θάλασσας, ούτε η αρμάδα του Χόβαρντ πασά.
«… Ο Καπετάν Νικόλας ο Σουρμελής ήταν ένας καραβοκύρης από τη Μύκονο, που όταν είδε να πολεμάει το έθνος του έτρεξε να του χαρίσει τη ζωή του, έκαμε ένα γράμμα του μεγαλύτερου αδερφού του, του Δανιήλ, που τον αγάπα και τονε σεβόταν καθώς πατέρα. Τον άφηνε επιτροπικό στα παιδιά του και του γύρευε την ευκή του. Ο Δανιήλ τονε ξεπροβόδισε με τούτα τα λόγια: « Όπου δεν μπορέσεις να γλυτώσεις το καράβι, πούλησε ακριβά τη ζωή σου και κάψου μαζί του. Δεν έχω άλλον αδερφό από σένα, αμή θα πάρω μεγάλη χαρά να μάθω πως χάλασες πολλούς άπιστους και σκοτώθηκες τιμημένα. Η φαμελιά σου είναι από σήμερα φαμελιά μου. Ο Θεός μαζί σου!».
Ο ατρόμητος Σουρμελής με το τσούρμο του και το ατμόπλοιο «Ένωσις» είχε να παλέψει μια ολάκερη τούρκικη αρμάδα που δεν έσβηνε ποτέ τα καζάνια της, υπό τον τουρκοπουλημένο Εγγλέζο Χόβαρντ Πασά, αλλά και τις άγριες καιρικές συνθήκες. Έσπασε σαράντα έξι(!!!) φορές το μπλόκο της Κρήτης, για τις ανάγκες του αγώνα, διανύοντας τεράστιες αποστάσεις, από τη Σύρο, που ήταν το Κομιτάτο (δηλ. εκείνοι οι αφανείς ήρωες της ελεύθερης τότε Ελλάδος που μεριμνούσαν για την ενίσχυση του αγώνα στην Κρήτη) και ο τόπος τροφοδοσίας με (ζαερέδες) τρόφιμα, τουφέκια μολυβομπάρουτα κλπ. Έπρεπε να παρακάμπτει πολλές φορές τη Γραμβούσα μέχρι να βρει κάποιο κόρφο ή απολίμανο αφύλακτο στη νότια Κρήτη να ξεφορτώσει γρήγορα και να ξαναγεμίσει με γυναικόπαιδα και τραυματίες για την ελεύθερη Ελλάδα… Πολλές φορές μόνος του ρεζίλεψε τον τούρκικο στόλο. Στο ταξίδι, που έμελλε να είναι το στερνό, γυρίζοντας από το Πρασονήσι των Σακτουρίων, που είχε ξεμπαρκάρει τον Δημ. Πετροπολάκη με τριακόσιους εθελοντές από τη Μάνη το βράδυ της 29ης Νοέμβρη του 68, για τη Σύρο, συνάντησε σφοδρή κακοκαιρία πριν και μετά τον Κάβο Σίδερο. Έτσι αναγκάστηκε ν’ αγκυροβολήσει στην Πάρο και το πρωί της 2ας Δεκεμβρίου τράβηξε για τη Σύρο. Έξω από το λιμάνι της Ερμούπολης η «Ένωσις» περικυκλώθηκε από τρία πολεμικά του Χόβαρντ πασά. Στόχος των Τούρκων ήταν να βυθίσουν ή να συλλάβουν το πλοίο. Κατάφερε όμως ο ατρόμητος Σουρμελής με επιδέξιους χειρισμούς και αφάνταστο ηρωισμό να πλήξει και να εξουδετερώσει τα τούρκικα πολεμικά και η «Ένωσις» νικήτρια και σημαιοστολισμένη μπήκε στο λιμάνι της Ερμούπολης, όπου ήταν πλέον ασφαλής.
Αυτό όμως που δεν κατάφεραν με τα όπλα οι Τούρκοι, το κατάφερε η ευρωπαϊκή διπλωματία! Η «Ένωσις», με παρέμβαση των μεγάλων δυνάμεων, παροπλίστηκε έκτοτε στο λιμάνι της Ερμούπολης και η τούρκικη φλότα έλυσε το μπλόκο της από τη Σύρο. «…Τώρα, το δοξασμένο τάρμενο το δικάζανε να ρέψει άνεργο στο λιμάνι, την ώρα που ο Σηκωμός ψυχομαχούσε… Ο Σουρμελής και οι συντροφοναύτες του -λέει ο Πρεβελάκης- είχανε ντυθεί τα μαύρα και θλιμμένα. Δείξανε το πένθος τους και πάνω στο καράβι, κάμανε στέλο τις αντένες και βάλανε μεσίστια τη σημαία. Θέλανε κάλλιο να το ‘χουνε κάψει, που να μη φανεί μήτε ο σκαρμός του, κι αυτούς να τους έχουνε θάψει τα κύματα, παρά να δούνε τούτη τη μαύρη μέρα…».
