Συμπληρώθηκαν εχθές δύο χρόνια από το θάνατο του μεγάλου καλλιτέχνη Λυκούργου Καλλέργη. Ο Ρεθυμνιώτης ηθοποιός, εκ των «ιερών τεράτων» του ελληνικού θεάτρου, γεννήθηκε στο Χουμέρι Μυλοποτάμου στις 7 Μαρτίου του 1914. Ο παππούς του Γ. Καλλέργης, αρχοντικής καταγωγής, οπλαρχηγός της περιοχής του Μυλοποτάμου κατά την επανάσταση του 1866 και βετεράνος της μάχης του Αρκαδίου, υπηρέτησε για την προσφορά του στην αυλή του βασιλιά Όθωνα. Πατέρας του, ήταν ο Σταύρος Καλλέργης, ένας από τους πρώτους συνδικαλιστές στην Ελλάδα και ιδρυτικό μέλος του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου (1890). Ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός Σύλλογος υπήρξε ο πρώτος πυρήνας αγωνιστικού συνδικαλισμού στη χώρα και ο ίδιος ο πατέρας του ηθοποιού πρωταγωνίστησε στην οργάνωση της πρώτης Εργατικής Πρωτομαγιάς που υπήρξε στην Ελλάδα (Αθήνα, 1893). Για το λόγο αυτό συνελήφθη, εν συνεχεία κυνηγήθηκε από το βασιλικό τότε ελληνικό κράτος και τέλος αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κρήτη. Έτσι το Μάρτιο του 1914, γεννήθηκε στο Μυλοπόταμο, ο γιος του, Λυκούργος.
Σε μικρή ηλικία, το 1924, η οικογένεια και ο Λυκούργος Καλλέργης επιστρέφουν στην Αθήνα, όπου ο πατέρας του επιχειρεί να ιδρύσει εμπορική εταιρεία και να επανεκδώσει την ιστορική εφημερίδα της εποχής, «Σοσιαλιστής». Ο ίδιος ο Λυκούργος, πηγαίνει σχολείο στην Αθήνα και ολοκληρώνει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στα πλαίσια του «Θεάτρου Λαϊκής Τέχνης» του Καρόλου Κουν, με πρώτο του ρόλο στο θέατρο τον Πανάρετο, στην «Ερωφίλη» του Χορτάτση (1934), ξεκινά μια πολύχρονη παρουσία στα θεατρικά δρώμενα της χώρας, κατά την οποία θα υποδυθεί πάνω από 500 ρόλους, σε θέατρο, κινηματογράφο αλλά και στο ραδιόφωνο, στα πλαίσια του ιστορικού «Θεάτρου της Δευτέρας». Αργότερα, πέρασε στην σκηνοθεσία και μετέφρασε δεκάδες θεατρικά ξένων συγγραφέων στην ελληνική γλώσσα. Μεγαλωμένος σε αγωνιστικό οικογενειακό περιβάλλον, δραστηριοποιείται πολιτικά και ο ίδιος, ενώ το 1977 εκλέγεται βουλευτής του ΚΚΕ.
Σε ηλικία 20 ετών έρχεται σε επαφή με τους Ροδηρη και Μουζενίδη, τη λεγόμενη Γερμανική Σχολή Λόγου, ενώ μυητής στο θέατρο και στις μεθόδους του Στανισλόφσκι και του αμερικάνικου νατουραλισμού, υπήρξε ο αυτοδίδακτος και αυτοδημιούργητος Κάρολος Κουν. Στους ρόλους του, ισορροπεί ανάμεσα σε αυτές τις σχολές και επενδύοντάς τους με την ατομική καλλιέργεια και το ήθος του, μεταμορφώνει τους χαρακτήρες που υποδύεται και τους παρουσιάζει «πιστούς πάντοτε στη μόδα και την ιδεολογία της εποχής». Εν γένει, ως άνθρωπος, υπήρξε ενεργός πολίτης, επαγγελματίας, συνδικαλιστής και πολιτικός, βιώνοντας στη διάρκεια της πλούσιας ζωής του δύο Παγκοσμίους Πολέμους, την Οκτωβριανή Επανάσταση και την πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, την Κατοχή, τον Εμφύλιο Πόλεμο, καθώς και τέσσερις Δικτατορίες στην Ελλάδα. Τα γεγονότα αυτά, σημάδεψαν ολόκληρο τον 20ο αιώνα και δημιούργησαν στον Λυκούργο Καλλέργη έντονη κοινωνική συνείδηση και «οξύ» κριτικό πνεύμα, το οποίο διακρίνεται στο πλούσιο συγγραφικό του έργο. Εκτός από τις δεκάδες μεταφράσεις του σε έργα ξένων θεατρικών συγγραφέων, προχωρά στη συγγραφή των θεωρητικών-πολιτικών βιβλίων «Συγκομιδή Ιδεών Αγαθών» και «Σταύρος Καλλέργης – Το Διεθνές Σοσιολεργατικό Κίνημα από τον 19ο αιώνα και ο υπαρκτός σοσιαλισμός», ενώ το 2007 εκδίδεται η αυτοβιογραφία του «Λυκούργος Καλλέργης: Στο Διάβα του Πολυτάραχου Εικοστού Αιώνα».
