Είκοσι δύο χρόνια λειτουργίας συμπλήρωσε την Πέμπτη το Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο του Ρεθύμνου, το οποίο αποτελεί ένα σημείο αναφοράς για την πόλη. Ένας χώρος γνώσεων και πολιτισμού με μια πλούσια συλλογή από υφαντά, νομίσματα, χειροτεχνία, κρητικά κοσμήματα και πλήθος άλλων αντικειμένων και χειρογράφων που ξεδιπλώνουν την ιστορία και την παράδοση της Κρήτης. Από την εποχή της ενετοκρατίας, της οθωμανικής κυριαρχίας φτάνοντας ως τον 20ο αιώνα τα τεκμήρια της ιστορίας και του λαϊκού πολιτισμού αποτυπώνονται μέσα από την συλλογή του Μουσείου που προέρχονται κυρίως από δωρεές και αριθμούν πάνω από 10.000 αντικείμενα και ταξιδεύουν τον επισκέπτη στις εικόνες της καθημερινής ζωής των ανθρώπων όχι μόνο του Ρεθύμνου αλλά και ολόκληρης της Κρήτης.
Ο θησαυρός του Μουσείου, 22 χρόνια μετά, αποτυπώνεται στις σελίδες σχετικής έκδοσης που παρουσιάστηκε το βράδυ της Πέμπτης, ανήμερα του Αγίου Παντελεήμονα, ημέρα που συνέπεσε με τα πρώτα εγκαίνια του χώρου στις 27 Ιουλίου του 1995.
Την παρουσίαση του τόμου έκανε η Δρ. Μαριάννα Καλαϊτζιδάκη, επίκουρη καθηγήτρια του Παιδαγωγικού τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης, ενώ για την παρουσίαση του Μουσείου και την Ιστορία του Κτιρίου του ο Δρ. Χάρης Στρατιδάκης γενικός γραμματείας του Δ.Σ. του Μουσείου. Στην ίδια εκδήλωση τιμήθηκαν οι πρωτεργάτες του Μουσείου Ροδούλα Σταθάκη και Γιώργης Αγγελιδάκςη, για τη μεγάλη προσφορά τους στο Μουσείο.
Στη διάρκεια της εκδήλωσης μάλιστα οι εισηγητές αναφέρθηκαν και στις περαιτέρω προοπτικές ανάπτυξης και εξέλιξης του Μουσείου.
H Φαλή Βογιατζάκη, πρόεδρος του Δ.Σ. του Ιστορικού Λαογραφικού Μουσείου, βαθιά συγκινημένη για την συμπλήρωση 22 ετών λειτουργίας στην εισήγησή της, ευχαρίστησε όλους εκείνους οι οποίοι συνέβαλλαν στη λειτουργία του Μουσείου, ώστε αυτό σήμερα να αποτελεί ένα σημείο κατατεθέν για την πόλη. Μεταξύ άλλων ανέφερε: «Παρουσιάζουμε το Ιστορικό – Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνης σε μια έκδοση-οδηγό από τις εκδόσεις «Μίλητος» που περιέχει το σκοπό, τα εκθέματα και τις συλλογές, καθώς και τις δραστηριότητές του. 22 χρόνια λειτουργίας συμπληρώνει το Μουσείο μας σε αυτό το χώρο. Ήταν, θυμάμαι, 27 Ιουλίου 1995, του Αγ. Παντελεήμονα και τότε, όταν σε στενό κύκλο συνεργατών και φίλων έγινε ο αγιασμός και άνοιξε το Μουσείο. Το Ρέθυμνο είχε αποκτήσει ένα μουσείο για να προβάλλει κυρίως την τοπική του ιστορία και παράδοση. Για τα ονόματα των δωρητών, τη φροντίδα των αρχών της πόλης μας και της πολιτείας και για το ουσιαστικό ενδιαφέρον των τοπικών εφημερίδων θα χρειαζόταν πολύς χρόνος για να ευχαριστήσω ονομαστικά όλους μέσα από την καρδιά μου. Θα ήθελα μόνο να μνημονεύσω τον πατέρα μου, Γιώργη Βογιατζάκη που αναπαύεται εδώ, στον κήπο μας, έχοντας μεταβιβάσει σε εμένα την αγάπη του για το Ρέθυμνο. Ευχαριστούμε τις εκδόσεις «Μίλητος» για τη θαυμάσια δουλειά της, καθώς και όλους τους συντελεστές της έκδοσης. Θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως για τη συμβολή τους που έκανε δυνατή αυτήν την έκδοση, την Περιφέρεια Κρήτης και προσωπικά τον περιφερειάρχη, Σταύρο Αρναουτάκη, την Alpha Bank και τον διευθύνοντα σύμβουλο Δήμο Μαντζούνη, καθώς και ένα χορηγό μας που επιθυμεί να μείνει ανώνυμος. Ευχαριστώ όλους εσάς αγαπητοί φίλοι που μας τιμάτε με την παρουσία σας».
