Το παρακάτω αποτελεί την παρέμβαση του ρεθεμνιώτη βουλευτή της ΝΔ Γιάννη Κεφαλογιάννη στη βουλή κατά την τοποθέτηση του στην ολομέλεια για το νομοσχέδιο με τα προαπαιτούμενα.
«Διαβάζοντας το πολυνομοσχέδιο της κυβέρνησης μού ήλθε στο μυαλό μια ταινία των Μόντυ Πάϊθονς: κάποιοι αποφασίζουν να ληστέψουν τους πλούσιους για να τα δώσουν στους φτωχούς. Το πρόβλημα είναι ότι κάθε φορά ξεχνούν ποιους λήστεψαν και επιλέγουν- για λόγους ευκολίας- τους ίδιους πλούσιους για να αποδώσουν τη λεία στους ίδιους φτωχούς. Μέχρι που κάποια στιγμή καταλαβαίνουν ότι οι παλιοί πλούσιοι έχουν λιγότερους πόρους από τους παλιούς φτωχούς. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τις φορολογικές διατάξεις που συζητάμε. Όπου πλούσιοι αντικαταστήστε παρακαλώ με όσους έχουν ετήσιο εισόδημα έως είκοσι χιλιάδες ευρώ. Αυτό θεωρείται πλέον μεγάλο εισόδημα. Τοποθετήστε επίσης τους χιλιάδες μικροϊδιοκτήτες ακίνητων. Και βέβαια, να μην ξεχάσουμε τους συνταξιούχους πάνω από τα χίλια ευρώ.
Ίσως σε κάποιους να φαντάζει μακρινή η περίοδος που τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ υποκινούσαν τα κινήματα του «δεν πληρώνω». Αλλά δεν είναι τόσο μακρινές οι καταγγελίες τους για τη φορολογική πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης. Και φυσικά δεν είναι καθόλου μακριά -μόλις δυο μήνες έχουν περάσει- από τους κομπασμούς ότι η νέα συμφωνία είναι καλύτερη από τις προηγούμενες και ότι τα βάρη για τους πολίτες θα είναι, τάχα μου, μικρότερα. Το βλέπουμε σήμερα. Άκουσα αρκετές εισηγήσεις των βουλευτών της συμπολίτευσης. Αναρωτιέμαι πραγματικά γιατί θα το ψηφίσουν. Κάποιοι για παράδειγμα το καταγγέλλουν ως «νεοφιλελεύθερο». Είναι έτσι όμως;
Ένα νομοσχέδιο για να το χαρακτηρίσεις νεοφιλελεύθερο που δεν θα είχε δηλαδή τον κρατισμό ως κεντρική επιλογή θα φρόντιζε να αφήσει στην ιδιωτική πρωτοβουλία κάποιο χώρο κινήσεων. Θα εμπιστευόταν τη λειτουργία της αγοράς και την επιχειρηματικότητα. Προκύπτει κάτι τέτοιο σε αυτό το νομοσχέδιο; Σαφώς όχι. Στην πραγματικότητα όχι μόνο δεν θίγει το μέγεθος του κράτους αλλά φροντίζει να το αναπαράγει και να το χρηματοδοτεί με νέους φόρους. Με ποιο τρόπο το κάνει; Με τον γνωστό τρόπο της πρώτη φοράς Αριστεράς, δηλαδή της προηγούμενης κυβέρνησης.
Πρώτον, δεν διευρύνει τον κύκλο εκείνων που θίγονται από τα μέτρα. Για ακόμη μια φορά οι ίδιοι και οι ίδιοι. Αποτέλεσμα: ακόμη πιο δύσκολη προσαρμογή και ανταπόκριση των φορολογουμένων. Μην εκπλαγείτε λοιπόν κύριοι της Κυβέρνησης αν κάποια στιγμή τα έσοδα καταρρεύσουν. Δεύτερον, με ένα ξεκάθαρα άδικο επιμερισμό του κόστους. Το πλεονέκτημα υποτίθεται διαχρονικά της Αριστεράς ήταν η ικανότητα της να επιμερίζει δίκαια τον πλούτο. Απουσίας αυτού του πλούτου και της ανικανότητας της κυβέρνησης να τον παράξει δεν έχει παρά να αναδιανείμει και να επιμερίσει τη φτώχεια:
-Με νέα φορολογικά βάρη στους ήδη υπερφορολογημένους ιδιοκτήτες ακινήτων.
Με μεγαλύτερα αναλογικά βάρη σε χαμηλότερα εισοδήματα και μάλιστα αναδρομικά.
Υπήρξαν βέβαια και συνάδελφοι, όπως και υπουργοί της κυβέρνησης, που παρουσίασαν το νομοσχέδιο ως μονόδρομο. Οι οικονομολόγοι του ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζουν ότι εκτός από την αύξηση της φορολογίας υπάρχουν τρείς τρόποι για να διατηρήσει ή και να αυξήσει κάποιος τα δημόσια έσοδα. Την πάταξη της φοροδιαφυγής, την περικοπή και αναδιάταξη των δαπανών, την δημιουργία ανάπτυξης. Ως προς το τρίτο μέχρι στιγμής δεν έχουμε δει απολύτως τίποτε.