Ιδρυτικό μέλος του Θεάτρου Τέχνης, διδάσκων της Δραματικής Σχολής, γενικός γραμματέας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θεάματος – Ακροάματος, Αντιπρόεδρος του Ταμείου Συντάξεως Ηθοποιών και τέλος επίτιμος διδάκτωρ του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, είναι οι θέσεις από τις οποίες υπηρέτησε την αγαπημένη του Τέχνη και τους ανθρώπους της, στο πέρας της ζωής του.
Κατατάσσεται ανάμεσα στα «ιερά τέρατα» της ελληνικής θεατρικής σκηνής μεταξύ των οποίων, ο Αιμίλιος Βεάκης, η Κατίνα Παξινού, ο Αλέξης Μινωτής. Πρώτη του σύζυγος υπήρξε η ηθοποιός Μαρία Φωκά, συγκατηγορούμενη του Μπελογιάννη στην περίφημη δίκη του 1952, ενώ αργότερα ξαναπαντρεύτηκε με την επίσης ηθοποιό Τζένη Κολάρου, αποκτώντας μία κόρη και έναν γιο αντίστοιχα. «Δεν αξίζει το πέρασμά σου απ’ τη ζωή, αν δεν αφήσεις κάτι πίσω σου», έλεγε ο ίδιος προσπαθώντας σε όλη τη διάρκεια της ζωής του να μείνει πιστός στο όραμα του. Στα πλαίσια αυτά, συγκέντρωσε το αρχείο του πατέρα του Σταύρου Καλλέργη και εντέλει κατάφερε το 1985 να δημιουργήσει του «Ίδρυμα Ιστορικών και Κοινωνικών Ερευνών, Σταύρος Καλλέργης», με σκοπό την ανάδειξη του πλούσιου αρχείου και την ενθάρρυνση των κοινωνικών σπουδών και ερευνών υπό την σκέπη του. Θέλησε να βάλει κι αυτός «ένα λιθαράκι», όπως του άρεσε να λέει, στην πάλη για τα κοινά και τον άνθρωπο. Τελικώς φέτος τον Ιούνιο του 2013, έπειτα από τέσσερα χρόνια φροντίδας και επιμέλειας, εκδόθηκε υπό την αιγίδα του Μουσείου Μπενάκη, ο τόμος «Αρχείο Σταύρου Καλλέργη: Ψηφίδες από τον σχεδιασμό της σοσιαλιστικής πολιτείας», με επιμέλεια του ιστορικού Κωστή Καρπόζηλου.
Αγαπούσε την Κρήτη, το Ρέθυμνο και τη γενέτειρά του το Μυλοπόταμο και επιχείρησε μέχρι το τέλος της ζωής του να συμβάλλει στην πνευματική ανάταση του τόπου. Επισκεπτόταν το Ρέθυμνο συχνά τα καλοκαίρια και διατηρούσε επαφές με τους τοπικούς παράγοντες. Το ίδρυμα επιχείρησε να αποκτήσει στέγη και Δ.Σ. στο Ρέθυμνο, προκειμένου να διευρύνει το έργο του. Θα στεγαζόταν στους χώρους του παλιού Δημαρχείου της πόλης, όμως τελικά οι προσπάθειες δεν ευοδώθηκαν και πλέον μονάχα μία επιγραφή στην πόρτα του κτιρίου θυμίζει την προσπάθεια που έγινε κατά το παρελθόν.
