Πριν προβαίνει σε τέτοιου είδους εκφράσεις που υποβαθμίζουν το κύρος και τον θεσμικό του ρόλο, ο κ. Σόιμπλε θα πρέπει να αντιλαμβάνεται τη βαρύτητα των δηλώσεων και την ορθότητά τους.
Καλά θα κάνει να αναλογιστεί ότι η «ηλίθια» οικονομία κι εφαρμογή των κανόνων που ζητάει είναι «ραμμένα» στα μέτρα της γερμανικής δογματικής ιδιοσυγκρασίας και πολιτικής.
Αν φταίνε οι Έλληνες μια φορά που αρνούνται τη συμμόρφωση, η ευθύνη η δική του είναι πολλαπλή, καθώς η δημιουργία του ενιαίου νομίσματος ήταν μια ταυτόσημη αντικατάσταση του γερμανικού μάρκου.
Ακόμη και η κατασκευή των νομισμάτων είναι κατά τα πρότυπά τους, καθώς επιβάλλεται τύπωμα χαρτονομίσματος ενός ευρώ γιατί σαν κέρμα έχει παραπάνω από 3 φορές μεγαλύτερη αξία από το ελληνικό 100δραχμο.
Η προσαρμογή ήταν απότομη και χωρίς την ανάλογη προετοιμασία, καθώς ο Έλληνας από τη φύση του ανοιχτόκαρδος, εύκολα χαρίζει δίχως να υπολογίζει τα ταπεινά κέρματα.
Η αναφορά του κ. Σόιμπλε έγινε με βάση την φράση του Κλίντον ότι «είναι η οικονομία ηλίθιε», προφανώς δεν θέλει να γνωρίζει αυτονόητα γεγονότα που αποτελούν το αίτιο της σύγχρονης κρίσης:
12 Νοέμβρη του 1999 είναι η μέρα που υπογράφεται από τις Η.Π.Α. υπό την προεδρία του κ. Κλίντον, ο νόμος για τη «Μοντερνοποίηση του Οικονομικών Υπηρεσιών» ή αλλιώς Gramm-Leach-Bliley Act και τα «κοράκια» της αγοράς πανηγυρίζουν, ενώ ήδη τον Οκτώβριο του 1998 σχηματίστηκε το «too big to fail» μεγαθήριο που ακούει στο όνομα Citigroup.
Λίγες δεκαετίες πιο πίσω η εμπορική τράπεζα Citicorp ανακοινώνει τη συγχώνευσή της με την ασφαλιστική κοινοπραξία Travelers Group και το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών βρίσκεται μπροστά σε ένα τεράστιο δίλημμα: Να ακυρώσει μία από τις μεγαλύτερες συγχωνεύσεις στην ιστορία της αμερικανικής οικονομίας ή να κάνει τα στραβά μάτια.
Οι τραπεζίτες αλλά και οι λομπίστες του επενδυτικού κόσμου, ψάχνουν τρόπους για να κερδοσκοπήσουν. Ασκούν συνεχόμενες πιέσεις και καταφέρνουν να εξασφαλίσουν στα μέσα στη δεκαετία του 1960, τη δυνατότητα πολύπλοκων επενδυτικών προϊόντων μόχλευσης.
Τον Δεκέμβριο του 1986 το συμβούλιο της FED «επανερμηνεύει» το άρθρο 20 του νόμου Glass – Steagall περί… «απαγόρευσης κάθε τράπεζας μέλους της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, είτε πρόκειται για πολιτειακή είτε για εθνική τράπεζα, από το να συνδέεται με μια εταιρία που «ασχολείται κατά κύριο λόγο» με την έκδοση επενδυτικών προϊόντων μόχλευσης (διακίνηση, εγγύηση, δημόσια πώληση ή διανομή τίτλων κ.λπ).
Η FED επιτρέπει, πλέον, στις τράπεζες να κατέχουν μόλις ένα 5% ακαθάριστων εσόδων από το σύνολο επενδυτικών κεφαλαίων (!) και το ρήγμα ενός τόσο εύθραυστου νόμου επετεύχθη 50 χρόνια μετά την ψήφισή του.
Κλειδί στην αλλαγή του νόμου ήταν οι λέξεις «ασχολείται κατά κύριο λόγο» του άρθρου 20, οι οποίες θεωρήθηκε πως επιτρέπουν μικρές επενδυτικές συναλλαγές των εμπορικών τραπεζών, εφόσον αυτές δεν επηρεάζουν τα συνολικά ακαθάριστα έσοδά τους.
Το μικρό αυτό ρήγμα άνοιξε τον «ασκό του Αιόλου» και την όρεξη στους πανίσχυρους, αλλά δίχως τις απαραίτητες προϋποθέσεις, τραπεζίτες και την άνοιξη του 1987, λίγους μόλις μήνες μετά την πρώτη αλλαγή του νομοσχεδίου, το διοικητικό συμβούλιο της FED με ψήφους 3 υπέρ και 2 κατά, αποφασίζει την ελαστικοποίηση των περιορισμών του Glass – Steagall.
Το Δ.Σ. αποδέχεται τις εισηγήσεις των Citicorp, JP Morgan και Bankers Trust να επιτραπεί στις τράπεζες να διαχειρίζονται πολύπλοκα επενδυτικά προϊόντα και να πολλαπλασιάζουν τεχνητά τα κεφάλαια των καταθετών.
Τρία βασικά πράγματα έχουν σημασία για τους κερδοσκόπους: η αποτελεσματικότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, οι άψογα καταρτισμένοι επενδυτές και οι… «εξαιρετικά μελετημένοι οίκοι αξιολόγησης».
Οι ορέξεις των Αμερικανών τραπεζιτών δεν έχουν όρια και κάθε τους αίτημα στην όλο και περισσότερο ελεγχόμενη FED, γίνεται πανηγυρικά αποδεκτό, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στην τραπεζική κρίση η οποία οδήγησε τη χώρα μας στην «αιχμαλωσία».
Ίσως το παράδειγμα του κ. Κλίντον για τον κ. Σόιμπλε να είναι καλό γιατί του παρέχει τα απαραίτητα εργαλεία εξουσίας, όχι όμως και για τους σώφρονες ανθρώπους που επιδιώκουν κοινωνική δικαιοσύνη.