Σε μια ιστορική περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας έχει τεράστια κοινωνική και πολιτική σημασία να υλοποιούνται παρεμβάσεις πρόληψης των αναδυόμενων απειλών για την υγεία και ενδυνάμωσης του αισθήματος «υγειονομικής ασφάλειας» των πολιτών.
Η ελληνική εμπειρία καταγράφει το συστηματικό εμβολιασμό του παιδικού πληθυσμού σε ποσοστό 95-96%. Αυτό το «υγειονομικό κεκτημένο» οφείλουμε να το διαφυλάξουμε με συνεργασίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με στόχο να διασφαλιστεί η αξιόπιστη και αποτελεσματική διαχείριση των νέων αναγκών που έχει δημιουργήσει η προσφυγική-μεταναστευτική κρίση.
Οι ελλείψεις σε εμβόλια, οι οποίες έχουν παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια δοκιμάζουν σημαντικά τα εθνικά συστήματα εμβολιασμού και συνήθως σχετίζονται με μειωμένη παραγωγή στην περιοχή της Ευρώπης, γεγονός που δημιουργεί ανισορροπία ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά και κίνδυνο «κενού ανοσοποίησης». Η ευρωπαϊκή επιτροπή μπορεί να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση των διασυνοριακών απειλών για την Υγεία, προτεραιοποιώντας το ζήτημα των εμβολιασμών και προωθώντας το συντονισμό και την επιστημονική συνεργασία με τα κράτη μέλη, προωθώντας την εμβολιαστική κουλτούρα και την εναρμόνιση των εθνικών προγραμμάτων εμβολιασμών. Η Ελλάδα στηρίζει και συμμετέχει σε αυτές τις δράσεις, όπως για παράδειγμα στην ενιαία διαχείριση και κοινή προμήθεια εμβολίων για την πανδημική γρίπη σύμφωνα με την απόφαση 1082/2013/ΕΕ, αναβαθμίζοντας ταυτόχρονα την ηλεκτρονική βάση δεδομένων για τα εμβόλια και ενισχύοντας το εθνικό απόθεμα.
Όσον αφορά στο ζήτημα της επιφυλακτικότητας του πληθυσμού απέναντι στον εμβολιασμό, το φαινόμενο δεν έχει λάβει στη χώρα μας σημαντικές διαστάσεις. Ωστόσο, πρόσφατη έρευνα του London School of Tropical Medicine and Hygiene αποτυπώνει την άποψη ενός 25% των γονιών στην Ελλάδα πως τα εμβόλια δεν είναι ασφαλή, γεγονός που επιβάλλει τον εντοπισμό των αιτιών αυτής της επιφύλαξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, την αξιολόγηση της ασφάλειας των εμβολίων μέσω του ΕΜΑ και του ECDC, καθώς και συνεχή εγρήγορση και συστηματική ενημέρωση των πολιτών για την «ασπίδα προστασίας» που παρέχουν οι εμβολιασμοί. Κρίσιμο ρόλο εδώ μπορεί να επιτελέσει η μεταρρύθμιση στην ΠΦΥ την οποία προωθούμε, η οποία προάγει την κουλτούρα της πρόληψης και προσφέρει ολιστική φροντίδα υγείας.
Το ελληνικό σύστημα δημόσιας υγείας έχει αυτή την περίοδο επιφορτιστεί και με μια ακόμα κρίσιμη υποχρέωση, τον εμβολιασμό προσφύγων και μεταναστών και ιδιαίτερα του παιδικού πληθυσμού που υπερβαίνει το 1/3 των ανθρώπων που φιλοξενούνται στη χώρα. Σε αυτό το πολύ απαιτητικό έργο που θωρακίζει όχι μόνο την υγεία των συγκεκριμένων πληθυσμών και τη Δημόσια Υγεία στην Ελλάδα, αλλά συμβάλει και στη διατήρηση ενός ασφαλούς επιπέδου ανοσοποίησης στην Ευρώπη, δημιουργούνται εύλογα αυξημένες ανάγκες σε εμβόλια. Οι εμβολιασμοί, που αφορούν κυρίως το MMR(ερυθρά-ιλαρά- παρωτίτιδα) και το 6-in-1 (διφθερίτιδα-τέτανος -κοκίτης -Polio-αιμόφιλος ινφλουέντζας-ηπατίτιδα Β) πραγματοποιούνται με το συντονισμό του Υπουργείου Υγείας και με βάση τις υποδείξεις της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, σε συνεργασία με τη UNICEF και με την καίρια συμβολή των Γιατρών χωρίς Σύνορα, του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και των Γιατρών του Κόσμου. Επιπρόσθετα προβλέπεται εμβολιασμός των νεογνών για φυματίωση, καθώς και σε περίπτωση επιδημικών εξάρσεων ή συρροής κρουσμάτων ο εμβολιασμός για μηνιγγιτιδόκοκκο, γρίπη, ηπατίτιδα Α και ανεμοβλογιά. Αντίστοιχα αυξημένες είναι οι ανάγκες ανοσοποίησης του υγειονομικού και υποστηρικτικού προσωπικού που εργάζεται στα κέντρα φιλοξενίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συνέχιση της επιστημονικής-τεχνικής υποστήριξης από τον WHO και το ECDC καθώς και της οικονομικής ενίσχυσης των χωρών υποδοχής και φιλοξενίας από τα διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ, έχει κρίσιμη υγειονομική και πολιτική σημασία. Η αποτροπή της επιρροής στην κοινωνία ξενοφοβικών, ρατσιστικών και μισαλλόδοξων αντιλήψεων οφείλει να είναι προτεραιότητα μας σε μια δημοκρατική και αλληλέγγυα Ευρώπη.
(Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από τη χθεσινή εισήγηση του υπουργού Υγείας στην άτυπη σύνοδο υπουργών Υγείας της ΕΕ, στη Μπρατισλάβα).