Πάραυτα βγήκε ανακοίνωση από το Πρωθυπουργικό Γραφείο, όπου αναφέρεται ότι ο Πρωθυπουργός έδωσε εντολές για αναθεώρηση του νόμου -«σε 7 μέρες να είναι έτοιμο το νέο σχέδιο νόμου»- και όπου ανακοινώνεται το πάγωμα του ισχύοντος νόμου.
Το ατόπημα είναι πολλαπλό, κυρίως από πλευράς του Πρωθυπουργού, αλλά ας ξεκινήσουμε από το ατόπημα της Δικαιοσύνης. Το ατόπημα της Δικαιοσύνης δεν είναι ότι έκρινε αντισυνταγματικό κάποιο νόμο (άλλωστε δεν γνωρίζουμε ποιες διατάξεις κρίνονται αντισυνταγματικές, προς ποια κατεύθυνση βρίσκεται η αντισυνταγματικότητα και κυρίως δεν γνωρίζουμε το σκεπτικό της απόφασης), αλλά το ότι έγινε «διαρροή» προς τον Τύπο μια απόφασή της. Και φυσικά δεν είναι πρώτη φορά που γίνεται επιλεγμένη «διαρροή» δικαστικών ειδήσεων. Οι «διαρροές» έχουν είτε πολιτική – μικροκομματική διάσταση είτε «οικονομική» (για να το πω ευγενικά). Όλοι θυμόμαστε τις καθημερινές «διαρροές» που διοχετεύονταν στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο στην υπόθεση Τσοχατζόπουλου (και φυσικά δεν ήταν οι μόνες διαρροές, απλώς οι πιο πρόσφατες). Αυτό το αίσχος των διαρροών της Δικαιοσύνης πρέπει κάποτε να σταματήσει.
Ας έρθω τώρα στα πρωθυπουργικά ατοπήματα.
1ο ατόπημα. Από τη στιγμή που δεν έχει εκδοθεί μια δικαστική απόφαση και κυρίως δεν έχει δημοσιευθεί το σκεπτικό της απόφασης, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΠΟΦΑΣΗ. Επομένως η πρωθυπουργική ανακοίνωση δεν στηρίζεται σε καμία δικαστική απόφαση, αλλά σε προειλημμένη προσωπική απόφαση, που δήθεν χρησιμοποιεί μια δικαστική απόφαση, για δικούς του σκοπούς. Αφού δεν γνωρίζει την απόφαση και το σκεπτικό της (γιατί δεν τολμώ να διανοηθώ ότι υπάρχει τέτοιος εξευτελισμός της διάκρισης των εξουσιών, με το ΣτΕ να έχει ανοικτή γραμμή με το πρωθυπουργικό γραφείο, ώστε να αλληλομεταδίδονται ιεροκρυφίως αποφάσεις και διαθέσεις), πώς λοιπόν δίνει εντολή να γίνει νέος νόμος, αφού μπορεί η απόφαση του ΣτΕ να προβλέπει είτε «σκληρότερους» είτε «μαλακότερους» όρους απόφασης της ιθαγένειας;
2ο ατόπημα. Το σκεπτικό του πρωθυπουργικού γραφείου είναι προφανώς να διεμβολίσει τη Χρυσή Αυγή (ΧΑ) «υποκλέπτοντας» την ατζέντα της. Να θυμηθούμε κατ’ αρχήν ότι το ΣτΕ συνεδρίασε για την αντισυνταγματικότητα του νόμου Ραγκούση, μετά από προσφυγή της ΧΑ. Επομένως ο οπαδός της ΧΑ, μετά την εξέλιξη αυτή, θα είναι ευχαριστημένος επειδή η ΧΑ «ανάγκασε» τη Δικαιοσύνη και την Κυβέρνηση να ακολουθήσουν τις απόψεις της ΧΑ. Επομένως δεν πρόκειται να οδηγηθεί στη ΝΔ, αλλά, αντίθετα, θα είναι ευχαριστημένος με την ΧΑ που σύρει τους άλλους προς τις απόψεις της. Ας δούμε τι έπαθε ο Σαρκοζί όταν ακολούθησε την ατζέντα της Μ. Λεπέν: έχασε τις εκλογές επειδή η Μ. Λεπέν πήρε 18%! Ταυτόχρονα, η πρωθυπουργική απόφαση διώχνει οπαδούς της ΔΗΜΑΡ προς τον ΣΥΡΙΖΑ, επειδή η κυβέρνηση που στηρίζει, παίρνει χρυσαυγίτικα μέτρα. Δηλαδή θα κάνει κακό από δύο μεριές στη ΝΔ.
