Ήταν δυο χρόνια μετά την πρώτη επίσημη προσέγγιση του Ρεθύμνου με την Κύπρο για σειρά πολιτιστικών ανταλλαγών. Μια πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Οργανισμού Ρεθύμνου το 1991, που ανέπτυξε και ανέδειξε ο Παναγιώτης Κλάδος επί νομαρχίας του.
Ένα βράδυ του Απρίλη 1993 μια ευγενική φωνή στο τηλέφωνο ζήτησε από την πρόεδρο του φορέα να συζητηθεί με το συμβούλιο η περίπτωση αδελφοποίησης της Κυθρέας με το Ρέθυμνο.
Ήταν η Θεοδώρα Κναή μια γυναίκα φωτισμένη γεμάτη από λατρεία για τον τόπο της που κατάφερε να μας φέρει κοντά σ’ έναν επίγειο παράδεισο την Κυθρέα.
Και η αδελφοποίηση των γυναικών της με το συντονιστικό όργανο των γυναικείων συλλόγων Ρεθύμνου, αυτό έκρινε πως ήταν πιο σωστό η πρόεδρος του Πολιτιστικού Οργανισμού, αποδείχτηκε η πιο ουσιαστική παρόμοια διακρατική εκδήλωση μετά την αδελφοποίηση Ρεθύμνου -Καστενάζο.
Η μεγάλη αυτή στιγμή για τα πολιτιστικά μας δρώμενα, η αδελφοποίηση Κυθρέας-Ρεθύμνου, μέσω του γυναικείου δυναμικού επισημοποιήθηκε πριν από 20 ακριβώς χρόνια στη Λευκωσία, κι έκτοτε κατά καιρούς γίνονται εκδηλώσεις όπως αυτή που θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 23 Απριλίου στο Ωδείο Ρεθύμνου (αίθουσα «Παντελή Πρεβελάκη»).
Έτσι έγινε η Κυθρέα κάτι τόσο γνώριμο κι αγαπημένο
Επίγειος Παράδεισος
Με οδηγό τον πλούτο στοιχείων που μας παρέχει το διαδίκτυο, αξίζει να γνωρίσουμε καλύτερα αυτή την τόσο προικισμένη από τη φύση αλλά και τόσο μαρτυρική περιοχή.
«Μες τους αθθούς ολογρονίς
εν η Τζιυρκά γεμάτη,
σιύφκει τζι ο Πενταδάχτυλος
που πάνω τζαι φιλά την»
Μ. Πασιαρδής.
Η κατεχόμενη Κυθρέα ή Κυθραία ή Τζυρκά (τουρκ: Değirmenlik), διαβάζουμε στη σελίδα του Λαογραφικού της Ομίλου, είναι κτισμένη στις νότιες υπώρειες του Πενταδακτύλου, με τα βόρεια σύνορά της να ταυτίζονται με τα σύνορα των επαρχιών Λευκωσίας και Κερύνειας. Σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα η Κυθραία κατοικήθηκε από τους Προϊστορικούς χρόνους και οι πρώτοι οικιστές που την έκτισαν ήταν Θρακόφρυγες, οι οποίοι σίγουρα προσέδωσαν κάποιο όνομα στην πόλη, αλλά επειδή τότε δεν είχε εφευρεθεί το αλφάβητο, δεν είχαν τη δυνατότητα να το χαράξουν πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο) ούτως ώστε να σωθεί. Μετά το 1200 π.Χ. δηλαδή μετά το τέλος τον Τρωικού πολέμου πολλοί Έλληνες μετανάστες με αρχηγό το Χύτρο, εγγονό του Αθηναίου Ακάμαντος, ήρωα της ομώνυμης φυλής της Αττικής, εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο.
