Της Ειρήνης Δράγαση
Και ξαφνικά, ο κόσμος σταματά. Σαν κάποιο παιδάκι, κάπου, κάποτε, να ευχήθηκε η Γης να ανασάνει για λίγο, από τον ακούραστο ρυθμό της ανθρωπότητας. Αμάξια, αεροπλάνα και τρένα κουρνιάζουν στις θέσεις τους και περιμένουν την επόμενη εντολή, για να ξεκινήσουν πάλι τις διαδρομές. Σχολεία, πανεπιστήμια, γήπεδα κλειδώνουν τις θύρες τους, καφετέριες και εστιατόρια τακτοποιούν τα πιάτα και τα ποτήρια ξανά στη θέση τους, ξενοδοχεία και μαγαζιά ερημώνουν …και όλοι γυρίζουν σπίτι.
Σπίτι. Είναι πραγματικά, η μόνη φορά που μας ζητούν να πολεμήσουμε κάτι, από τον καναπέ μας. Οι «επαναστάτες του καναπέ», η φράση που άλλοτε χαρακτήριζε, άτομα βαρύγδουπων λόγων αλλά μηδαμινών πράξεων, τώρα μετουσιώνεται όντως, στην μία και μοναδική αποστολή μας.
Μοιάζει σαν τρελή ιδέα που σχεδίασε αλλά δεν υλοποίησε ποτέ ένας αθεράπευτα αντικοινωνικός: μένουμε όλοι σπίτια μας, με την στήριξη του κράτους, χωρίς να πηγαίνουμε στην δουλειά, χωρίς να ασπαζόμαστε και να ερχόμαστε σε επαφή με κανέναν, τηρώντας μια πρέπουσα απόσταση και σώζουμε τον πλανήτη από μία πανδημία! Απλό, αλλά όπως όλα δείχνουν ανέφικτο.
Ο άνθρωπος είναι ένα περίεργο μίγμα παράδοξων αντιθέσεων. Θα προσπαθήσεις να τραβήξεις φωτογραφία από το Capella Sistina, ενώ βλέπεις την τεράστια επιγραφή: ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ και τον γλυκύτατο κατά τα άλλα, φρουρό να κοιτάει καχύποπτα το κινητό που κρατάς. Θα πας για κυνήγι λαγού τον Ιούνιο, αν και η κυνηγετική περίοδος αρχίζει τον Αύγουστο, θα αφήσεις για λίγο το τηλέφωνο σε κανονική λειτουργία, όταν το αεροπλάνο απογειώνεται, για να βγάλεις μία καλή φωτογραφία και να την στείλεις στην παρέα, θα δώσεις το αμάξι στο παιδί και ας μην έχει βγάλει το δίπλωμα, έτσι μωρέ για να ξεπάρει λίγο, θα καπνίσεις κρυφά, σε χώρο αντικαπνιστών γιατί έλα εντάξει, και στην τελική ποιον πειράζω, θα μπεις στην παραλία ενώ έφαγες πριν μία ώρα, θα προσπαθήσεις να τρυπώσεις αλκοόλ στο δωμάτιο ξενοδοχείου σου στην πενθήμερη… Η έλξη του απαγορευμένου υπήρχε και θα υπάρχει. Από το μήλο που δεν έπρεπε να φαγωθεί, μέχρι την παραβίαση ταχύτητας στην εθνική, όταν οι κάμερες δεν γράφουν.
Και ερχόμαστε στο σήμερα. Στην αρχή μας ζητούν, να μείνουμε μέσα. Κλείνουν όλα τα πιθανά μέρη συγχρωτισμού και μας δείχνουν έναν μόνο δρόμο, το σπίτι. Και ενώ το σπίτι φάνταζε τόσα χρόνια, μέρος ξεκούρασης από την σκληρή καθημερινότητα και καταφύγιο από άσκοπες συναθροίσεις, τώρα φαντάζει φυλακή. Και ενώ ο Έλληνας, πριν την μπόρα, περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του με ευλαβική προσήλωση και αξιοθαύμαστη συχνότητα, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ευχόταν η μέρα να είχε περισσότερες ώρες, σιχτίριζε, όπου του δινόταν η ευκαιρία, την δουλειά του, τα ωράρια, το φόρτο εργασίας, την ρουτίνα, και διαλαλούσε παντού ότι λαχταρούσε ένα διάλλειμα…τώρα που του δίνεται χωρίς κόστος, το αρνείται.
