Δυο κορυφαίων Ρεθεμνιωτών αγιογράφων της Αναγέννησης θαυμάσια έργα βρήκαμε -σε πρόσφατη επίσκεψή μας- να εκτίθενται και να κοσμούν το Μουσείο Μπενάκη της Αθήνας. του Ρεθεμνιώτη λόγιου ιερέα Εμμανουήλ Τζάνε Μπουνιαλή (περ. 1610-90) και του Ηλία Μόσκου (1649-87). Η συγκίνηση που δοκιμάσαμε από την επίσκεψή μας αυτήν μας ώθησε στη σύνταξη τού παρόντος σύντομου σημειώματός μας, αξιοποιώντας και αρκετές από τις σημειώσεις του Μουσείου, που συνοδεύουν και διευκολύνουν τους επισκέπτες στη μελέτη των συγκεκριμένων έργων.
Ο πρώτος από τους παραπάνω δύο Ρεθεμνιώτες καλλιτέχνες, ο ιερέας Εμμανουήλ Τζάνες, ο επιλεγόμενος και Μπουνιαλής, αποτέλεσε, μαζί με τον περίφημο Εμμανουήλ Λαμπάρδο, έναν από τους πιο άξιους εκπροσώπους της λεγόμενης Κρητικής Σχολής. Μαζί δε με τον Χανιώτη Θεόδωρο Πουλάκη (1622-1692)- από τους προοδευτικότερους μεταβυζαντινούς αγιογράφους- ο Εμμ. Τζάνες θεωρείται ως ο σημαντικότερος Κρητικός αγιογράφος του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα.
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1610 και πέθανε στη Βενετία το 1690. Ο Εμμανουήλ Τζάνες ανήκε σε γνωστή ρεθεμνιώτικη οικογένεια ευγενών και κατείχε εξαιρετικά αξιόλογη παιδεία. Εκτός από ζωγράφος, υπήρξε και στιχουργός και συγγραφέας ιερών ακολουθιών. Ήταν έγγαμος, αλλά, καθώς χήρεψε πολύ νωρίς, δεν πρόφθασε να αφήσει απογόνους. Αδελφοί του ήταν ο Μαρίνος Τζάνες Μπουνιαλής, ποιητής του γνωστού επικού ποιήματος «Κρητικός Πόλεμος», που με τόση δραματικότητα, σαφήνεια και ένταση ψυχής περιγράφει τα γεγονότα της κατάληψης της Κρήτης από τους Τούρκους και ο, επίσης, σπουδαίος ζωγράφος Κωνσταντίνος Τζάνες.
Μετά την κατάληψη του Ρεθύμνου από τους Τούρκους (1669), ο Εμμανουήλ Τζάνες, ο Ηλίας Μόσκος, ο Θεόδωρος Πουλάκης και άλλοι Κρήτες ζωγράφοι εγκαταλείπουν την Κρήτη και καταφεύγουν στα βενετοκρατούμενα Επτάνησα. Το βήμα αυτό προς τα Επτάνησα έμελλε να πυροδοτήσει μίαν εξαιρετικά σπουδαία τομή στην εν γένει εξέλιξη της τέχνης, μέσα από το δημιουργικό πάντρεμα της Κρητικής με τη Δυτική τέχνη.
Οι ντόπιοι Επτανήσιοι καλλιτέχνες, όπως ο Κωνσταντίνος Κονταρίνης, ο Νικόλαος Καλλέργης, ο Κωνσταντίνος Κόνταρης κ.ά. θα εμπνευστούν αλλά και θα επηρεαστούν σημαντικά τόσο από τους Κρήτες καλλιτέχνες, όσο και από τα Δυτικά έργα της εποχής, για να ολοκληρώσουν τον 18ο αιώνα, με τον Νικόλαο Δοξαρά, τη λεγόμενη Επτανησιακή Σχολή, που, κάτω από τις συνθήκες αυτές και τον καινοτόμο χαρακτήρα της, διέκοψε εντελώς κάθε δεσμό με τη Βυζαντινή παράδοση, σηματοδοτώντας τις απαρχές της νεοελληνικής τέχνης.
Ο Εμμανουήλ Τζάνες, στο διάστημα αυτό, μετά την αποδημία του στα Επτάνησα, έζησε μεταξύ Κέρκυρας και Βενετίας, ζωγραφίζοντας πολυάριθμα έργα, που, κυριολεκτικά, σφράγισαν τη θρησκευτική ζωή της Επτανήσου. Όπως ήδη σημειώσαμε, η παρουσία ικανών Κρητικών ζωγράφων στα Επτάνησα -με ένα μεγάλο σε ποσότητα και ποιότητα έργο- επηρέασε σε πολύ μεγάλο βαθμό τους ντόπιους καλλιτέχνες, που, σταδιακά, άρχισαν να απομακρύνονται από τα βυζαντινά πρότυπα, συνδυάζοντας στη ζωγραφική τους στοιχεία τόσο της δυτικής τέχνης όσο και της βυζαντινής παράδοσης.