H λέξη Κυθρέα προήλθε από το Χυτρέα, με εναλλαγή του ουρανικού χ στο ουρανικό κ και του οδοντικού τ στο οδοντικό θ, κι αυτό προήλθε από το Χυτρία (=πόλη του Χύτρου). Οι Χύτροι υπήρχαν μέχρι το θρίαμβο του Χριστιανισμού. Το 45 μ.Χ. που ο Απόστολος Βαρνάβας, ο Απόστολος Παύλος και ο Ευαγγελιστής Μάρκος έφτασαν στην Κύπρο, για να κηρύξουν το λόγο του Θεού οι κάτοικοι των Χύτρων ήταν από τους πρώτους που ασπάστηκαν το Χριστιανισμό και κατέστρεψαν ό,τι ειδωλολατρικό υπήρχε στην πόλη τους. Έκτοτε, οι Χύτροι υπήρξαν προπύργιο του Χριστιανισμού μέχρι τα 806 μ.Χ., που πραγματοποιείται μια μεγάλη επιδρομή των Σαρακηνών με αρχηγό τον Αρουν αλ Ρασίδ. Ο τελευταίος, προκειμένου να εκδικηθεί τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου – βυζαντινή επαρχία ήταν και η Κύπρος – που δεν του πλήρωσε τον προσυμφωνημένο φόρο, πραγματοποίησε λεηλασίες, σφαγές και προκάλεσε φοβερές καταστροφές. H πόλη τον Χυτρων ερημώθηκε, αφού οι κάτοικοί της μαζί με τον τότε επίσκοπο Δημητριανό οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία. Κι όχι μόνο αυτό αλλά οι άραβες έκαψαν την πόλη παντού στάχτη, ερείπια. Οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στην Βαγδάτη, έδρα του σουλτάνου, όμως χάριν στα παρακάλια και τις προσευχές του τότε επισκόπου Δημητριανού, που συγκαταλέχθηκε, αργότερα, στις τάξεις των αγίων, επέτυχαν την επιστροφή τους από την αιχμαλωσία και κατοίκησαν στην Κυθρέα και τα γύρω χωριά.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή η ονομασία Χύτροι (=πηγές) οφείλεται στο κεφαλόβρυσό της που είναι η σημαντικότερη πηγή νερού σ’ όλη την Κύπρο. Εξάλλου και σ’ άλλες περιοχές απαντά η λέξη Χύτροι, όπως στις Θερμοπύλες, όπου οι ντόπιοι αποκαλούν έτσι τα θερμά λουτρά. Η πηγή αυτή συνέβαλε τα μέγιστα στην ύπαρξη, ανάπτυξη κι ευημερία της Κυθρέας αλλά και των γύρω περιοχών, δεδομένου ότι το νερό της χρησιμοποιείτο όχι μόνο για την ύδρευση της Κυθρέας και των πέριξ χωριών, αλλά κι άλλων χωριών της Μεσαορίας, αλλά και για την άρδευση της Κυθρέας. H μάνα του γάργαρου νερού, το Κεφαλόβρυσο πότιζε τις απέραντες εκτάσεις των ελαιόδεντρων και των εσπεριδοειδών (λεμονιών και πορτοκαλιών) και τους δροσερούς κήπους των λαχανικών από τα οποία τα πιο ονομαστά ήταν το κραμπί και το κουνουπίδι.
Εκτός από την καλλιέργεια της γης οι κάτοικοι ασχολήθηκαν εκτεταμένα και με την αλευροποιία, χάρη στα νερά του Κεφαλόβρυσου που κινούσαν τους νερόμυλους, οι οποίοι άλεθαν το σιτάρι όχι μόνο της Μεσαορίας αλλά κι ολάκερης της Κύπρου, μ’ αποτέλεσμα η Κυθρέα να καταστεί το σπουδαιότερο κέντρο αλευροποιίας στην Κύπρο, μέχρι ότου οι μηχανοκίνητοι μύλοι ν’ αντικαταστήσουν τους νερόμυλους και οι τελευταίοι ν’ αχρηστευτούν. Περαιτέρω κάτοικοι της Κυθρέας ασχολήθηκαν συστηματικά με τη βιομηχανία. Τα βιομηχανικά είδη που παρήγαγαν ήταν μηχανήματα, είδη διατροφής, ένδυσης, προϊόντα μετάλλου, κ.ά.
Η κωμόπολη της Κυθρέας συγκαταλέγεται στους δήμους της Λευκωσίας και αποτελείται από έξι ενορίες κι είναι κατάσπαρτη από εκκλησίες. Οι ενορίες αυτές είναι: Αγία Μαρίνα, Άγιος Γεώργιος, Άγιος Ανδρόνικος, Συρκανιά, Xαρδακιώτισσα και Χρυσίδα. Από τις εκκλησίες οι πιο αξιοσημείωτες είναι του Αγίου Ανδρονίκου και της Χαρδακιώτισσας στις ενορίες των οποίων λειτούργησε σχολείο από το 2ο μισό τον 19ου αιώνα, η εκκλησία της Αγίας Άννας με εικονοστάσι και εικόνα της Παναγίας που χρονολογούνται στο 17ο αιώνα, η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας στην οποία κτίστηκε Παρθεναγωγείο, κ.ά. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στην Παναγία την Χαρδακιώτισσα φυλάγονταν τα λείψανα τον Αγίου Δημητριανού, επισκόπου Χυτρών τα οποία μετά την εισβολή μεταφέρθηκαν στις ελεύθερες περιοχές.
Σήμερα η Κυθρέα στενάζει κάτω από τη μπότα του Αττίλα, όμως στην ψυχή του Κυθρεώτη άσβεστη είναι η ελπίδα της επιστροφής.
Αυτός ο καημός της προσφυγιάς, η ελπίδα της επιστροφής και η αγάπη για τον παραδεισένιο τόπο τους θα ξεχυθεί στην εκδήλωση της ερχόμενης Τετάρτης μέσα από μια εκδήλωση λόγου και τέχνης από Κυθρεώτες δημιουργούς, που θα μας φέρει πιο κοντά στον πολιτισμό και τη λαϊκή παράδοση μιας περιοχής που μας συνδέουν με αυτή στενοί δεσμοί αγάπης μέσα από την πηγή της αδελφοσύνης