* Τιμητικό αφιέρωμα στη μνήμη της φίλης Μαρίας Τσιριμωνάκη, μιας ρεθεμνιώτισσας αρχόντισσας με την πολυδιάστατη και χαρισματική προσωπικότητα, που ζήσαμε μαζί την αθλιότητα της Κατοχής.
Οι οδυνηρές εμπειρίες που ζήσαμε τα κατοχικά χρόνια, με την απόλυτη στέρηση, με τον επικρεμάμενο κίνδυνο των εκτελέσεων και όλα τα εφιαλτικά βιώματα καταγράφονται στη μνήμη ανεξίτηλα μέχρι σήμερα.
Η δεσποτική παρουσία των κατακτητών στους δρόμους της πόλης ήταν όχι απλά και μόνο οχληρή αλλά και απειλητική και επίφοβη.
Ένα αβυσσαλέο μίσος υπέβοσκε και μια καταπιεσμένη, ναζιστική μοχθηρία ξεσπούσε, χωρίς αιτία, σ’ εμάς τα παιδιά. Στα καλά καθούμενα, χωρίς αφορμή, βαδίζοντας δεχόμαστε κλωτσιές και γροθιές από τα ανθρωπόμορφα κτήνη. Έτσι ανταπέδιδαν, βίαια αντεκδικούμενοι για τους χιλιάδες νεκρούς αλεξιπτωτιστές, των οποίων τα πτώματα κείτονταν ακόμα στου Λατζιμά και στο Μάλεμε. Καμιά φορά αυτοί οι έξαλλοι κτηνάνθρωποι δεν το ‘χαν για τίποτα να πυροβολήσουν και να σκοτώσουν τον τυχόντα, έτσι για διασκέδαση. Εκείνο όμως που είναι αδιανόητο για τη νεότερη γενιά είναι η ανασφάλεια, ο συνεχής φόβος, για το αβέβαιο σκοτεινό μέλλον, όπως αν θα ‘χαμε μια στοιχειώδη επιβίωση με κάλυψη των διατροφικών μας αναγκών.
Με τον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό και τη συνεχή από μέρα σε μέρα αύξηση των τιμών, το χρήμα κατάντησε να ‘ναι άχρηστο. Οι οικονομικές συναλλαγές είχαν γίνει ανταλλαγές σε είδος. Δοσοληψίες, Πάρε δώσε. Όλα τα ζώα στα χωριά ήταν σταμπαρισμένα και καταγεγραμμένα από την Κομαντατούρ. Αν κάποιος χωρικός ήθελε να σφάξει ζώο για το σπίτι έπρεπε να το δηλώσει.
Στο λιμάνι έστεκε πάντοτε Γερμανός φρουρός και σαν έφταναν τα ψαράδικα, παραλάμβανε όλα τα καλά ψάρια και τα μετέφερε στα Γερμανικά μαγειρεία. Μόνο σαρδέλα υπήρχε στην αγορά εν αφθονία.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι καθηγητές μας βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Αντιμετώπιζαν τα καθήκοντά τους με εγκαρτέρηση, αλλά κάποτε δεν άντεχαν άλλο. Η υπομονή τους εξαντλήθηκε και τότε ζήτησαν από εμάς τα παιδιά μια προαιρετική συνεισφορά σε είδος. Και τα παιδιά ανταποκρίθηκαν στο αγωνιώδες αίτημα αναλόγως των δυνατοτήτων του καθενός γονέα και έφερναν από τα σπίτια τους κάποιο τροφικό είδος. Συνήθως λάδι αλλά και όσπρια, πατάτες, κρεμμύδια, στάρι, κριθάρι κ.λπ. Όπως και κοτόπουλα, κουνέλια και ότι άλλο είχε την ευχέρεια να προσφέρει ο κάθε πατέρας.
Τη συνολική συγκέντρωσή τους και την ισότιμη διανομή τους είχε αναλάβει ο καθηγητής Τυράκης. Η ευρύχωρη, υπόγεια αποθήκη του σπιτιού του πίσω από το Δημοτικό κήπο, ήταν κατάλληλη να χρησιμεύσει στην όλη διαδικασία. Και πάλι όμως τα τρόφιμα δεν ήταν αρκετά, για να καλύψουν τις ανάγκες των καθηγητών, δεδομένου ότι οι μαθητές των αστικών οικογενειών δεν είχαν τίποτε φαγώσιμο να προσφέρουν. Έτσι ο Σύλλογος των καθηγητών προσέφυγε στο Μοναστήρι του Πρέβελη αναζητώντας σωστική βοήθεια. Και μια μέρα σε κάποιο διάλειμμα, βλέπαμε έκπληκτοι οι μαθητές ένα συναρπαστικό θέαμα. Επτά γαϊδουράκια κατάφορτα τρόφιμα και μπιτόνια με λάδι, να εισέρχονται «μεγαλοπρεπώς» εν πομπή και παρατάξει από την πύλη του σχολείου με αγωγιάτες δυο καλογεροπαίδια.