Ο άλλος είναι στεριανός και μπαρουτοκαπνισμένος από το 1821, είναι ο Μανιάτης παλαίμαχος αγωνιστής κι ενθουσιώδης πατριώτης Δημήτριος Πετροπουλάκης. Να πως τον περιγράφει ο Πρεβελάκης: «…Ο συνταγματάρχης ο Δημήτρης ο Πετροπουλάκης ήτανε το εικοσιένα καμωμένος άνθρωπος (ενήλικος). Τα μαλλιά τα ‘χε λευκά, το κορμί αψηλό και σκεβρωμένο, το στήθος κόσκινο από τα βόλια. Μιλούσε, και στον κάθε λόγο που ‘βγαινε, τα σώθηκά του βρυχανίζαν από τις λαβωματιές. Η όψη του ήτανε σεβάσμια, τα μάτια του ανέχολα και πικραμένα. Φορούσε την άσπρη φουστενέλα, συρμαλί γελέκι, τουσλούκια κεντημένα, και στην πλάτη είχε ρηγμένη μιαν τράγια καπότα. Όταν σε κοίταζε, στην ίσια και καθαρή ματιά του μιλούσε ενός λαού η λεβεντιά. Σαν έβανε στα χείλη του τον όρκο: «Μα τις λαβωνατιές μου!» σου ερχότανε να γονατίσεις… Τον Τούρκο τον είχε πρωτοπολεμήσει στα 21, και το ντουφέκι το βρόντησε χωρίς ξαποσταμό όσον καιρό βάστηξε ο Μεγάλος Σηκωμός. Αξιώθηκε να δει την πατρίδα του τη Μάνη λευτερωμένη. Στα 1854, έτρεξε ν’ αγωνιστεί στη Θεσσαλία, που ‘χεν απομείνει στη σκλαβιά. Το κορμί του είχενε κρατήσει τα σημάδια από κείνον τον αγώνα. Στο καινούριο 21, ας ήτανε φορτωμένος στα χρόνια, ξεσήκωσε τη Φάρα του να την οδηγήσει στην Κρήτη. Ξετύλιξε τη σημαία του, την κάρφωσε καταμεσίς στο μειντάνι: «Όποιος αγαπά την Πατρίδα κι είναι μαζί μου, τώρα θα το δείξει!». Οι Μανιάτες αφήσανε πίσω τους τις φαμελιές τους και τον ακολουθήσανε…. Από την μιαν όψη, η σημαία είχε στοριμένες τις μορφές του Λυκούργου και του Λεωνίδα, των αρχαίων Σπαρτιατών. Από την άλλη ήτανε κεντημένο το «Ή ΤΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ»… Η Κρήτη τους αποδέχτηκε με τα σμπάρα της χαράς. Ο γέροντας έπεσε στα γόνατα και της φίλησε το άγιο χώμα…».
Το Δεκέμβριο του ’66 ήτανε η πρώτη κάθοδος του Πετροπουλάκη στην Κρήτη μ’ ένα σώμα αποτελούμενο από 700 – 800 εθελοντές. Έφυγε μετά από κάμποσο διάστημα και στα τέλη Νοεμβρίου του 68, ενώ ο αγώνας ψυχορραγούσε, ο λαός στην Κρήτη ήταν αποκαμωμένος από την πείνα και τις δυστυχίες του πολέμου και η ευρωπαϊκή διπλωματία σταθερά προσηλωμένη στο δόγμα της εδαφικής ακεραιότητας της Τουρκίας, η κυβέρνηση Βούλγαρη πιεζόμενη από τις καταστάσεις ξανάστειλε τον Πετροπουλάκη με χίλια ντουφέκια και μπόλικους ζαερέδες να ενισχύσει τον αγώνα. Ο γέρο Οπλαρχηγός στρατολόγησε στον Πειραιά κι ύστερα ήρθε και στη Μάνη. Μεταξύ των εθελοντών ήτανε ο αδελφός του Αναστάσιος, ο γιος του Λεωνίδας και οι εγγονοί του Γεώργιος και Σπυρίδων, συμμετείχαν δηλαδή στο σώμα αυτό τρεις γενιές Πετροπουλάκηδες. Μάλιστα ο Γεώργιος, ο οποίος ήταν ανθυπολοχαγός του Ελληνικού Στρατού, για να συμμετέχει στο εθελοντικό σώμα σκηνοθετήθηκε λιποταξία και κλοπή δύο πυροβόλων του στρατού, προκειμένου ν’ αποστραβώσουν τους ξένους διπλωμάτες στην Αθήνα. Τη μεταφορά από το Γύθειο την ανάλαβε ο Σουρμελής και η θρυλική «Ένωσις», απ’ όπου αναχώρησαν στις 25 Νοεμβρίου 1868 και κάτω από δύσκολες καιρικές συνθήκες και άγρια καταδίωξη από δύο τουρκικά πολεμικά πλοία, ο ηρωικός Σουρμελής με το τσούρμο του κατάφερε να φέρει σε πέρας την αποστολή του, που έμελλε να είναι και η στερνή. Το εθελοντικό σώμα του Πετροπουλάκη περιπλανήθηκε στον Μυλοπόταμο, στο Αμάρι και στον Άη Βασίλη, ωστόσο οι Τούρκοι που είχαν πληροφορηθεί τον ερχομό του είχαν πιάσει τα περάσματα και τους παρακολουθούσαν από κοντά.