Νέες προοπτικές για το Ιστορικο Λαογραφικό Μουσείο
Η Μαριάννα Καλαϊτζιδάκη, επίκουρη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης παρουσίασε τον κατάλογο της συλλογής του Μουσείου, που συμπεριλαμβάνεται στην έκδοση των 140 σελίδων μέσα από την προβολή των φωτογραφιών, θέτοντας στο τραπέζι της συζήτησης νέες προοπτικές για την περαιτέρω εξέλιξη του Μουσείου. Η ίδια μίλησε για την ανάγκη ενίσχυσης των εκπαιδευτικών προγραμμάτων του Μουσείου, για την αναγκαιότητα να υπάρχει σχέση αλληλεπίδρασής του με την ίδια την κοινωνία, ενώ αναφερόμενη στην πλούσια και σπάνια συλλογή του πρότεινε την υποβολή προτάσεων για ένταξη κάποιων εκθεμάτων στον κατάλογο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς.
Σε σχετικές δηλώσεις της στους δημοσιογράφους ανέφερε: «Μέσα από τις 140 σελίδες της έκδοσης συλλογής του βιβλίου αναδεικνύονται θέματα ενδιαφέροντα, τα οποία θα μπορούσαμε να τα δούμε για να κάνουμε ένα βήμα παραπέρα. Για παράδειγμα μου φαίνεται ότι τώρα πια, λόγω οικονομικής κρίσης, οι άνθρωποι ξεφορτώνονται τα υφαντά και τα κεντητά, που εγώ τα βλέπω σε παλαιοπωλεία, ακόμα και στο διαδίκτυο. Και το ερώτημα είναι ποιος θα τα αγοράσει αυτά; Κάποτε η αείμνηστη Μαρία Τσιριμονάκη, έβγαινε στην επαρχία και προσπαθούσε να πείσει τις γυναίκες της επαρχίας ότι αυτά είναι σημαντικά και τις προέτρεπε να συλλέξουν κομμάτια. Εδώ το μουσείο έχει γεμίσει. Δεν υπάρχει αποθηκευτικός χώρος και για άλλα πράγματα. Επίσης η υφαντική είναι μια πανανθρώπινη τέχνη και για διάφορους λαούς, όπως για παράδειγμα κάποιους Ινδιάνους στη Φλόριντα που έχω δει εγώ και αγόρασα ένα τσαντάκι, έχει περίπου τα ίδια γεωμετρικά σύμβολα όπως τα δικά μας υφαντά ή στο Μαρόκο που οι ξεναγήσεις των τουριστικών γκρουπ συμπεριλαμβάνουν οπωσδήποτε και εργαστήρια με αργαλειούς και χειροποίητα υφάσματα, κάτι που εμείς εδώ δεν το κάνουμε ακόμα. Επίσης θέτω το θέμα μήπως θα έπρεπε κάποια απ’ αυτά να μπουν μέσα στον κατάλογο άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, για παράδειγμα η ρεθεμνιώτικη βελονιά, οι πετσέτες οι κρητικές, όπως έχουν κάνει στην Κύπρο με τα λευκαρίτικα κεντήματα, που είναι λευκά κεντήματα από ένα χωριό που λέγεται Λεύκαρα και δείχνω τον κατάλογο άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς που έχει και υφαντά και χορό και καλαθοπλεκτική και εμάς τίποτα ακόμα. Παράλληλα, ως καθηγήτρια Παιδαγωγικού βλέπω το Μουσείο ως χώρο εκπαίδευσης. Στις ΗΠΑ το Μουσείο είναι ο δεύτερος χώρος εκπαίδευσης μετά τα σχολεία. Γίνεται δηλαδή μια αλλαγή παραδείγματος στα Μουσεία, από εκεί που είχαν απλά εκθέματα σε γυάλινες προθήκες, μετατίθεται το ενδιαφέρον στον επισκέπτη και πώς θα τον εμπλέξουν ιδιαίτερα αν είναι μαθητές, όμως με δραστηριότητες άλλου τύπου όχι με μια παθητική παρατήρηση και απλή ξενάγηση, γιατί τα παιδιά βαριούνται. Θέλει άλλου τύπου εκπαιδευτικά προγράμματα, με αλληλεπιδραστικές δραστηριότητες, εξερεύνηση, ανακάλυψη κτλ. Υπάρχουν εδώ δύο εκπαιδευτικά προγράμματα, είναι ωραία, το ένα για παιδιά δημοτικού αλλά χρειάζονται και άλλα. Εκεί μπορεί να γίνει συνεργασία με το Πανεπιστήμιο».
