Πέρασαν ήδη σαράντα ολόκληρα χρόνια, από ‘κείνο το ηρωικό φθινόπωρο του ’73, τότε που εικοσάχρονα παιδιά, φοιτητές και φοιτήτριες, κλείστηκαν άοπλοι, σαν άλλοι «ελεύθεροι πολιορκημένοι» στο μαρτυρικό χώρο του Πολυτεχνείου και σήκωσαν το λάβαρο του άνισου αγώνα, απέναντι στις σιδερόφραχτες ορδές των επίορκων Χουντικών, που έβαλαν για επτά ολόκληρα χρόνια τη Δημοκρατία μας «στο γύψο».
Και είναι αλήθεια, ότι όλα αυτά τα χρόνια που το μαύρο πέπλο του τρόμου, των διωγμών, των εξοριών και των βασανιστηρίων, είχε σκεπάσει απ’ άκρη σ’ άκρη την Ελλάδα, μετατρέποντάς την σ’ ένα απέραντο στρατόπεδο, ποτέ δεν έσβησε η φλόγα της αντίστασης, της αντίδρασης, του αγώνα, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο «σιγόκαψε» στις ψυχές και στις καρδιές όλων αυτών, που ποτέ δεν έσκυψαν δουλικά το κεφάλι και περίμεναν την κατάλληλη ώρα να ξεσηκωθούν να φωνάξουν και να αγωνιστούν για τη λευτεριά της πολύπαθης πατρίδας μας.
Η ιστορία πολλές φορές επαναλαμβάνεται και δικαιώνεται. Και έχει αποδείξει, ότι η κάθε μορφής αντίσταση, ο αγώνας και η πάλη για τη λευτεριά, πηγάζει και εκπορεύεται σχεδόν πάντα από τους νέους, τη νεολαία και τους φοιτητές, όπως αυτούς το Μάη του ’68 στο Παρίσι, όπως αυτούς πριν κάποια χρόνια στη μακρινή Κίνα, όπως αυτούς πρόσφατα στη γειτονική μας Βουλγαρία, όπως αυτούς εκείνο το μαρτυρικό και ηρωικό μαζί Νοέμβρη στο Πολυτεχνείο.
Οι φοιτητές, νέοι και νέες, με τα συναισθήματα, με τη σφριγηλότητα και τη νεανική ορμή των είκοσί τους χρόνων, δεν άντεξαν άλλο την υποδούλωση και τη σκλαβιά ιδεών και πιστεύω και ρίχτηκαν όρθιοι μέσα στη φωτιά και στην άνιση μάχη.
Στάθηκαν όρθιοι μπροστά στο φάσμα του θανάτου, που τους περίμενε έξω από τις πύλες του Πολυτεχνείου, δεν έσκυψαν το κεφάλι, δε λύγισαν, δε φοβήθηκαν, ακόμα κι όταν είδαν τα τανκς να στέκονται απειλητικά μπροστά στην πύλη του.
Όρθιοι, με τις Ελληνικές σημαίες στα χέρια, ψάλλοντας τον Εθνικό μας ύμνο μπροστά στο θάνατο, προτίμησαν να πέσουν μαζί με την πύλη του Πολυτεχνείου, όταν το μοιραίο τανκ παραβίαζε και διέλυε τα σιδερένια της κάγκελα, καταπλακώνοντας όσους βρέθηκαν πάνω και πίσω απ’ αυτήν, παρά να προδώσουν τον αγώνα τους.
Στιγμές απερίγραπτου θάρρους, ηρωισμού κι αυτοθυσίας, που επάξια συναγωνίζονται σε ανδρεία, τόλμη και ηρωισμό, τον Κιαγιαλέ, εκεί στο Ακρωτήρι των Χανίων, που όταν ο ιστός της σημαίας που κρατούσε κόπηκε στα δυο από τους κανονιοβολισμούς των «προστάτιδων» δυνάμεων, έκανε ο ίδιος το κορμί του ιστό και κράτησε όρθια τη σημαία της λευτεριάς και του αγώνα!
Μόνο που τότε οι κανονιοβολισμοί σταμάτησαν, μπροστά στο δέος που τους προξένησε ο απερίγραπτος αυτός ηρωισμός του Κρητικού παλικαριού. Όμως, το ’73 τα τανκς και οι μισητοί δικτάτορες και τα αιματοβαμμένα τους τσιράκια, δεν σεβάστηκαν τίποτα και κανένα. Δεν σταμάτησαν! Μπήκαν, πυροβόλησαν, σκότωσαν, χτύπησαν, βασάνισαν τους άοπλους φοιτητές, που μαζί με τον ξεσηκωμένο λαό, είχαν κλειστεί στο Πολυτεχνείο.
Ειλικρινά, τούτες τις μέρες δεν πρέπει να τις ξεχάσουμε ποτέ! Και έχουμε καθήκον να τις τιμούμε και να τις διηγούμαστε στις επόμενες γενιές, στα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, όσο υπάρχει Δημοκρατία, όσο υπάρχει Κράτος Ελληνικό, όσο υπάρχει αγάπη για την Ελευθερία.