«…Στις 8 του Δεκέμβρη -αναφέρει ο Πρεβελάκης- τραβώντας για το Δουμαργιό, τον Τράχηλα και τον Κισσό, βρεθήκανε μπρος σε χοντρό ασκέρι κι αναγκαστήκανε να παραταχθούνε για μάχη, μέσα σε μια νεροποντή που δεν τους άφηνε να δούνε δυο οργιές πέρα από τη μύτη τους. Κοντά τους σταθήκανε να πολεμήσουνε κάμποσοι Κρητικοί, γερά ντουφέκια, και μερικοί παλιοί εθελοντές, που τους οδηγούσαν ο Μήτσας, ο Ζήκος κι ο Ξανθουδάκης.
Τους Τούρκους τους κυβερνούσανε τέσσερις πασσάδες… Η μάχη βάστηξε κάπου τρεις ώρες. Οι επαναστάτες τσακίσανε, κι οι ζημιές σταθήκανε μεγαλύτερες παρά ποτές. Χώρια από τους σκοτωμένους κι αιχμαλώτους, που φτάξανε τους διακόσιους, ο Κουμιανός ο ξεροπόταμος έπνιξε στο ρέμα του μια δωδεκαριά εθελοντές που πασκίσανε να τον περάσουν…».
Τ’ απομεινάρια από το μπαϊράκι του Πετροπουλάκη συνάχτηκαν στο χωριό Κεραμέ κι αποφάσισαν να τραβήξουν δυτικότερα μέχρι που έφθασαν στον Καλλικράτη Σφακίων, όπου παίχτηκε και η τελευταία πράξη.
Η μάχη στις 8 του Δεκέμβρη, γνωστή σήμερα ως η μάχη Τράχηλα – Αγίου Πνεύματος ήταν μετά την ολοκαύτωση του Αρκαδίου, η δεύτερη πολύνεκρη συμφορά της μεγάλης Κρητικής Επανάστασης και σήμανε την αρχή για την οριστική λύση του αγώνα.
Πρόσφατα στον ευρύτερο χώρο της Μονής Αγίου Πνεύματος στήθηκε από την Επιτροπή αναστήλωσης ένα μεγαλόπρεπο μνημείο, στη μνήμη αυτών που θυσιάστηκαν στην περιοχή αυτή, για την ελευθερία της Κρήτης. Τ’ αποκαλυπτήρια έγιναν με τη δέουσα επισημότητα την Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2004, ενώ στη βάση του, χαραγμένη σε μαρμάρινη πλάκα ,γράφεται η εξής επιγραφή:
«Στους διακόσιους Λάκωνες, Κρήτες και Ρουμελιώτες αγωνιστές,
που μαχόμενοι για την ελευθερία της Κρήτης υπό τον Δημήτριο
Πετροπουλάκη έπεσαν εδώ την 8η Δεκεμβρίου 1868
το μνημείο τούτο με ευγνωμοσύνη αφιερώνουμε».
Το πολυπόθητο αποτέλεσμα της Ελευθερίας και της Ένωσης της Κρήτης με τον Εθνικό κορμό, παρά τις αμέτρητες ανθρωποθυσίες και τα ολοκαυτώματα των Κρητικών και όχι μόνο, δυστυχώς δεν επιτεύχθηκε ούτε τότε. Η Κρήτη έμεινε εισέτι σκλαβωμένη, ωστόσο οι θυσίες αυτές ξύπνησαν τις συνειδήσεις και τα φιλελληνικά συναισθήματα πολλών διανοούμενων στους λαούς της Ευρώπης και παραμέρισαν την ψυχρή και απάνθρωπη λογική των συμφερόντων και η Κρήτη, μετά από τρεις δεκαετίες, οριστικά ελευθερώθηκε. Σήμερα μπορούμε να ισχυριστούμε, ότι η Κρητική Επανάσταση 1866 – 69 θεωρείται ως η αρχή τους τέλους της Οθωμανικής κυριαρχίας στο Νησί.
* Ο Γιώργης Ν. Τσιγδινός είναι συντ. εκπαιδευτικός