Ακολούθησε ένα πανηγύρι απερίγραπτο με την υποδοχή των γαϊδουριών θριαμβευτική. Οι φωνές των παιδιών, στεντόρειες και χαρούμενες καλωσόριζαν έτσι τα γαϊδούρια που αντιμετώπιζαν την υπερφόρτωσή τους στωικά και έφερναν υπομονετικά αυτό το ανέλπιστο, πολύτιμο δώρο της Μονής Πρέβελη προς τους λιμοκτονούντες καθηγητές μας.
Τα παιδιά τα αγκάλιαζαν, τα χάιδευαν, τα φιλούσαν, τους μιλούσαν και εκδήλωναν τη βαθιά τους ευγνωμοσύνη με κάθε τρόπο σ’ αυτά τα πανέμορφα ευγενικά ζωντανά. Η προσφορά της Μονής Πρέβελη, στα πολύπαθα εκείνα χρόνια της επάρατης Κατοχής, υπήρξε ανεκτίμητη, γιατί χωρίς αυτήν είναι βέβαιο ότι τα μαθήματα θα τα διέκοπταν οι καθηγητές.
Εξάλλου πολλά παιδιά ενδεών οικογενειών λόγω των φρικτών συνθηκών είχαν διακόψει την προσέλευσή τους στο σχολείο. Αλλά και οι γονείς των άλλων μαθητών εκείνων που κατάφερναν να φοιτούν, δύσκολα τα έβγαζαν πέρα, αγωνιζόμενοι να ανταπεξέλθουν «με νύχια και με δόντια» μέσα σε μια τέτοια άθλια και αξιοθρήνητη κατάσταση. Οι συμπολίτες κατόρθωναν να επιβιώνουν μόνον με οικόσιτα ζώα.
Ο πατέρας μας βόλευε με γάλα από μια κατσίκα στην αυλή του σπιτιού. Όσο για το κρέας το πρόβλημα το ‘χε λύσει με κουνέλια κότες και κοτόπουλα.
Τα απαξιωμένα σήμερα χαρούπια είχαν αποκτήσει στην Κατοχή μεγάλη διατροφική αξία. Οι κουλουράδες είχαν αντικαταστήσει τα κουλούρια με χαρουποπιτάκια πασπαλισμένα με σισάμι.
Η πρωτοφανής ελαιοπαραγωγή στα χρόνια της Κατοχής ήταν μια ευλογία ανέλπιστη και αναπάντεχη. Χωρίς να το περιμένει κανείς και πέρα από κάθε προσδοκία η βεντέμα υπήρξε ένα γεγονός ασυνήθιστο και ευφρόσυνο. Στα λαδάδικα οι υπάρχουσες ντίνες δεν επαρκούσαν. Οι λαδάδες έπαιρναν και άλλες είτε έφτιαχναν ακόμα και δεξαμενές. Έτσι το λάδι υπήρχε εν αφθονία και είχε απεριόριστη χρησιμότητα και πολλές πρακτικές εφαρμογές στα νοικοκυριά. Το λάδι στην Κατοχή υπήρξε τότε σανίδα σωτηρίας. Η μητέρα μου έφτιαχνε συχνά χορτοκεφτέδες. Χόρτα κολλημένα με αυγά, είτε τηγανίτες όταν υπήρχε αλεύρι.
Τα μπακάλικα για να δικαιολογήσουν την παρουσία τους στην αγορά πουλούσαν μόνο βότανα (μαλοτήρα, φασκόμηλο) και καμιά φορά χόρτα. Για τα τελευταία αυτά ξεκινούσαν οι γυναίκες από πολύ ενωρίς το πρωί για να μαζέψουν χόρτα και γέμιζαν τσουβάλια από τους γύρω λόφους.
Χειμώνα καλοκαίρι στα χωριά μας, ήταν πιεστικές οι ανάγκες των χωρικών, για να τα φέρουν βόλτα στις δουλειές. Ούτε τρακτέρια, ούτε θεριζοαλωνιστικές μηχανές, ούτε Αλβανοί και Ασιάτες είχαν κάνει την εμφάνισή τους για να σηκώσουν ένα μέρος από τον όγκο των εργασιών. Νύχτα ξυπνούσαν άναβαν τον λύχνο, κολάτσιζαν και ξεκινούσαν για δουλειά οι αγρότες και νύχτα επέστρεφαν. Η νύχτα δεν έφτανε για λίγη ξεκούραση και ανάκτηση δυνάμεων αφού και τη νύχτα έπρεπε να φροντίσουν για τη διατροφή των ζωντανών. Εξ’ άλλου από τα χαράματα ήταν ανάγκη να κουβαλήσουν νερό από τα πηγάδια, για να μαγειρέψουν, να πιουν και για τη λάτρα του σπιτιού. Σε τέτοιες αβάσταχτες συνθήκες πώς να αναθρέψουν οι μανάδες τα παιδιά τους; Ευλογία Θεού αν υπήρχαν στα σπίτια γιαγιάδες να αναλάβουν τη φροντίδα των μικρών παιδιών.