3ο ατόπημα. Σήμερα υπάρχει μια τριτοκομματική κυβέρνηση 165 βουλευτών (ΝΔ 125, ΠΑΣΟΚ 26, ΔΗΜΑΡ 14). Υποτίθεται λοιπόν ότι η ατζέντα του κυβερνητικού έργου συμφωνείται από κοινού και δεν κάνει το πρώτο κόμμα «ό,τι του κατεβάσει». Ο νόμος Ραγκούση ψηφίστηκε την τελευταία διετία από το ΠΑΣΟΚ και είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την ΔΗΜΑΡ. Επομένως το να ανακοινώνει ο πρωθυπουργός μονομερώς την πρόθεσή του να αλλάξει το νόμο προς την κατεύθυνση που επιθυμεί η ΧΑ -χωρίς μάλιστα να περιμένει να εκδοθεί η απόφαση και το σκεπτικό του ΣτΕ- είναι μια πράξη που δυναμιτίζει τη συνοχή της κυβέρνησής του, που μπορεί να οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές. Τι είναι αυτό που ωθεί τον πρωθυπουργό να προχωρά σε πράξεις που διαλύουν την κυβέρνησή του; Πιστεύω ότι εδώ πρόκειται για έναν εκβιασμό άνευ προηγουμένου. Όπως όλοι γνωρίζουμε οι δημοσκοπήσεις φέρουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως πρώτο κόμμα, την ΝΔ δεύτερη με 2-3 μονάδες διαφορά, την Χ.Α. τρίτη με σημαντική άνοδο, ενώ τα άλλα κόμματα υποχωρούν. Επομένως ο πρωθυπουργός με την ανοίκεια στάση του δείχνει να πιέζει τα συγκυβερνώντα κόμματα ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ να συμφωνήσουν άρον-άρον στις κομματικές του θέσεις, για να μην βρεθούν στη δυσάρεστη θέση να χάσουν σημαντικές δυνάμεις τους σε ενδεχόμενες πρόωρες εκλογές. Μάλιστα, ο κίνδυνος να έρθει πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ, που με την ανατροπή των συμφωνηθέντων με την ΕΕ που διακηρύσσει, θα οδηγήσει τη χώρα στη χρεοκοπία και τη δραχμή θα αναγκάσει αρκετούς φιλοευρωπαϊστές των δύο κομμάτων να ψηφίσουν με κρύα καρδιά τη ΝΔ, για να παραμείνει η χώρα στο ευρώ, απομειώνοντας τα κόμματα αυτά ακόμα περισσότερο.
Αυτό προφανώς είναι το σκεπτικό του κ. Σαμαρά ώστε να παραβλέπει την απρέπεια προς τη δικαιοσύνη και τα συγκυβερνώντα κόμματα, καθώς και την προκαλούμενη νέα άνοδο της ΧΑ: να αναγκάσει το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ να αποδεχθούν την προσβολή να είναι οι «φτωχοί συγγενείς» της κυβέρνησής του και να γίνονται ο περίγελος των οπαδών τους, γιατί αλλιώς επικρέμαται η δαμόκλειος σπάθη των εκλογών.
Πιστεύω ότι τα δύο συγκυβερνώντα κόμματα της κεντροαριστεράς πρέπει να αντισταθούν ενάντια σ’ αυτήν τη θλιβερή εξέλιξη για τα ίδια, αλλά κυρίως για την κεντροαριστερά και τη χώρα. Γνωρίζετε τις απόψεις μου για μια ισχυρή κεντροαριστερά που θα προέλθει κυρίως (αλλά όχι αποκλειστικά) από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ. Επειδή όμως οι διεργασίες θέλουν χρόνο για να ιδρυθεί ο νέος φορέας της κεντροαριστεράς, μπορεί να γίνει ένα πρώτο βήμα: Τα κόμματα ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ μπορούν να φτιάξουν έναν συνασπισμό των δύο κομμάτων, ώστε να αντιμετωπίσουν από ισχυρότερες θέσεις και τις ενδοκυβερνητικές και τις ενδεχόμενες εκλογικές προκλήσεις. Ο συνασπισμός αυτός θα ονομαστεί -ας πούμε- «ελληνική κεντροαριστερά». Εννοείται ότι η σύμπραξη θα έχει κυβερνητικά και εκλογικά χαρακτηριστικά, βασισμένα σε ένα μίνιμουμ πρόγραμμα. Ο συνασπισμός αυτός με τους 40 βουλευτές που θα διαθέτει, θα μπορέσει να διαπραγματευτεί καλύτερα τη θέση του στην κυβέρνηση και να επιδράσει καταλυτικότερα στο κυβερνητικό έργο και ταυτόχρονα σε ενδεχόμενη εκλογική διαδικασία, θα κατέβει πολλαπλά ισχυρότερη από ό,τι αν κατέβαιναν χωριστά σε δύο κόμματα, αφού ο συνασπισμός θα είναι ισχυρότερο ανάχωμα και προς τον λαϊκισμό (ΣΥΡΙΖΑ) και προς την δεξιά υπεροψία (ΝΔ).
Έτσι θα πετάξουν τον εκβιασμό του κ. Σαμαρά στα σκουπίδια, αναγκάζοντάς τον να υπολογίζει σοβαρά τις απόψεις τους στη διακυβέρνηση, πράγμα που θα είναι καλό και για τη σταθερότητα της κυβέρνησης, την ποιότητα του κυβερνητικού έργου και φυσικά για τη χώρα.