Η κ. Καλαϊτζιδάκη έκανε ιδιαίτερη αναφορά στο πρόσωπο της Φαλής Βογιατζάκη και του πατέρα της για την προσφορά τους σε πολλούς τομείς τονίζοντας μεταξύ άλλων: «Η κ. Φαλή στην αρχή της εισαγωγής της γράφει ότι την αγάπη της για τον τόπο την κληρονόμησε από τον πατέρα της. Συνέβαλλε στη δημιουργία του Πανεπιστημίου Κρήτης. Συνέβαλε στην ανοικοδόμηση, έδωσε τα χρήματα για να αγοραστεί το οικόπεδο της ΧΕΝ πάνω τα 44 στρέμματα. Έδωσε λεφτά στην Αρχαιολογική Εταιρεία για ανασκαφή στο Ιερό Βρίσινα. Ίδρυσε την Αντικαρκινική εταιρεία στην Αθήνα το ’56 μαζί με άλλα 29 μέλη. Επί αντιπροεδρίας του έγιναν τα κτίρια της Αγ. Σοφίας, αυτός δούλευε σε τράπεζες και ασφάλειες και εκεί ήταν το ταλέντο του, οπότε χρησιμοποίησε την ικανότητά του για να χτιστεί στο κτίριο σε μισό προϋπολογισμό απ’ ότι αρχικά είχε βγει. Επομένως λοιπόν, αυτό το πολυσχιδές έργο από κει κληρονόμησε και η κ. Φαλή τη διάθεση για προσφορά και της εύχομαι επειδή σαν σήμερα άνοιξε τις πύλες του το Μουσείο, του Αγ. Παντελεήμονα πριν από 22 χρόνια του 1995, να έχει υγεία, να συνεχίσει να προσφέρει, και εμείς όλοι να προσπαθήσουμε να τη βοηθήσουμε με τις δυνάμεις που έχει ο καθένας».
«Το Μουσείο απέκτησε ταυτότητα»
Ο Χάρης Στρατιδάκης Δρ Παιδαγωγικής-ερευνητής-συγγραφέας υποστήριξε ότι πλέον το μουσείο με την έκδοση της συλλογής του αποκτά ταυτότητα και ανοίγονται νέες προοπτικές για την εξέλιξή του. Ο ίδιος έκανε μια αναφορά στην ιστορία του Μουσείου στο ιστορικό κτίριο αλλά και στην προσφορά του Μουσείου στην ρεθεμνιώτικη κοινωνία: «Η λειτουργία του Μουσείου ξεκίνησε το 1987, σε μια προσωρινή έκθεση τότε, Κέντρο Νέων σήμερα, Ιστορικό-Λαογραφικό Μουσείο και Κέντρο Σύγχρονης Εικαστικής Δημιουργίας. Η μόνιμη έκθεση είναι αυτή που είχαμε αυτά τα χρόνια και μετά από ένα τέταρτο του αιώνα ενηλικιώνεται για μένα το Μουσείο και αποκτά κατάλογο, αποκτά ταυτότητα. Μουσείο χωρίς οριστική έκθεση δεν είναι ενηλικιωμένο. Νομίζω ότι η εκδήλωση είναι αντίστοιχη σε αξία με τα εγκαίνια πριν από πολλά χρόνια. Πλέον μετά και την έκδοση αύτη το Μουσείο θα μπορεί να περάσει σε μια νέα φάση. Θεωρώ ότι εδώ και δυο-τρία χρόνια έχει περάσει σε μια άλλη φάση, αυτό φαίνεται επειδή έχει ανοιχτεί στην ρεθεμνιώτικη κοινωνία και ότι στηρίζεται πια από τη ρεθεμνιώτικη κοινωνία, αυτό θα πρέπει να το δουν και οι αρχές τουλάχιστον».