Εφημέριος του Ναού του Αγίου Γεωργίου, κατά τα χρόνια που έζησε στη Βενετία, και επόπτης του Φλαγγινιανού Φροντιστηρίου, ο Μπουνιαλής προχώρησε έτι περαιτέρω, ενσωματώνοντας στην τέχνη του τύπους της δυτικής τέχνης και κυρίως του μανιερισμού και του μπαρόκ. Με τον Πουλάκη δε -που και εκείνος, τον ίδιο καιρό, έζησε μεταξύ Κέρκυρας και Βενετίας- ανανέωσαν το λεξιλόγιο της όψιμης μεταβυζαντινής ζωγραφικής, εισάγοντας στοιχεία από τη σύγχρονη και παλιά τέχνη, και θέτοντας τις βάσεις για την ανάπτυξη της ονομαζόμενης Κρητοεπτανησιακής ζωγραφικής.
Υπολογίζεται ότι έχουν σωθεί πάνω από εκατό έργα του Εμμ. Τζάνε Μπουνιαλή. Στο Μπενάκειο Μουσείο της Αθήνας εντοπίσαμε τα παρακάτω πέντε έργα του, που, σχεδόν όλα (εκτός το πρώτο), ανάγονται στην ενετική περίοδο ζωής τού καλλιτέχνη (1658-1690):
• Ευαγγελιστής Μάρκος (1657).
• Το άγιο Μανδήλιο (1659).
• Ο άγιος Γεώργιος (1659).
• Ο άγιος Δημήτριος έφιππος (1672).
• Η αγία Τριάδα (τέλη 17ου αι.).
• Η αλληγορία της Θείας Μετάληψης (β’ μισό 17ου αι.), ανώνυμου ζωγράφου, που ακολουθεί το εικονογραφικό πρότυπο του Μιχ. Δαμασκηνού (περ. 1535-92), με υπογραφή Εμμ. Τζάνε, που είναι προσθήκη πρόσφατη.
Ο άλλος Ρεθύμνιος ζωγράφος, ο Ηλίας Μόσκος (1649-87) εργάστηκε στη Ζάκυνθο -στην οποία είναι γεγονός ότι στράφηκε το μεγαλύτερο κύμα των προσφύγων από την Κρήτη- ενσωματώνοντας και αυτός στην εικονογραφία των έργων του άφθονα δυτικά στοιχεία. Οι Κρητικοί ζωγράφοι που εγκαταστάθηκαν ειδικά στη Ζάκυνθο προσαρμόστηκαν στο εγχώριο περιβάλλον, όπου μια δυναμική αριστοκρατία ιταλικής καλλιέργειας και μια σημαντική προοδευτική αστική τάξη απαιτούσαν μεγάλες παραχωρήσεις προς την ιταλική ζωγραφική, όχι μόνο στον τομέα της κοσμικής τέχνης αλλά και της θρησκευτικής. Ήταν αναγκαίος ένας νέος συμβιβασμός. Η περιπάθεια, η ζωηρή έκφραση του πόνου και της οδύνης, η απόδοση του σωματικού όγκου άρχισαν να εμφανίζονται μαζί με άλλα θέματα λιγότερο γνωστά στην ορθόδοξη εικονογραφία, και οι πίνακες, με αυτά τα νέα χαρακτηριστικά, από τη Ζάκυνθο διαδόθηκαν σε όλα τα Επτάνησα. Και πιθανότατα ο κυριότερος καλλιτέχνης που καθιέρωσε την τάση αυτήν ήταν ο Ηλίας Μόσκος.
Έργα του Ηλία Μόσκου στο Μουσείο Μπενάκη εντοπίσαμε τα παρακάτω:
• Η Γέννηση (β’ μισό 17ου αι.)
• Ο Χριστός Άμπελος (β’ μισό 17ου αι.). Πρόκειται για παράσταση που γνώρισε μεγάλη διάδοση στην Κρητική ζωγραφική.
• Παναγία Βρεφοκρατούσα με αγίους (1681). Στην κάτω μεριά εικονίζονται γονατιστοί οι δωρητές Παναγιώτης και Γερακίνα.
• Παναγία Βρεφοκρατούσα (β’ μισό 17ου αι.). Πρόκειται για ζωγραφική με αυγό τέμπερα πάνω σε φύλλο χαλκού. Δυτικής έμπνευσης το μαλακό πλάσιμο των προσώπων και η απεικόνιση των αγγέλων που πλαισιώνουν την Παναγία.
• Η Γέννηση (1660).
Βιβλιογραφία:
1. Παναγιώτης Λ. Βοκοτόπουλος, Εικόνες της Κέρκυρας, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα1990.
2. Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους, τόμος Ι’ και ΙΑ’
3. Διαδίκτυο:http://diocles.civil.duth.gr/links/home/database/zakynthos/pr15mo.pdf.