Αντίθετα, είναι να απορεί κανείς πόσο θα αντέξουν οι επιχειρήσεις να πληρώνουν συνεχώς υψηλότερους φόρους με την κατανάλωση να έχει βυθισθεί και τα δάνεια των περισσότερων από αυτών να απειλούν να τις οδηγήσουν σε χρεωκοπία. Επίσης θα πρέπει η κυβέρνηση να μας πει πως περιμένει από τις επιχειρήσεις να προχωρήσουν επενδυτικά σχέδια όταν δημιουργούν συνθήκες συνεχούς αφαίμαξης κεφαλαίων. Για να μην αναφερθούμε βέβαια σε εκείνες τις επιχειρήσεις που μετά από μια πολυετή ζημιογόνο πορεία, επέστρεφαν στην κερδοφορία και με την αύξηση της προκαταβολής φόρου και της αύξηση της φορολογίας καθυστερείται η επανάκαμψη τους.
Έρχομαι στο ζήτημα της περικοπής δαπανών. Υπήρχαν και υπάρχουν μεγάλα περιθώρια. Αναφέρω από δημοσιεύματα του τύπου, την ασύλληπτη σπατάλη με τα ενοίκια του δημοσίου: Το υπουργείο Οικονομικών που εισηγείται τα σημερινά μέτρα, πληρώνει, ετησίως, 24 εκατ. ευρώ σε μισθώματα, την ώρα που θα μπορούσε να στεγάζει τις υπηρεσίες του στα πολυάριθμα ιδιόκτητα κτήρια που διαθέτει.
Οι υπηρεσίες του υπουργείου Περιβάλλοντος, στεγάζονται σε 19 διαφορετικά κτήρια. Για τους χώρους αυτούς το Δημόσιο καταβάλλει για μισθώματα, 2 εκατομμύρια ευρώ σε ετήσια βάση. Για 22 αστυνομικά τμήματα στην Αθήνα πληρώνονται μισθώματα ύψους 22 εκατ. ευρώ. Έρχομαι τέλος στο ζήτημα της φοροδιαφυγής. Κάνατε σημαία σας την πάταξη του λαθρεμπορίου στα καύσιμα. Δεν έχετε κάνει απολύτως τίποτε.
Εκκρεμεί η ΚΥΑ για το σύστημα εισροών εκροών στις φορολογικές αποθήκες. Εκκρεμεί η έκδοση ΚΥΑ για τον καθορισμό των προδιαγραφών και των λεπτομερειών για την ολοκλήρωση του συστήματος GPS στα βυτιοφόρα και τα πλωτά μέσα. Εκκρεμεί η ΚΥΑ για την εφαρμογή του συστήματος εκροών εισροών σε όλους τους τομείς της εφοδιαστικές αλυσίδας. Στις αποθήκες των μεγάλων καταναλωτών καυσίμων, στις εγκαταστάσεις εργοταξιακών πρατήριων, δημοσίων ή ιδιωτικών, στους σταθμούς ανεφοδιασμού των σκαφών στις μαρίνες, παντού.
Πότε ακριβώς περιμένετε για να τις εκδώσετε; Κύριες και κύριοι συνάδελφοι το πολυνομοσχέδιο που συζητάμε δεν είναι ούτε νεοφιλελεύθερο ούτε μονόδρομος. Θα μπορούσα κάλλιστα να το χαρακτηρίσω μνημείο κρατισμού. Και είναι έτσι επειδή η κυβέρνηση αυτό προέκρινε, αυτό ήξερε μόνο να κάνει.
Από την απόλυτη αντιμνημονιακή άρνηση και την επτάμηνη πελαγοδρομία φτάσαμε σήμερα στη βίαιη προσγείωση, που οδηγεί υποχρεωτικά σε ακραία μέτρα και καταστάσεις. Το νομοσχέδιο που συζητούμε δεν είναι παρά η πρώτη δόση του φουσκωμένου λογαριασμού που θα πληρώσουν οι Έλληνες, για τα λάθη μιας κυβέρνησης που όχι μόνο δεν τόλμησε, αλλά επαναλαμβάνει και αυτά που η ίδια κατήγγειλε.
Ίσως τελικά το χειρότερο που μας έχει συμβεί να μην είναι η κρίση. Το χειρότερο είναι να βλέπεις ότι αυτοί που πρέπει να βγάλουν τη χώρα κάποια στιγμή σε ένα ξέφωτο συνεχίζουν να πορεύονται χρησιμοποιώντας τη διαχρονική νεοελληνική μέθοδο του «βλέποντας και κάνοντας». Πρόκειται δυστυχώς για το καλύτερο εχέγγυο αποτυχίας».