«Τί να πει κανείς; 40 χρόνια με έναν τέτοιο άνθρωπο… Έβαλε πολύ ψηλά τον πήχη των αξιών της ζωής. Πάντα αναγνώριζε την προσωπικότητα του άλλου. Στον τραχύ και δύσβατο δρόμο για την ολοκλήρωση του οράματός του αντιμετώπισε τους δικούς του Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες με ήθος, αξιοπρέπεια και σεμνότητα. Υπήρξε άνθρωπος ήρεμος, πράος, γαλήνιος φιλόσοφος, όπως το πρότυπο
ζωής του τον αρχαίο φιλόσοφο Σωκράτη», καταθέτει η σύντροφος της ζωής του Τζένη Καλλέργη, στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν τα «Ρ.Ν.» μαζί της. Το πρότυπό του, τον στωικό Σωκράτη, υποδύεται στον τελευταίο ρόλο του στη φιλοσοφική τραγωδία του καθηγητή Κώστα Ε. Μπέη «Σωκράτης – Ωρα Απιέναι»(ώρα να φεύγουμε), που παρουσιάστηκε το 2001, σε σκηνοθεσία Γιώργου Ρεμούνδου, στο Ηρώδειο.
Στα πλαίσια αυτής της επικοινωνίας, η κυρία Τζένη Καλλέργη, εξέφρασε το παράπονο και την απογοήτευσή της για την εγκατάλειψη του κληροδοτήματος στο Μπραχίμο Μυλοποτάμου. Μέχρι σήμερα όπως προέκυψε από την κουβέντα που είχαμε, 20 χρόνια μετά την παραχώρησή του και παρόλες τις διαβεβαιώσεις των τοπικών φορέων, για τη δυνατότητα ένταξης του κτιρίου σε κάποιο ΕΣΠΑ, δεν έχει υποβληθεί αντίστοιχη αίτηση προκειμένου εντέλει να αναπλαστεί και να αναδειχθεί. Συνομιλώντας μαζί της για τον Μινωτή, το Βεάκη, τον Καλλέργη και τους άλλους Μεγάλους του ελληνικού θεάτρου, αναφέρθηκε επίσης, με θλίψη, για το κλείσιμο του Μουσείου Θεάτρου στην Αθήνα, γενέτειρα του «δράματος παγκοσμίως», εξαιτίας έλλειψης πόρων. «Παρά την κούραση, θα συνεχίσω να παλεύω γι’ αυτά που χάραξε», δεσμεύτηκε, τέλος, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο το πείσμα της να συνεχίσει το όραμα του μεγάλου Ρεθυμνιώτη καλλιτέχνη.
Κλείνοντας το μίνι αφιέρωμα στον Λυκούργο Καλλέργη, παρατίθεται ένα απόσπασμα από τον επίλογο του έργου του «Στο Διάβα του Πολυτάραχου Εικοστού Αιώνα», στο οποίο εντοπίζεται το αεικίνητο πνεύμα και η οξυδέρκεια της κρίσης του:
«Ολόκληρη η ανθρωπότητα, καθημαγμένη, πέρασε με δέος και ελπίδα το κατώφλι του 21ου αιώνα….
…Μπαίνουμε στο νέο αιώνα μετέωροι ηθικά, πνευματικά, ιδεολογικά, έχοντας πίσω μας την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, την μόνη φωτεινή ελπίδα που υπήρχε στο παρελθόν και που χάθηκε, για το παρόν και για το μέλλον και για τους νέους και για τους παλιούς. Οι νέοι, για την ώρα, βαδίζουν χωρίς ιδανικά και οι παλιοί, με τα ιδανικά τους σκόρπια, στους τέσσερεις ανέμους. Για την εποχή μας δεν μπορούμε να πούμε ότι ο καπιταλισμός θα λύσει τα κοινωνικά προβλήματα. Αντίθετα, στο πέρασμα του χρόνου, δημιουργεί και θα δημιουργεί καινούργια προβλήματα, κι έτσι, θα συνεχίζει την αντιφατική και πολλές φορές καταστροφική πορεία του, ώσπου να απορροφηθεί απ’ το μέλλον και να σβήσει απ’ το καινούργιο παρόν».
Σημ. Για τα αποσπάσματα από το έργο του Λυκούργου Καλλέργη και το φωτογραφικό υλικό, ευχαριστούμε τη χήρα του αείμνηστου καλλιτέχνη, Τζένη Καλλέργη.