Μέσα σε λίγες ώρες καραντίνας, ήρθαν στην επιφάνεια τα πρώτα παράπονα ανυπόφορου πόνου και βασανισμού από τον άδικο αυτό εγκλεισμό και εμφανίστηκαν τα ανάλογα κρούσματα. Ο κόσμος αντέδρασε και οι παραλίες, πλημμύρισαν με εκατοντάδες ατρόμητες παρέες που αθλούνταν, έκαναν πικ-νικ, βουτούσαν στην θάλασσα, είτε απλά απολάμβαναν τον ήλιο με μία ενδόμυχη περηφάνια για την στιγμιαία αυτή παραβίαση της εντολής, γιατί στο κάτω κάτω, δημοκρατία έχουμε !
Όταν όλη σου τη ζωή, το μόνο που έχεις μάθει είναι να τρέχεις και ξαφνικά αναγκάζεσαι να σταματήσεις, όταν οι γονείς έβλεπαν τα παιδιά τους λίγο πριν κοιμηθούν, εξουθενωμένα καθώς ήταν από φροντιστήρια, χορούς, αθλήματα και ξένες γλώσσες, όταν τα ζευγάρια αντίκριζαν ο ένας τον άλλο, μόνο την νύχτα και αν ήταν τυχερά, για μία ώρα στο μεσημεριανό φαγητό, όταν το ένα αγχολυτικό χαπάκι διαδέχεται το άλλο, τότε είναι σίγουρο πως θα έρθεις σε φοβερή αμηχανία όταν αναγκαστείς να περάσεις στην αντίπερα όχθη της ηρεμίας.
Εγώ πάλι, επιλέγω να το δω έτσι: Γονείς ξανασμίγουν με τα παιδιά τους, αδέρφια ξαναβρίσκονται με τα αδέρφια τους και ο άνθρωπος ανακαλύπτει τον εαυτό του. Είμαστε φοβερά τυχεροί, όσο παράδοξο και αν ακούγεται, που με τη άδεια του ίδιου του κράτους, έχουμε την ελευθερία να τεμπελιάσουμε, χωρίς κανένα περιορισμό και με άπλετα μέσα που μας διευκολύνουν. Θα δεις την ταινία που ήθελες τόσο καιρό, θα διαβάσεις το βιβλίο που σου είχαν χαρίσει πέρυσι, θα γράψεις την εργασία που ανέβαλες από το καλοκαίρι, θα δοκιμάσεις να κάνεις την συνταγή που είχες βάλει στο μάτι, θα διαβάσεις το κεφάλαιο της Ιστορίας που σε δυσκόλευε από την αρχή του τετραμήνου… Θα μιλήσεις επιτέλους με τον αγαπημένο σου ξάδερφο, που του το είχες υποσχεθεί από τον Σεπτέμβρη, θα πάρεις τηλέφωνο στην Ιταλία να μάθεις νέα από τους φίλους σου εκεί, θα παίξεις επιτέλους το επιτραπέζιο που αγοράσατε με τα αδέρφια σου, γιατί τώρα, είναι μαζί σου να παίξετε παρέα!
Αλλά το πιο σημαντικό… Θα μείνεις μόνος… Όχι μοναχικός, αλλά μόνος. Αφότου κουραστείς από τις κλήσεις και τα παιχνίδια, θα δεις ότι το μόνο που σου απομένει πια, είναι να πεις και μια κουβέντα με τον εαυτό σου. Να αναλογιστείς, να θυμηθείς στόχους, να αναθεωρήσεις, να ξεκινήσεις αυτήν την ριμάδα την υγιεινή διατροφή! Να τα βρεις με τον εαυτό σου, χωρίς την δικαιολογία της έλλειψης χρόνου.
Ναι, είναι λίγο λυπηρό να βλέπεις τον πατέρα σου, μετά από έναν μήνα και να μην μπορείς να του δώσεις μια τεράστια αγκαλιά, αλλά προτιμώ να του δώσω χίλιες, όταν αυτός ο εχθρός νικηθεί και οι αγαπημένοι μου άνθρωποι έχουν παραμείνει ζωντανοί. Γιατί για αυτούς περιοριζόμαστε τώρα, εμείς οι «νέοι». Από αυτούς τους «ευπαθείς», προήλθαμε και θα είναι εγκληματικό, να συμβάλλουμε εν γνώσει μας στην πρόωρη διακοπή της ζωής τους.
Αυτός που επιβιώνει, είναι αυτός που προσαρμόζεται με τις συνθήκες. Ο ωχαδερφισμός και η άγνοια καταδικάζονται. Η παραμονή στο σπίτι, δεν είναι καταναγκαστική εργασία βαρυποινίτη, αλλά ο πιο απλός και ανώδυνος τρόπος για να μην πληγωθεί περισσότερο το ανθρώπινο είδος. Και όπως είπε και ο Κωνσταντίνος Βήτα:
«Θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο
Και θα ‘ναι πιο όμορφα κι από ένα όνειρο».