Ό,τι κι αν λένε οι υπέρμαχοι της γιόγκα στο δυτικό κόσμο, η γιόγκα είναι μια ινδουιστική μέθοδος, με την οποία ο πιστός ινδουιστής αποσκοπεί στην αποκοπή του από τον κόσμο (που τον θεωρεί ψευδαίσθηση), το σταμάτημα των χιλιάδων μετενσαρκώσεων (που ο ινδουισμός πιστεύει ότι συμβαίνουν όσο τα όντα είναι ατελή, και τους προκαλούν οδύνη) και στην ένωσή του με το Μπράχμαν, τον «ποταμό των υπάρξεων», ή με μια συγκεκριμένη ινδουιστική θεότητα, την οποία λατρεύει και την ταυτίζει με το Μπράχμαν.
Η επίτευξη αρμονίας, υγείας, ξεχωριστών ικανοτήτων κ.τ.λ. είναι μόνο ενδιάμεσα σκαλοπάτια στο δρόμο της γιόγκα, το τέρμα του οποίου είναι η μόξα (λύτρωση από τις μετενσαρκώσεις).
Στο σκοπό αυτό θεωρείται ότι συμβάλλουν και τα μάντρας, δηλ. οι τελετουργικές φράσεις (όπως το ομ), που είναι επικλήσεις ινδουιστικών θεών. Ο σχολιαστής της Μπαγκαβάντ Γκιτά Σουάμι Πραμπουπάντα («σουάμι» = άγιος του ινδουισμού), διδάσκαλος της κίνησης «Χάρε Κρίσνα», γράφει: «Το ομ δεν είναι παρά η απρόσωπη απεικόνιση του Κυρίου [Κρίσνα] και περιέχεται στο μάχα-μάντρα Χάρε Κρίσνα»
(στο: Η Αυτού Θεία Χάρη Α. Τσ. Μπακτιβεντάντα Σουάμι Πραμπουπάντα, Η Μπαγκαβάντ Γκιτά όπως είναι, Bhaktivedanta Book Trust 1980, σελ. 224 – από αυτή την έκδοση προέρχονται τα παραθέματα της Μπαγκαβάντ Γκιτά που θα ακολουθήσουν).
Ο Κλάους Κένεθ, πρώην γιόγκι που μεταστράφηκε στην Ορθοδοξία (θα μιλήσουμε γι’ αυτόν παρακάτω), γράφει: «Φυσικά, υπάρχει στον Ινδουισμό μια πληθώρα από μάντρα, τα οποία όλα συνδέονται με ινδουιστικές θεότητες. Δεν είναι τίποτε άλλο από κωδικοποιημένες ονομασίες θεών» (στο βιβλίο του Θεοί, είδωλα, γκουρού, εκδόσεις Εν πλω, 2012, σελ. 89).
Η Μπαγκαβάντ Γκιτά, το ιερό κείμενο της λατρείας του θεού Κρίσνα (ενσάρκωσης του Βίσνου, ενός από τους κυριότερους θεούς του ινδουισμού), διδάσκει τη γιόγκα ως τέλειο τρόπο ένωσης του ανθρώπου με τον Κρίσνα. Αυτά λέει ο Κρίσνα, «ο Κύριος όλων των γιόγκα» και «όλων των γιόγκι» (κεφ. 18, στ. 74-78):
«Μ’ αυτόν τον τρόπο, με τον έλεγχο του σώματος, του νου και των πράξεων, ο γιόγκι, θέτοντας τέλος στην υλική του ύπαρξη, φθάνει στην κατοικία Μου» (κεφ. 6, στ. 15).
«Ο αληθινός γιόγκι βλέπει Εμένα σε όλα τα όντα και όλα τα όντα σε Μένα. […] Ο γιόγκι, γνωρίζοντας ότι είμαι ένα και το αυτό με την Υπέρτατη Ψυχή, που βρίσκεται μέσα στην καρδιά όλων των πλασμάτων, Με λατρεύει και ζει πάντα μέσα Μου» (στ. 27-31).
«Και απ’ όλους τους γιόγκι εκείνος που, με τέλεια πίστη, κατοικεί πάντα μέσα Μου και Με λατρεύει υπηρετώντας Με με αγάπη, αυτός είναι ο ανώτερος και ο πιο στενά συνδεδεμένος μαζί Μου» (στ. 47).
