Ένας συνάδελφός του, χρησιμοποιώντας πολιτικό «μέσον», πήρε βαθμολογική προαγωγή. Όταν τον άκουσε, λοιπόν, να κορδώνεται ότι προάχθηκε χάρη στην αξία του, ο Θωμάς γυρίζει και του λέει: «Φωτίστηκε απ’ το σεληνόφωτο το παγώνι και πως γίνηκε… ήλιος νόμισε!»
Ο ίδιος συνάδελφός του, παίρνοντας τη βαθμολογική προαγωγή, τοποθετήθηκε επικεφαλής σ’ άλλο γραφείο και έπαψε πια να συναναστρέφεται και το Θωμά, με τον οποίο, σημειωτέον, έκαναν παρέα από την πρώτη κιόλας στιγμή της πρόσληψής τους στην υπηρεσία. Τώρα, εκείνος προτιμούσε τους διευθυντές και τους προϊσταμένους των άλλων γραφείων, παραμερίζοντας το Θωμά, ο οποίος, πολλές φορές κατά το παρελθόν, του συμπαραστεκόταν με κάθε τρόπο σ’ ό,τι τον απασχολούσε. Κάποιο μεσημέρι, λοιπόν, συναντήθηκαν στο διάδρομο της υπηρεσίας και όταν ρώτησε το Θωμά για το τι κάνει, εκείνος δεν του απάντησε, αλλά του είπε τα εξής: «Καλά που ‘ναι τα καινούρια σου ρούχα, μα θαρρώ πως θα σου ‘ναι άχρηστα τελείως, εάν τους παλιούς σου φίλους ξεχάσεις!»
Μια συνάδελφός του, στη δουλειά, ένα πρωί, αναίτια, άρχισε να φωνάζει και να βρίζει, εκνευρισμένη, το Θωμά. Εκείνος, ατάραχος, την άφησε να ξεχειλίσει ο χείμαρρός της και τότε, γυρίζει και της λέει, τελείως ήρεμος: «Πρώτα απ’ όλα, καλημέρα σου! Έπειτα, να το ξέρεις, δεν με βρίσκει σύμφωνο τίποτα απ’ όσα χρησιμοποίησες στην πριν από λίγο αδικαιολόγητη επίθεσή σου εναντίον μου. Εάν, όμως, οι γιατροί σε συμβούλεψαν ότι κάνει καλό στα νεύρα σου ένα πρωινό… ξέσπασμα, πες μου το, για να μη βρεθώ μπροστά σου και με πάρει ξώφαλτσα καμιά… αδέσποτη!»
Για έναν συνάδελφό του ευθυνόφοβο, που πάντα, λόγω φυγοπονίας, μετακυλύει όσα είχε να κάνει σε άλλους, ο Θωμάς έλεγε: «Τα δικά του τα φόρτωσε, αφού δεν βρήκε κανένα διαθέσιμο κόκορα, των γειτόνων!»
Ένας συνάδελφός του πήγε στο διευθυντή διεκδικώντας αύξηση ενός επιδόματος εις βάρος των υπολοίπων εργαζομένων. Όταν ο Θωμάς τον είδε στους διαδρόμους, τούτα τα λόγια μόνο του λέει για την πλεονεξία του: «Δεσπότη μου, το αμπέλι μας, άμα το θες, πάρε το· άσε μας, όμως, την τσάπα!»
Ένας συνάδελφός του, γνωστός για το χαμερπή χαρακτήρα και την αυθάδειά του, κόμπαζε ενώπιον άλλων υπαλλήλων και έψεγε, αχαριστία επιδείχνοντας, το διευθυντή της Υπηρεσίας. Έτυχε να τον ακούσει ο Θωμάς, που σχολίασε: «Τα φύλλα σηκώσανε φλάμπουρα και τις ρίζες ξεθρονιάζουνε του δέντρου!»