Παρά το πενιχρό αυτό μηδαμινό εισόδημα, οι επί ξύλου κρεμάμενοι αγρότες, είχαν ακόμα και την υποχρέωση να πληρώνουν στην Κατοχική κυβέρνηση το λεγόμενο φόρο της «δεκάτης» του οποίου την είσπραξη είχαν αναλάβει οι τοπικοί πρόεδροι κοινοτήτων. Ήταν επόμενο και εκ των πραγμάτων επιβαλλόμενο οι χωρικοί να αναγκάζονται, να αποκρύπτουν ένα μέρος του εισοδήματός του, για να αποφύγουν να αποδώσουν το δέκατο της παραγωγής το λεγόμενο «φόρο της δεκάτης» πολλώ μάλλον οι πολύτεκνοι με τις πολυμελείς οικογένειες. Αλλά και πέραν όλων αυτών οι αγρότες είχαν την υποχρέωση να εργάζονται μια μέρα την εβδομάδα αγγαρεία (αμισθί) στο Τυμπάκι. Ως εκ θαύματος το Ρέθυμνο, μέσα η πόλη, γλύτωσε από τις αγγαρείες και από τις εκτελέσεις. Δύο φορές ήταν που διέφυγε τον κίνδυνο. Η μία σ’ ένα μπλόκο της γερμανικής αστυνομίας στον κινηματογράφο «Έσπερος» δίπλα στο Β΄ Δημοτικό σχολείο με τη δικαιολογία ότι εκλάπη ο φακός του κινηματογράφου. Άλλη μέρα οι Γερμανοί έστησαν μπλόκο σ’ όλη την πόλη. Μετά από πολύνεκρες μάχες σε πολλές τοποθεσίες του νομού οι Γερμανοί για αντεκδίκηση συνέλαβαν όλους τους άνδρες στο Ρέθυμνο. Τους μισούς τους έκλεισαν στο Γυμνάσιο του Μασταμπά και τους άλλους μισούς στη Σοχώρα. Κάτω από τον ήλιο και περιορισμένοι εκεί από ενωρίς; Από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, όλη την ημέρα και με τον επικρεμάμενο κίνδυνο των εκτελέσεων. Από την επόμενη ημέρα η κυκλοφορία στους δρόμους απαγορεύτηκε από τις οκτώ το βράδυ.
Κατά τα προπολεμικά χρόνια στα σχολεία διδασκόταν η γαλλική, σαν δεύτερη γλώσσα. Στα χρόνια της Κατοχής η Γερμανική διοίκηση θέλησε να εξοβελίσει από τα σχολεία τα γαλλικά. Εξ’ άλλου η απαγόρευση της ομιλίας δημοσίως στα γαλλικά όπως και στα αγγλικά, είχε επιβληθεί αυστηρώς και δια ροπάλου.
Οι Γερμανοί τότε απαίτησαν από τον γερμανόφιλο υπουργό Παιδείας Κων. Λογοθετόπουλο και του ζήτησαν να εισαχθεί το μάθημα της γερμανικής γλώσσας στα σχολεία και να απαγορευθεί εκείνο της γαλλικής. Στο δικό μας Λύκειο τοποθετήθηκε αυθαιρέτως σαν διδάσκων εν διατεταγμένη υπηρεσία ο διερμηνέας της Kreiskomantatour (γερμανικής διοίκησης) ο λοχίας Λούης. Ήταν ένας Γερμανός λοχίας, ο οποίος ενδέχεται να ήταν ναζί, αλλά το απέκρυπτε για το φόβο των Ιουδαίων. Γνώριζε εν τούτοις πολλά για την πνευματική ανάπτυξη του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού.
Αδιαφορώντας για το τι διέταζαν κάθε τόσο οι αρχές κατοχής και ο στρατός τους, στο σχολείο μας καθώς και σε όλα της Κρήτης ψάλαμε με στεντόρεια φωνή, τον ύμνο της σημαίας και τον Εθνικό μας ύμνο δύο φορές την ημέρα. Κατά την έπαρση της σημαίας το πρωί και κατά την υποστολή της το βράδυ στο προαύλιο του σχολείου. Πολλοί γονείς κατέφθαναν συχνά στο σχολείο για να ψάλουν κι αυτοί μαζί μας τον Εθνικό μας Ύμνο από αντίδραση και συγκινησιακή φόρτιση.
Προς επίρρωσιν των ανωτέρω παραθέτω ως πρότυπο και παραδειγματισμό τον υπέροχο ύμνο προς την ελληνική σημαία, κατά την έπαρσή της.
«Μέσα μας βαθιά για σένα
στην καρδιά μας πάντα ζεις,
την πατρίδα συμβολίζεις
και τη λευτεριά μαζί
Γαλανόλευκη η θωριά σου
και φαντάζεις μές το νου,
σαν το κύμα, σαν το γέλιο
του πελάου και τ’ ουρανού.
Και όσοι χάνονται για σένα
σπώντας σίδερα βαριά,
σε υμνούν και τραγουδάνε
«χαίρε ω χαίρε λευτεριά».