Τις ιστορίες επτά γυναικών από την Ήπειρο στα χρόνια του πολέμου του 1940, βιώματα βαθιά χαραγμένα σε μνήμες μέχρι και σήμερα, φέρνει με μοναδικό τρόπο στη θεατρική σκηνή η Μαρινέλλα Βλαχάκη. Αντλώντας το υλικό από το βιβλίο της Γεωργίας Σκοπούλη, επιλέγει αφηγήσεις τις οποίες με μοναδικό τρόπο και συνοδευόμενες από τα κατάλληλα σκηνικά -τα βουνά της Ηπείρου- όπως αυτά προβάλλονται κινηματογραφημένα, μεταφέρει το θεατή στη δεκαετία του ’40, δίδοντάς του με άμεσο και ρεαλιστικό τρόπο τη δυνατότητα να ζήσει τις εμπειρίες εκείνων των γυναικών, την εργασία, τον γάμο, τη βία, τον θάνατο, τον πόλεμο.
«Είναι καλό να έχουμε μνήμη γιατί έτσι μπορούμε να έχουμε και συνέχεια», λέει η ίδια μιλώντας στα «Ρ.Ν.», αναφερόμενη στα επίκαιρα μηνύματα της παράστασης, τα οποία περνούν με αμεσότητα πλέον στους νέους, που έχουν την ευκαιρία να πάρουν μια γεύση από εκείνη την εποχή και βλέποντας τις δυσκολίες της καθημερινότητας τη δεκαετία εκείνη, να αντλήσουν δυνάμεις για το σήμερα.
Η ίδια αναφέρθηκε και στο επίκαιρο της παράστασης που μπορεί να δώσει μηνύματα σε νεώτερους σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της καθημερινότητας, μέσα από το βίο των γυναικών αυτών, που όπως λέει τα κατάφεραν: «Πιστεύω πως η παράσταση είναι επίκαιρη, γιατί αυτή τη στιγμή ο κόσμος απελπίζεται πολύ εύκολα- ουσιαστικά υπάρχουν αντικειμενικές δυσκολίες- αλλά αυτή η παράσταση σου λέει ότι ο άνθρωπος έχει τεράστιες δυνάμεις και μπορεί να αντέξει και να αντιμετωπίσει ακόμα πιο δύσκολα πράγματα με αισιοδοξία και με το υγιές ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Αυτές οι γυναίκες πέρασαν πάρα πολλά πράγματα, πάρα πολύ δύσκολα, αλλά κανείς δεν αποφάσιζε να αυτοκτονήσει τότε, ενώ τώρα στην πρώτη δυσκολία οι άνθρωποι φεύγουν κι απ’ τη ζωή ακόμα, όχι από τη δράση μόνο, αλλά κι από τη ζωή. Αυτό είναι ένα μήνυμα αλλά και πάρα πολλά άλλα. Είναι καλό να έχουμε μνήμη γιατί έτσι μπορούμε να έχουμε και συνέχεια. Δεν είμαστε ούτε αυθύπαρκτοι ούτε αυτάρκεις. Από κάπου ερχόμαστε και πρέπει να το γνωρίζουμε καλά αυτό».
Η Μαρινέλλα Βλαχάκη μιλάει στα «Ρ.Ν.» για τη δυσκολία της παράστασης, αφού η ίδια υποδύεται επτά διαφορετικές γυναίκες, αλλά και για τα συναισθήματα που της προκαλεί το έργο: «Όλα είναι πάρα πολύ δύσκολα, πολύ σοβαρά, αλλά είναι δυνατό να συμβεί όταν αγαπάς πάρα πολύ αυτό που κάνεις. Εμένα αυτές οι γυναίκες με συγκίνησαν πάρα πολύ βαθιά, αισθάνθηκα ότι με αφορούν καταγωγικά, όπως πιστεύω και τις περισσότερες γυναίκες στην Ελλάδα. Είναι δικά μας πράγματα και όπως διαπιστώνω έτσι από την περιοδεία μας, από τις παραστάσεις μας, αφορούν και πάρα πολύ κόσμο. Δηλαδή αν δεν είναι μνήμες κάποιων μεγάλων γυναικών σε ηλικία, είναι αφηγήσεις ή ιστορίες που έχουν ακούσει από τους δικούς τους, από τη μητέρα τους, από τη γιαγιά τους… είναι η δικιά μας ιστορία. Τη στιγμή που υποδύομαι, εγώ προσπαθώ να «εξαφανιστώ» όπως συνηθίζω μέσα από τον τρόπο που δουλεύω, ώστε να προβάλλει ο χαρακτήρας που υποδύομαι. Δηλαδή, να τον καταλάβω τόσο καλά που να περάσει μέσα μου και να εκφραστεί μέσα από τη δική μου κίνηση, τη δική μου φωνή… όσο το δυνατόν η αλήθεια η δική του. Υποχωρώ εγώ δηλαδή για να συστηθεί περισσότερο ο χαρακτήρας που υποδύομαι. Είναι μια εσωτερική δουλειά, έτσι δουλεύω εγώ δηλαδή πολύ καιρό πριν, είμαι πολύ κοντά στον χαρακτήρα ή στους χαρακτήρες που πρέπει να υποδυθώ και είμαστε σχεδόν ένα, ώσπου να φτάσω στην σκηνή».