«Έτσι, έχοντας πραγματοποιήσει την εξάσκηση του γιόγκα και απαγγέλλοντας την ιερή συλλαβή ομ, που είναι ο υπέρτατος συνδυασμός γραμμάτων, εκείνος ο οποίος τη στιγμή του θανάτου σκέπτεται Εμένα, το Θεό, το Υπέρτατο Πρόσωπο, θα φθάσει σίγουρα στους πνευματικούς πλανήτες. Επειδή είναι συνεχώς απασχολημένος με την αφοσιωμένη υπηρεσία, όποιος Με θυμάται πάντα, χωρίς να παρεκκλίνει, φθάνει εύκολα σε Μένα, ω γιε της Πριτά. Αφού φθάσουν κοντά Μου και αποκτήσουν την ανώτερη τελειότητα, αυτές οι ευγενικές ψυχές, γιόγκι γεμάτοι ευσέβεια, δε θα επιστρέψουν ποτέ πια σε τούτον τον εφήμερο κόσμο, όπου κυριαρχεί η δυστυχία» (κεφ. 8, στ. 13-15).
Υπάρχουν όμως και κάποιοι που ασκήθηκαν στη γιόγκα επί σειρά ετών και την απέρριψαν, βεβαιώνοντας οι ίδιοι ότι συνδέεται με δαιμονική ενέργεια. Τέτοιοι άνθρωποι είναι ο δικός μας (Έλληνας) καθηγητής Φυσικής Αθανάσιος Ρακοβαλής, συγγραφέας του βιβλίου Οι γκουρού, ο νέος και ο γέροντας Παΐσιος (υπό το ψευδώνυμο Διονύσιος Φαρασιώτης), ο Κλάους Κένεθ και ο σύγχρονος άγιος γέροντας π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ (1896-1993).
Οι δύο πρώτοι διδάχτηκαν τη γιόγκα στην Ινδία και έζησαν σε ινδουιστικά άσραμ (μοναστήρια). Την εγκατέλειψαν, βεβαιώνοντας ότι διαπίστωσαν σ’ αυτήν δαιμονική ενέργεια.
Ο Κλάους Κένεθ, που μυήθηκε με σοβαρότητα στον ινδουισμό και το βουδισμό αναζητώντας την αλήθεια, γράφει:
«Η γιόγκα υποτίθεται ότι αποσκοπεί στο να βοηθήσει τον άνθρωπο να ξαναβρεί τη θεϊκότητα μέσα του, να απελευθερωθεί από βάσανα και κάθε είδους δεσμά, δηλαδή ακριβώς να επιτύχει τη μόκσα ή αλλιώς, κατά κυριολεξία, «να γίνει θεός» μέσω της αποδέσμευσής του από την ψευδαίσθηση της ζωής που έχει υιοθετήσει. Η γιόγκα αποτελεί την πλέον διαδεδομένη πτυχή της θρησκείας του Ινδουισμού, που στη Δύση μάλιστα εσφαλμένα εκλαμβάνεται ως κάτι αποκλειστικά σωματικό. Η γιόγκα είναι πάντοτε και σε κάθε περίπτωση θρησκευτική πράξη με στόχο την ένωση με το Βράχμαν…».
«Καθοριστικό λοιπόν ερώτημα είναι το εξής: Μπορεί η γιόγκα να παγκοσμιοποιηθεί και να παραμείνει ταυτόχρονα «απλώς» γυμναστική; Οι διδάσκαλοι της γιόγκα, καθώς και οι μελετητές των γραφών στην Ινδία (οι ρίσις = σοφοί) γνωρίζουν πως κάτι τέτοιο δεν γίνεται. Κι οι ίδιοι άλλωστε, βλέποντας έναν χριστιανό να γονατίζει στη διάρκεια της θείας λειτουργίας, δεν θα έλεγαν βεβαίως πως κάνει γυμναστική. Αντιθέτως, οι ρίσις ξέρουν καλά πως δεν υπάρχει τίποτα στη γιόγκα που να μην είναι συνδεδεμένο με κάποια θεότητα και πως οι ενέργειες εκείνων πάντοτε παρεισφρέουν στις ασκήσεις και τους ασκουμένους».