Έτυχε να έχω κι εγώ προσωπικά την εξαιρετική τιμή και τύχη, να ζήσω από κοντά τούτες τις τραγικές ημέρες. Το Γυμνάσιό μας, το Β΄ Αρρένων Αθηνών, στην Πλατεία Βάθης, που απείχε μόλις λίγα τετράγωνα από το Πολυτεχνείο, συμμετείχε ενεργά στις κινητοποιήσεις αυτών των ημερών του ξεσηκωμού και δυστυχώς είχε κι αυτό τη θλιβερή τιμή να έχει στις τάξεις του, τον πρώτο νεκρό του Πολυτεχνείου, τον 16χρονο Διομήδη Κομνηνό! Όπως και άλλα παιδιά που συνελήφθησαν, χτυπήθηκαν, ποδοπατήθηκαν από τα όργανα της Χούντας.
Θυμάμαι τότε, που αθώα και «άβγαλτα», 13χρονα και 16χρονα παιδιά, με την παιδική μας περιέργεια ανεξέλεγκτη και το φόβο ανύπαρκτο, αφού δεν ξέραμε τι κινδύνους διατρέχαμε, την «κοπανούσαμε» από το Γυμνάσιό μας και πηγαίναμε κι εμείς έξω από το Πολυτεχνείο, περισσότερο βέβαια για να χάσουμε το μάθημα και φωνάζαμε κι εμείς με τους χιλιάδες διαδηλωτές «Κάτω η Χούντα». Κι αμέσως μετά ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον: «Τι θα πει Χούντα ρε παιδιά;», Ποιός πεινά και φωνάζουμε «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία;», «Γιατί να φύγουν οι Αμερικάνοι;»
Όπως κι εκείνο το αλησμόνητο πρωινό του Σαββάτου της 17ης Νοεμβρίου, που αψηφώντας την απαγόρευση της κυκλοφορίας, ξημερώματα βρέθηκα και πάλι από την παιδική μου περιέργεια, μπροστά στην κατεστραμμένη πύλη του Πολυτεχνείου, και είδα τα πυροσβεστικά οχήματα με τις μάνικες να «ξεπλένουν» την ντροπή των εγκλημάτων της προηγούμενης βραδιάς.
Τότε μόνο συνειδητοποίησα τον κίνδυνο που διέτρεξα, όταν είδα ένα φαντάρο πάνω σ’ ένα κινούμενο τανκ, να με σημαδεύει με το όπλο του. Ούτε θυμάμαι πως βρέθηκα τρέχοντας στην είσοδο μιας παρακείμενης πολυκατοικίας, που όμως η πόρτα της ήταν κλειστή και κόλλησα «σα βδέλλα» πάνω της, για να μην με δουν οι στρατιώτες που περνούσαν…
Σήμερα σαράντα ολόκληρα χρόνια μετά, όλοι οι Έλληνες αναπολούμε τις μέρες εκείνες, κι αναρωτιόμαστε αλήθεια, αν το πραγματικό μήνυμα του Πολυτεχνείου, έχει φθάσει μέχρι τις ημέρες μας. Γιατί δυστυχώς, κάποιοι «καπηλεύονται» και «εμπορεύονται», ο καθένας για τους δικούς του λόγους τη θυσία αυτών των παιδιών, για τα δικά τους προσωπικά και κομματικά συμφέροντα. Χρέος και καθήκον όλων μας, είναι να μην επιτρέψουμε να συνεχισθεί αυτή η θλιβερή βεβήλωση.
Και να αποδώσουμε στους ήρωες αυτούς, την αξία και την τιμή που τους αρμόζει. Χωρίς άκαιρες και παράταιρες κραυγές, χωρίς μολότοφ, χωρίς καπηλεύσεις. Ιδιαίτερα αυτές τις κρίσιμες μέρες που περνά η πατρίδα μας.
Τότε μόνο η θυσία τους θα αποδειχθεί ότι δεν πήγε χαμένη. Τότε μόνο οι ψυχές τους θα αναπαυθούν πραγματικά και θα δεχθούν με αγαλλίαση τα κόκκινα τριαντάφυλλα που αφήνονται στη μνήμη τους κάθε χρονιά, πάνω στην αιματοβαμμένη πόρτα του Πολυτεχνείου.
Όπως αυτά τα λίγα φτωχά λόγια, που τα καταθέτω κι εγώ σαν άλλα νεκρολούλουδα και τα αφιερώνω σε όλους τους ήρωες νεκρούς του Πολυτεχνείου, και ιδιαίτερα στη μνήμη του αδικοχαμένου συμμαθητή μου Διομήδη, σαράντα χρόνια μετά!…
*Ο Κώστας Μαθιουδάκης είναι γραμματέας Δημοτικού Συμβουλίου Ρεθύμνης