Η Ειρήνη Μπριλάκη-Καβακοπούλου… πώς τα κατάφερνε πάντα και ξεχώριζε σαν παρουσία, σαν φωνή, σαν κείμενο, σαν στίχος. Εκείνη δεν το επιδίωκε και όμως ποτέ δεν περνούσε απαρατήρητη.
Μιλήσαμε τελευταία φορά, λίγο πριν από το θάνατό της. Είχε μόλις γυρίσει από την εκκλησία. Κι άρχισε να μου λέει πόσο η αίσθηση του Θεού διώχνει το φόβο μέσα μας …Κι έπειτα σιωπή…
Για να διαβάσω λίγο αργότερα με υπογραφή Ηλία Λουλούδη:
«Απεβίωσε στις 25-11-2011 στην Αθήνα, σε ηλικία 87 ετών, η πρώτη Ρεθεμνιώτισσα λαογράφος Ειρήνη Μπριλάκη-Καβακοπούλου. Μια Σπηλιανή που έγραψε, ιστορία, ποιήματα, λαογραφικές αναφορές και πλούτισε με τη δυνατή πέννα της τα Ρεθεμνιώτικα γράμματα…».
Δεν ήταν δυνατόν. Έφυγε κι εκείνη που κρατούσε τόσο πλούτο γνώσης και αγάπης για τους ανθρώπους μέσα της; Ο Ηλίας στο θαυμάσιο κείμενό του είχε αναδείξει τη γυναίκα «φαινόμενο» που ήταν η Ειρήνη Μπριλλάκη-Καβακοπούλου. Η απόλυτη σιωπή από τότε, όμως για τη σπουδαία αυτή γυναίκα, μου δημιουργεί την απορία αν το Ρέθυμνο αναγνώρισε ποτέ τη μεγάλη συμβολή της λόγιας αυτής στη λογοτεχνία και στη λαογραφία.
Η Ειρήνη Μπριλλάκη-Καβακοπούλου ήταν πάνω απ’ όλα μια γυναίκα με άποψη και κρίση. Επαινούσε το ωραίο, στηλίτευε το χυδαίο και το μέτριο που παρουσιαζόταν σαν κάτι μοναδικό. Ήταν πάνω απ’ όλα αληθινή. Κι είναι σαν να τη βλέπω πάντα, τόσο περιποιημένη και χαμογελαστή με το μαγνητοφωνάκι της στο χέρι να καταγράφει ό,τι κέντριζε το ενδιαφέρον της. Για να το παρουσιάσει στη συνέχεια σε κάποιο έντυπο …Και μια ακόμα λεπτομέρεια που χαρακτήριζε τη μεθοδικότητά της. Τα κείμενα που έστελνε στην εφημερίδα ξεχώριζαν πάντα, γιατί ήταν γραμμένα στη γραφομηχανή!!! Κάτι πρωτοφανές για την εποχή που αναφέρομαι.
«Ξέρεις, μου έλεγε, δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω πένα ή στυλό. Μπροστά στη γραφομηχανή μου εμπνέομαι…».
Έτσι η κυρία Ειρήνη ήταν η αγαπημένη και του κάθε λινοτύπη της εποχής, αφού το κείμενό της δεν τον δυσκόλευε όπως συνέβαινε με τόσους άλλους…
Από μικρή στην βιοπάλη
Η Ειρήνη Μπριλάκη-Καβακοπούλου ήταν τόσο ανθρώπινη, ίσως επειδή είχε γνωρίσει την άσκημη πλευρά της ζωής από τα παιδικά της χρόνια.
Γεννήθηκε στο Σπήλι το 1924 κι αυτό τον τόπο τον λάτρεψε όπως κι όλοι οι επιφανείς άλλωστε που κατάγονται από το πανέμορφο αυτό κεφαλοχώρι. Κόρη του Σήφη Μπριλλάκη και της Ευαγγελίας Βλατάκη μεγάλωνε σε μια πολυμελή οικογένεια. Ήταν το τελευταίο παιδί ανάμεσα σε τέσσερα ακόμα κορίτσια κι ένα αγόρι. Ο πατέρας ήταν καλός τεχνίτης και κυνηγούσε το μεροκάματο. Κάποτε τον ζήτησαν στην οικοδομή ενός σπιτιού από πέτρα. Ήταν και το μοιραίο του μεροκάματο. Έπεσε από ψηλά και σκοτώθηκε.