Η ίδια μας μίλησε για την απόφασή της να φέρει στην σκηνή και να ερμηνεύσει η ίδια τις αφηγήσεις των γυναικών που περιλαμβάνονται στο ομότιτλο βιβλίο: «Την παράσταση «Οι γυναίκες που ‘γίναν ένα με τη γη» την εμπνεύστηκα μέσα από το βιβλίο της Κυρίας Σκοπούλη. Την καταγραφή αυτή την έχει κάνει η Γεωργία Σκοπούλη που είναι Ηπειρώτισσα κι εγώ άντλησα το υλικό μέσα από αυτό το βιβλίο και έκανα 7 μικρές αφηγήσεις γυναικών, που μέσα από αυτές τις μικρές αφηγήσεις δίνεται όλη η εικόνα της γυναίκας της Ηπείρου μέχρι τη δεκαετία του ’40.
Επέλεξα δηλαδή αυτή την εποχή και μέσα από τις αφηγήσεις αυτές βλέπουμε πώς παντρεύονταν, πώς ζούσαν, πώς εργάζονταν, η παιδική-γυναικεία θνησιμότητα, η ενδο-οικογενειακή βία, ο εμφύλιος πόλεμος. Ό,τι σημάδεψε αυτόν τον τόπο και ιδιαίτερα σ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Πήρα το υλικό μου κι έφτιαξα τις ιστορίες, είναι λίγο μία συρραφή κειμένων για να μπορέσω να αποδώσω αυτό που ήθελα μέσα σε τόσο λίγο χρόνο. Έκανα μία συρραφή, βοήθησα δηλαδή έτσι που να είναι ολοκληρωμένος ο χαρακτήρας κάθε γυναίκας», λέει χαρακτηριστικά σημειώνοντας πως η παράσταση αυτή έχει τη βαρύτητα της προφορικής ιστορίας με ένα εκπαιδευτικό παράλληλα χαρακτήρα, προσθέτοντας πως: «Σ’ αυτήν την παράσταση με συγκινούν τα πάντα κι επίσης έχει τη βαρύτητα της προφορικής ιστορίας, που θεωρώ ότι είναι ένα μέσο πολύ σημαντικό η θεατρική απόδοση να φτάσει σε όλους μας, αλλά ιδιαίτερα στους νέους, να φτάσουν πράγματα – γεγονότα της ιστορίας μας που δεν τα λαμβάνουν διαφορετικά. Δεν θα κάτσει κανένα νέο παιδί να ακούσει έναν ηλικιωμένο άνθρωπο να λέει ιστορίες απ’ τον πόλεμο, απ’ τη φτώχεια του κ.λπ. Η τέχνη έχει τη δύναμη να μπορεί να περνάει αυτά τα μηνύματα-αυτές τις μνήμες και να αξιοποιούνται μ’ έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο, διαφορετικό. Θεωρώ ότι έχει εκπαιδευτικό χαρακτήρα και ήδη οι κριτικές που έχουν γραφτεί μέχρι σήμερα που είναι αρκετές, είναι πάρα πολλές από εκπαιδευτικούς και συζητιέται ακριβώς αυτό: Η εκπαιδευτική αξία αυτής της παράστασης».
Σε ό,τι αφορά το έργο, όπως εξηγεί η κυρία Βλάχακη, κάποιες από τις αφηγήσεις είναι κινηματογραφημένες και κάποιες είναι πρόζα κανονικά. «Θέλαμε να υπάρχει μία εναλλαγή, αλλά περισσότερο να δώσουμε το τοπίο και αυτό που κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρουσα την παράστασή μας, είναι οι φωτογραφίες απ’ το Μουσείο Μπενάκη της Βούλας Παπαϊωάννου και του Μπαλάφα, όπου παρουσιάζουμε γυναίκες της Ηπείρου αυτής της εποχής και η γιαγιά κάτω στη σκηνή αναπολεί τα νιάτα της και μας μεταφέρει τις εμπειρίες της. Αυτή τη γριά την κάναμε μαζί με τον Θοδωρή Παπαδουλάκη και νομίζω ότι ήταν ένα πάντρεμα καταπληκτικό. Ο κινηματογράφος μας είναι το θέατρο. Η παράσταση αυτή έχει αυτό το ξεχωριστό», τόνισε.
Η Πολιτιστική Εταιρία Κρήτης, σε συνεργασία με την Εταιρεία Τέχνης «Βιολέττα», παρουσίασαν χθες την παράσταση στο «Σπίτι του Πολιτισμού», ενώ νωρίτερα το πρωί μαθητές του Πειραματικού Λυκείου, είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν το έργο το οποίο τους εντυπωσίασε.
Συντελεστές της παράστασης:
Σκηνοθεσία video: Θοδωρής Παπαδουλάκης, Γιάννης Κρητικός.
Θεατρική προσαρμογή κειμένων-ερμηνεία: Μαρινέλλα Βλαχάκη.
Διασκευή δημοτικών τραγουδιών: Λεωνίδας Μαριδάκης.
Φωνές: Λεωνίδας Μαριδάκης, Δανάη Μπότικ.
Φωτογραφίες εποχής: Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη.
Η Μαρινέλλα Βλαχάκη γεννήθηκε στα Χανιά, όπου ζει κι εργάζεται. Έχουν εκδοθεί βιβλία της (ποίηση, μυθιστόρημα, παραμύθι). Ως ηθοποιός έχει δουλέψει στο θέατρο και την τηλεόραση.