«Όποιος ασχολείται με αυτή τη μορφή διαλογισμού, συνδέεται απευθείας, σαν με έναν ομφάλιο λώρο, με τον κόσμο των ινδουιστικών και βουδιστικών θεοτήτων, ειδώλων και δαιμόνων. […] Στη διάρκεια της ιστορίας της Εκκλησίας – και των νεωτέρων χρόνων ακόμη – δεν έχει υπάρξει ούτε ένας άγιος που να χρησιμοποίησε τη γιόγκα, ώστε να πλησιάσει το Θεό. Αντιστρόφως, όμως, καθένας που ασχολιόταν με τη γιόγκα, την εγκατέλειψε, μόλις γνώρισε το Χριστό».
«Στη διάρκεια της εξάσκησής μου στο διαλογισμό μετατρεπόμουν σε ένα μέσον και λειτουργούσα ως τηλεβόας πνευμάτων, των οποίων την προέλευση (χωρίς το Άγιο Πνεύμα) δεν μπορούσα με τίποτα να διακρίνω. Γινόμουν δίαυλος και μετέδιδα μηνύματα πεθαμένων διδασκάλων (στην πραγματικότητα επρόκειτο για δαίμονες που μιμούνταν τη φωνή των νεκρών) προς άτομα που στέκονταν κοντά μου. Είχα στη διάθεσή μου μια ολόκληρη ποικιλία σαγηνευτικών για μένα ανεξήγητων φαινομένων, τα οποία άλλωστε έχω ήδη αναφέρει. Μπορούσα να γίνω αόρατος, να βλέπω την αύρα του αντικρινού μου, να εξέρχομαι από το σώμα μου, να κάνω αστρικά ταξίδια, να κινούμαι πέρα από τα σύνορα του χωροχρόνου, να βλέπω UFO, να υπεισέρχομαι στις σκέψεις και τον εσωτερικό κόσμο του άλλου και με αυτή τη δύναμη να τον οδηγώ όπου εγώ ήθελα».
«Η επικοινωνία κι ο πνευματικός συγχρωτισμός με θεότητες του τρόμου, με πνεύματα του κακού, με βρικόλακες, θεές της εκδίκησης, διαβόλους και αγγελιαφόρους του θανάτου, την οποία προσωπικά πρωτοσυνάντησα στο Νεπάλ με τη μορφή τρομακτικότατων προσωπείων, έφερε τη σταδιακή καταβύθιση σε πιο φοβερές συναντήσεις και συγκεκριμένα με έριξαν κατευθείαν στα χέρια μιας καταστροφικής θεάς, της μαύρης Κάλι, που παγκοσμίως θεωρείται από τις πλέον φοβερές και αποκρουστικές θεότητες εν γένει. Η ίδια με είχε παραλάβει στο ναό της στην Καλκούτα για ένα ταξιδάκι εξωσωματικό. Η ισχυρή και αλησμόνητη αυτή εμπειρία με έκανε την εποχή εκείνη, γεμάτο καμάρι κι υπερηφάνεια, να πιστεύω πως είχα επιτέλους φθάσει το στόχο μου, δηλαδή να είμαι αφ’ εαυτού θεός και να κατανικώ με τις δικές μου δυνάμεις το θάνατο. […]
Κανένας που δεν έχει τύχει ποτέ να συναντήσει τέτοιους δαίμονες απλά, σωματικά μπροστά του, δεν μπορεί να καταλάβει τον τρόμο μου, όταν αυτοί με επισκέπτονταν στη διάρκεια, αλλά και μετά το διαλογισμό, τόσο στο μοναστήρι στην Ταϊλάνδη, όσο και αργότερα στη Βολιβία. Ήταν βιολογικά ορατοί, πραγματικές υπάρξεις».
(Κλ. Κένεθ, Θεοί, είδωλα, γκουρού, σελ. 117, 119-120, 140-141, 177, 242-244 – βλ. και την αυτοβιογραφία του Χιλιάδες μίλια προς τον τόπο της καρδιάς, εκδ. Εν πλω 2009).
Κατά τον Κλάους Κένεθ, και οι απλές ασάνες (στάσεις) δεν σχετίζονται μόνο με τη φυσιολογία του ανθρώπινου σώματος, αλλά και με τους θεούς. «Η γιόγκα δεν είναι σπορ, ούτε εξυπηρετεί την ευεξία του σώματος. Λίγο τρέξιμο στο δάσος ή λίγη άσκηση στο γυμναστήριο φέρνει τα ίδια, αν όχι καλύτερα αποτελέσματα» (Κλ. Κένεθ, ό.π., σελ. 135).
* Ο Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης είναι θεολόγος