Μαύρη ορφάνια πλάκωσε το σπίτι και η «Μπριλοσήφαινα» πώς να τα βγάλει πέρα με έξι παιδιά; Η στοργή της όμως υπερίσχυε της ανέχειας κι έτσι την τραγουδά η Ειρήνη σε αρκετά της ποιήματα.
Αυτή η μάνα είναι και η πρώτη μούσα της Ειρήνης που αρχίζει από μικρό κορίτσι τον αγώνα της βιοπάλης. Να δεις όμως που η όμορφη βοσκοπούλα «έπαιρνε τα γράμματα». Κι ενώ άλλα κορίτσια ονειρεύονται τον πρίγκιπα που θα τη βγάλει από τη μιζέρια, η Ρηνούλα ανυπομονούσε να σπουδάσει και να τα καταφέρει μόνη της στη ζωή. Και παρά τις δυσκολίες τα κατάφερε. Μέχρι που πέτυχε την εισαγωγή της στη Νομική Αθηνών, ενώ παράλληλα μάθαινε και ξένες γλώσσες.
Αληθινή αγωνίστρια της ζωής
Ήταν όμορφη, έξυπνη, μαχητική, αγωνίστρια. Μόνη της ανέβαινε κοινωνικά, κρατώντας σαν φυλακτό τις παρακαταθήκες της γενιάς της. Τα φώτα της συναλλαγής που θα της έλυναν κάθε πρόβλημα δεν την θάμπωσαν ποτέ. Γιατί μέσα της έκαιγε η φωτιά της δημιουργίας. Κι έτσι σιγά σιγά και ταπεινά άρχισε να εκφράζει τον πλούσιο συναισθηματικό της κόσμο. Όποτε πάλι πίεζε το στήθος της, το βάσανο της βιοπάλης, έβαζε τον καημό της στη φωνή. Κι ήταν τόσο υπέροχο το άκουσμα που θα μπορούσαν να σωπάσουν και τ’ αηδόνια.
Ένας άξιος σύζυγος
Κι ήρθε στη ζωή της ο Παντελής Καβακόπουλος, ένας ταλαντούχος μορφωμένος μουσικός, ερευνητής-μουσικολαογράφος,στην Κρατική Ορχήστρα, από την Ήπειρο. Η Ειρήνη γοητεύτηκε από το νέο, ήταν λεβέντης πραγματικά, αλλά περισσότερο την έδεσε μ’ αυτόν η κοινή αγάπη για την έρευνα και τη μελέτη της παράδοσης. Ο γάμος τους ήταν ένας από τους ευτυχισμένους σταθμούς στη ζωή της Ειρήνης και η μεγάλη δωρεά από τη φύση δυο χαριτωμένα παιδιά ο Σπύρος και ο Δημήτρης.
Οι συγκυρίες έκαναν την Ειρήνη πιο πρακτική. Έτσι χωρίς να πάψει να μελετά, εξασφάλισε μια σίγουρη θέση στα Γραφεία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, όπου εργάστηκε επί σειρά ετών και από εκεί συνταξιοδοτήθηκε. Είχε όμως τόσα ενδιαφέροντα, που δεν την απογοήτευσαν ποτέ οι αλλαγές στα σχέδιά της. Τα όνειρά της τώρα την οδηγούσαν σε πιο ενδιαφέρουσες ασχολίες, όπως η καταγραφή της λαϊκής μας κληρονομιάς. Γι’ αυτό και της έγινε συνήθεια να υπάρχει πάντα μαζί της ένα μαγνητόφωνο.
Πλούσια δράση
Οι διαλέξεις της άφησαν εποχή. Θέματα που πάντοτε την ενέπνεαν οι αλησμόνητες πατρίδες, (έτρεφε μια απέραντη αγάπη για το προσφυγικό στοιχείο), το δράμα της Κύπρου, ο θρήνος της Παναγίας στη λαογραφία μας και φυσικά ήθη και έθιμα.