Ο κ. Στρατιδάκης ωστόσο επεσήμανε πως το Μουσείο θα πρέπει να τύχει της στήριξης και της υποστήριξης των τοπικών αρχών αλλά και των ίδιων των πολιτών, σημειώνοντας μεταξύ άλλων: «Το Μουσείο έχει προσφέρει στο Ρέθυμνο, έχει προσφέρει και ένα μέρος της αυλής του για τη δημιουργία της πλατείας Μικρασιατών και πια θα πρέπει και οι Υπηρεσίες, η Τοπική Αυτοδιοίκηση να το δουν πιο θετικά και να το βοηθήσουν στην περαιτέρω πορεία του. Από τη μεριά τους οι Ρεθεμνιώτες θα πρέπει να αρχίσουν να το επισκέπτονται, το πρόβλημα είναι οι Ρεθεμνιώτες οι οποίοι γνωρίζουν το Σπίτι του Πολιτισμού ευτυχώς, γνωρίζουν το φύλλο και Κανταίφι, δε γνωρίζουν όμως ότι στο ενδιάμεσο υπάρχει ένα καλό μουσείο, ένα από τα δύο αυτού του επιπέδου λαογραφικά της Κρήτης».
«Τιμήθηκαν οι πρωτεργάτες του Μουσείου Ροδούλα Σταθάκη και Γιώργης Αγγελιδάκης
Στη διάρκεια της εκδήλωσης τιμήθηκαν οι πρωτεργάτες του Μουσείου Ροδούλα Σταθάκη-Κούμαρη και Γιώργος Αγγελιδάκης. Η κ. Βογιατζάκη μιλώντας για το πρόσωπο της Ροδούλας Σταθάκη-Κούμαρη αναφέρθηκε στο πλούσιο βιογραφικό της αλλά και στην ανιδιοτελή προσφορά της στο Μουσείο με τις δωρεές των υφαντών τονίζοντας μεταξύ άλλων: «Η γνωριμία μου με τη Ροδούλα Σταθάκη έγινε στην Αθήνα το 1981, μετά από σύσταση της Νίκης Γουλανδρή που υπήρξε συμμαθήτριά της στη Γερμανική Σχολή. Το Ιστορικό – Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνου βέβαια ήταν ακόμη στα χαρτιά! Από την πρώτη στιγμή όμως φάνηκε ότι η συνάντηση αυτή θα γεννούσε καρπούς. Πράγματι με γνώση, αφοσίωση και ανιδιοτέλεια η Ροδούλα έγινε πολύτιμη σύμβουλός μας, ερευνήτρια, συλλέκτρια και μουσειολόγος μας. Είναι βέβαιο ότι χωρίς εκείνη δε θα βρισκόμασταν στο σημείο που μας βλέπετε σήμερα. Ιδιαίτερα ευχαριστούμε για τις δωρεές της, κυρίως υφαντών και καλαθιών που εμπλούτισαν τις συλλογές μας και τον εκθεσιακό χώρο. Πάνω απ’ όλα θελήσαμε να δημιουργήσουμε έναν πυρήνα που θα αναδείκνυε μια νέα ιεράρχηση αξιών. Να αναθεωρήσουμε το πάθος για τον πολιτισμό της κατανάλωσης, προτάσσοντας τις ανθρώπινες σχέσεις, την πραγματική φιλία και το ενδιαφέρον για τα κοινά αγαθά. Γι’ αυτά που μας συνέδεσαν και μας συνδέουν, για όσα μας προσέφερες μια ζωή, το Μουσείο σε ένδειξη αναγνώρισής σου απονέμει, Ροδούλα, αυτήν την τιμητική διάκριση».