Όταν κάποιος δικομανής συνάδελφός του, που, πολύ συχνά, προφασιζόμενος τον μάρτυρα άλλοτε και άλλοτε τον ενάγοντα ή τον εναγόμενο, δεν πήγαινε στη δουλειά, εμφανίστηκε, μετά από καιρό, στο γραφείο, ο Θωμάς σχολίασε ειρωνικά; «Ξέρετε γιατί ήλθε σήμερα στη δουλειά; Γιατί τα δικαστήρια είναι κλειστά!»
Βλέποντας κάποιον δημόσιο υπάλληλο, ο οποίος επεδείκνυε ξεχωριστή δουλοπρέπεια προς τους προϊσταμένους του και αδιαφορούσε παντελώς για τους συναδέλφους του, ο Θωμάς σχολίασε: «Τούτος εδώ είναι πραγματικά φοβερός! Είναι ταυτόχρονα ορατός μόνον στα αφεντικά, γιατί πάντα εκείνοι έχουνε ανάγκη κάποιον για τα θελήματα, αλλά και αόρατος στους λοιπούς συναδέλφους, που ‘χουν πάντοτε χρεία ενός καλού λόγου, της αλληλοβοήθειας. Μόνο οι ταμίες τον βλέπουν, γιατί οι κάθε είδους υπηρεσίες απαιτούν έναν καλό μισθό και υψηλά οδοιπορικά, μια και οι τρέχουσες ανάγκες δε θέλουν αόρατα χρήματα, αλλά ορατά, για να καλυφθούν…»
Ξεσηκώθηκαν οι υπάλληλοι της υπηρεσίας, που δούλευε ο Θωμάς, κι ήσαν έτοιμοι ν’ απεργήσουνε, ζητώντας καλύτερους μισθούς και πιο ανθρώπινες συνθήκες εργασίας. Όταν ο Θωμάς είδε πως μαζί τους θα πήγαινε κι ο φίλαυτος και παντελώς, όλον τον υπόλοιπο καιρό, αδιάφορος κλητήρας του κτιρίου, είπε στο Γιώργη το Σκαφτιά: «Φουσκοκυματίζουν οι θάλασσες και οι ωκεανοί, ξεχείλισε και το… ρέμα!»
Τον προέτρεπαν φίλοι και γνωστοί να εκθέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος στο σωματείο των υπαλλήλων της υπηρεσίας που εργαζόταν. Βλέποντας, όμως, οκνηρούς και αδιάφορους τους συναδέλφους του, ο Θωμάς αρνιόταν και έλεγε: «Τι ωφελεί ο καλός καραβοκύρης, εάν δεν έχει ναύτες καλούς;»
Όταν, κάποτε, ένας πολίτης, δυσαρεστημένος για τις υπηρεσίες, που του παρείχε κάποιο γραφείο στην Υπηρεσία που ο Θωμάς εργαζόταν, άρχισε να φωνάζει και να διαμαρτύρεται περί ανικανότητας, αδιαφορίας και άγνοιας ή αμάθειας όλων συλλήβδην των δημοσίων υπαλλήλων, ο Θωμάς έλεγε: «Ένας λύκος κλέβει τα πρόβατα κι όλοι μας φταίμε;»
Τέλος, στο γραφείο, που εργαζόταν ο Θωμάς, είχε διοριστεί νέος προϊστάμενος, ο οποίος, για να φανεί αρεστός στους υπαλλήλους, άφησε χαλαρό το ωράριο προσέλευσης για δουλειά και αποχώρησης. Έτσι, ένα μεσημέρι, σε τυχαία επιθεώρησή του, από τους δώδεκα περίπου εργαζόμενους, βρήκε μονάχα το Θωμά και άλλους 2 – 3 και θύμωσε με την «ερημιά» των γραφείων και την «κοπάνα» των άλλων, ο Θωμάς γυρίζει και του λέει: «Η ίδια η κυρά μας μοίρασε, με τη θέλησή της, ψωμιά στις… γάτες· κι αυτές θα ‘ταν χαζές, εάν δεν τα τρώγανε!»
(Επιλεγμένα αποσπάσματα από το ανέκδοτό μου έργο «Απίστευτος βίος και έπη του Θωμά του Πολίτη» και πάσα ομοιότητα με υπαρκτά πρόσωπα και περιστατικά, εντελώς συμπτωματική…)