Οι προσκλήσεις από σωματεία έρχονταν από παντού σε όλη την Ελλάδα. Στο Λύκειο Ελληνίδων επίσης οφείλουμε πολλές διαλέξεις της. Η Ειρήνη έχοντας και το χάρισμα του λόγου ήταν μια εξαιρετική ομιλήτρια. Και αξίζει να σημειωθεί ότι στο χαρτί είχε το πλάνο της ομιλίας της για να μην ξεφύγει από το θέμα της. Μιλούσε συνήθως από στήθους και κέρδιζε το ακροατήριό της. Όταν μάλιστα άρχιζε να απαγγέλει σταματούσε ο χρόνος. Δεν θα ξεχάσω μια διάλεξη στο Λύκειο για το θρήνο της Παναγίας. Ήταν επίσης από τις εκλεκτότερες παρουσίες στα συνέδρια και οι ανακοινώσεις της πάντα αξιοπρόσεκτες. Ένας ήταν πάντα ο εφιάλτης κάθε φορά που κάποιες από αυτές έπαιρναν το δρόμο για το τυπογραφείο μαζί με τα άλλα πρακτικά του συνεδρίου. Τα τυπογραφικά λάθη. Κάθε φορά που μιλούσαμε μοιραζόμαστε κι αυτό της τον καημό.
Η πρώτη λαογράφος
Η Ειρήνη Μπριλλάκη ήταν η πρώτη Ρεθεμνιώτισσα λαογράφος και αρθρογράφος σε τακτική βάση στον τύπο από το 1967 και μετά. Η μόνη της αμοιβή ήταν πάντα ο καλός λόγος και οι απορίες που θα δημιουργούσαν γόνιμο διάλογο.
Η ποίησή της μοναδική είχε έντονο το παραδοσιακό στοιχείο. Κι εκείνα τα σχεδόν βιογραφικά της αληθινά διαμάντια.
Ποιος θυμάται μια παιδούλα, βοσκοπούλα στο χωριό,
που ‘χε μάγουλα σαν ρόδα κ ένα πρόσωπο αγνό.
Που το φώτιζαν δυο μάτια, σαν αστέρια τ’ ουρανου,
κι είχε μέση δαχτυλίδι, Παριζιάνα της Κνωσσού.
Ποιος θυμάται μια παιδούλα, βοσκοπούλα λυγερή,
που το χάραμα ξυπνούσε και τ’ αρνιά της οδηγούσε με τραγούδια στη βοσκή.
Ο στίχος της υποδειγματικός σε νόημα, μέτρο, μουσικότητα. Μια συλλογή μας έδωσε το «Πνοή και Ρίζα», ενώ θα μπορούσε να έχει προσφέρει περισσότερες εκδόσεις. Είχε όμως αρχή απαράβατη, να μην προσεγγίζει καμιά μορφή εξουσίας για προσωπικά οφέλη. Όπως και ο άνδρας της, κάθε δημιουργία τους είχε το δικό τους ιδρώτα και την προσωπική τους συμβολή. Δυστυχώς όμως το μεγαλύτερο μέρος του αρχείου της έμεινε ανέκδοτο. Οι διάλογοι πάντως που έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς στον τύπο άφησαν εποχή, γιατί δίνει μέσα από την υπέροχη ποιητική της γραφή και πολλά λαογραφικά στοιχεία. Σπουδαία δουλειά έκαναν με το σύντροφό της τον εκλεκτό Παντελή Καβακόπουλο (βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών) συνεργαζόμενοι σε πολλές εκπομπές και σε πολλές ηχογραφήσεις παραδοσιακών τραγουδιών απ’ όλη την Ελλάδα. Η Ειρήνη ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την περιοχή του Αγίου Βασιλείου και της οφείλουμε σημαντικές καταγραφές.
Από τις καλλιτεχνικές στιγμές της επίσης που έχουν καταγραφεί ευτυχώς εκτός από τη συνεργασία της με το Κώστα Μουντάκη είναι δυο κομμάτια με τον Σπηλιανό λυράρη Γιώργη Καλογρίδη (1923-1999). Συγκεκριμένα είχαν ηχογραφήσει, το ριζίτικο «Τρώτε και πίνετε άρχοντες» και το παραδοσιακό συρτό «Στον ουρανό θε ν’ ανεβώ (πρώτος συρτός)».