Η τιμώμενη βαθιά συγκινημένη ευχαρίστησε την κ. Βογιατζάκη και όλους τους συνεργάτες της επισημαίνοντας πως το Μουσείο ήταν σαν το σπίτι της. Ειδικότερα, μετά την απονομή της είπε: «Ευχαριστώ πάρα πολύ την κ. Βογιατζάκη, την αγαπημένη μας Φαλή για την εξαίρετη συνεργασία που είχαμε από το 1981 έως σήμερα. Αλλά νομίζω ότι εγώ πρέπει να την ευχαριστήσω ιδιαίτερα γιατί πάντοτε εδώ αισθανόμουν στο σπίτι μου, ήταν τόσο θερμή η φιλοξενία, είχαμε εξαίρετους συνεργάτες και μαζί φτάσαμε στο σημείο που παρουσιάζεται σήμερα. Εύχομαι ολόψυχα το Μουσείο να συνεχίσει αυτό το έργο, γιατί εδώ βλέπουμε τον ψυχικό πλούτο του Κρητικού λόγου».
Ως τον πρώτο κρίκο της ρεθεμνιώτικης κοινωνίας με το Μουσείο χαρακτήρισε η κ. Βογιατζάκη τον Γιώργη Αγγελιδάκη. Μίλησε για τους στενούς οικογενειακούς δεσμούς και τις δωρεές που έγιναν στο Μουσείο αλλά και την προσωπική του δράση όλα αυτά τα χρόνια στα δρώμενα του Μουσείου: «Γνώρισα τον Γιώργη Αγγελιδάκη από τον πατέρα μου, με τον οποίο υπήρξε φίλος και γιατρός του. Η ειλικρίνεια, το ενδιαφέρον για τα κοινά, η αγάπη για τον τόπο μας και η διάθεση προσφοράς μας συνέδεσαν με μια μακροχρόνια φιλία και συνεργασία. Πιστεύω ότι η μητέρα του, η Χρυσή Αγγελιδάκη, έχει ρόλο στη φιλία αυτή και είμαι ιδιαίτερα συγκινημένη και υπερήφανη ότι η οικογένεια με πρόταση της Λίας Αγγελιδάκη δώρισε στο Μουσείο μας όλο το πολύτιμο έργο της. Από τα πρώτα βήματα, ο γιατρός αγκάλιασε το Ιστορικό – Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνου με το ενδιαφέρον του. Ήταν ο πρώτος κρίκος του Μουσείου με την κοινωνία του Ρεθύμνου. Ενεργό μέλος του Δ.Σ. και αντιπρόεδρος επί πολλά χρόνια, στάθηκε ένα γερό στήριγμα σε κάθε μας προσπάθεια και σε μένα προσωπικά που είχα και έχω πλήρη εμπιστοσύνη στην κρίση του. Δεν υπάρχουν λόγια για να εκφράσω τα συναισθήματά μου. Εξάλλου εκείνος τα γνωρίζει. Απόψε το Μουσείο σας γιατρέ, σας απονέμει μια τιμητική διάκριση σε ένδειξη αγάπης και ευγνωμοσύνης με την ευχή να είστε πάντα κοντά μας γερός και δυνατός» είπε απονέμοντάς του την τιμητική διάκριση.
Ο Γιώργος Αγγελιδάκης παραλαμβάνοντας την τιμητική διάκριση μίλησε για την ιστορία του Μουσείου και πως αυτό ξεκίνησε: «Το Μουσείο το ίδρυσε ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης, αλλά όχι το Μουσείο αυτής της μορφής. Ήταν περισσότερο ως τίτλος…» και συνέχισε αναφερόμενος στο πρόσωπο του αείμνηστου Γιώργου Βογιατζάκη λέγοντας πως: «Εγώ λόγω των πολλών χρόνων που έχω, τον πατέρα της Φαλής τον ξέρω από πολύ παλιά στην Αθήνα. Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους παλιούς του τύπου αυτού, αλλά σαν τον Γεώργιο Βογιατζάκη, άνθρωπο που εβοηθούσενε Ρεθεμνιώτες, ειδικά Ρεθεμνιώτες, δεν έχω γνωρίσει ποτέ μου. Ένας άνθρωπος που εβοηθούσενε όχι στα λόγια κτλ., αλλά επί της ουσίας. Και όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και άμα ήρθε εδώ και έμενε κάθε καλοκαίρι εδώ, εγώ ήμουν γιατρός του και ερχόταν στο νοσοκομείο και με έβρισκε ή εγώ ερχόμουνε εδώ, ήταν μια ιδιαίτερη μορφή ενός ανθρώπου που έδινε τη ζωή του για την Κρήτη και τους Κρητικούς. Μπορεί να πει κανείς πολλά πράγματα, αλλά εγώ ήθελα να περιοριστώ σε αυτά τα δύο, και να ευχαριστήσω την κ. Φαλή για την τιμή».