Συνεργάστηκε επίσης με πολλούς παραδοσιακούς οργανοπαίχτες της Κρήτης και φυσικά με όλες τους μουσικούς του Σπηλίου (Κοντύλη, Μαρκογιώργη Μαρκογιανάκηδες, Μπριλογιάννη, Σκορδαλό, Γ. Χατζηδάκη, Καλογρίδη κ.α.) Από το 1949-1955 μετάδωσε στο ραδιόφωνο πλήθος λαογραφικών συνεργασίων της, με τους τίτλους «Τραγούδια από όλη την Ελλάδα», «Τραγούδια για να θυμάστε την πατρίδα», «Θρακικά τραγούδια» κ.α. Κυκλοφόρησε σε δίσκους νησιώτικα και παραδοσιακά τραγούδια και τα προωθούσε με κάθε τρόπο μέσω του Ραδιοφωνικού Σταθμού του Ε.Ι.Ρ. και των ποικίλων εκδηλώσεων στις οποίες την καλούσαν κ.α. Στις ηχογραφήσεις συνεργάστηκε με σημαντικούς λαϊκούς οργανοπαίχτες από όλη την Ελλάδα όπως: Πέτρο Χαλκιά (Κλαρίνο), Αριστείδη. Μόσχο (Σαντούρι), Βασίλη Σούκα (Κλαρίνο), Γιώργο Κόρο (Βιολί), Τάσο Διακογιώργη (Σαντούρι) και άλλους.
Το 1965 συμμετείχε με τον σύζυγο της Παντελή στην Ελληνική αποστολή στο Βαλκανικό φεστιβάλ που πραγματοποιήθηκε στη Σόφια της Βουλγαρίας, μαζί με γνωστούς καλλιτέχνες της δημοτικής μας μουσικής όπως: Ξανθίππη Καραθανάση, Γιάννης Δερμιτζογίαννη, Φώτη Πάνου, Μανώλη Παπαγεωργίου κ.α. Η ελληνική αποστολή κέρδισε το πρώτο βραβείο και τελικά περιόδευσε σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Βουλγαρίας δίνοντας συναυλίες.
Υπάρχει δημοσιευμένη ανακοίνωση της στα πρακτικά του διήμερου επιστημονικού συνέδριου της Ι.Λ.Ε.Ρ. με τίτλο «Τα Κρητικά τοπωνύμια» στο Ρέθυμνο, 6-7 Νοεμβρίου 1998, η οποία περιέχει πλήθος ιστορικών, τοπωνυμικών και λαογραφικών στοιχείων για τη γενέτειρά της το Σπήλι.
Ευτυχώς για μας, και όλους όσοι χειρίζονται το διαδίκτυο υπάρχει η κελαρυστή φωνή της στις μεγάλες δημιουργίες του Κώστα Μουντάκη. Είναι η βασική γυναικεία φωνή στα τραγούδια του «Κρητικού Γάμου» και θα συμφωνήσουμε με τον Ηλία Λουλούδη ότι στα κείμενα θα πρέπει να έβαλε το γνωστό της λυρισμό, γιατί με την αξέχαστη φίλη μιλούσαμε για πολλά και διάφορα και πολλές είναι οι λεπτομέρειες που γνωρίζουμε από το έργο της.
Ποίησή της επίσης έχει μελοποιήσει ο Μπάμπης Πραματευτάκης.
Πολύτιμη συνεργάτις
Πολύτιμη η προσφορά της Ειρήνης και στον τύπο. Αναρίθμητα τα άρθρα της σε εφημερίδες ντόπιες και παροικιακές, καθώς και σε περιοδικά.
Η Ειρήνη βραβεύτηκε από πάρα πολλούς συλλόγους και σωματεία για την προσφορά της στην παράδοση και την ποίηση.
Ευτυχώς για την παράδοση, με τον Ηλία Λουλούδη είχε μια παραγωγική συνεργασία τα τελευταία χρόνια και από τα στοιχεία που του έχει δώσει, ο εκλεκτός φίλος μπορεί να διασώσει κάποιες πολύτιμες πληροφορίες, για λαογραφικά θέματα της επαρχίας Αγίου Βασιλείου.
Από μας μένει να συγκεντρώσουμε το έργο της -είναι από τους άμεσους στόχους μας- και μέσω του διαδικτύου να το διαδώσουμε. Η Ειρήνη Μπριλλάκη-Καβακοπούλου, που τόσο εύστοχα ο μοναδικός μας και αξεπέραστος Δημήτρης Αετουδάκης χαρακτήρισε «θυγατέρα του λόγου και του πολιτισμού» δεν πρόκειται ποτέ να χαθεί στη λήθη.
Της το οφείλουμε.