Από το δάσκαλο και πολιτιστικό παράγοντα με πολλές ευαισθησίες Γιώργη Τσιγδινό είχα την ευκαιρία να μάθω πολλά για τον Κισσό και τη μακραίωνη ιστορία του.
Για όσους δεν έχουν υπόψη τους την τοποθεσία να σημειώσουμε ότι αναφερόμαστε σε μια περιοχή του Ρεθύμνου που βρίσκεται στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του όρους Κέντρος σε υψόμετρο 630 μέτρων.
Απέχει 33 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του νομού, Ρέθυμνο, καθώς και 6 χιλιόμετρα από την έδρα του δήμου Αγίου Βασιλείου, Σπήλι. Σε θέση πάνω από το χωριό βρίσκεται το οροπέδιο Γιους Κάμπος, το οποίο κατά τα παλαιότερα χρόνια αποτελούσε σημαντική πηγή τροφής για τον Κισσό και τα υπόλοιπα χωριά της ευρύτερης περιοχής.
Ο οικισμός εικάζεται πως δημιουργήθηκε πριν από τον 10 αιώνα και έλαβε το όνομά του από το ομώνυμο φυτό που ευδοκιμεί στην περιοχή, ενώ η παλαιότερη αναφορά σε αυτόν ανάγεται κατά τη βενετοκρατία. Σύμφωνα με έρευνες του Στέργιου Σπανάκη, ο Κισσός καταγράφεται το 1577 στον κατάλογο «Descrizione dell’ Isola di Creta» του Φραγκίσκου Μπαρότσι ως Chisso. Το 1583 αναφέρεται στην απογραφή του Καστροφύλακα με πληθυσμό 222 κατοίκων.
Το 1630 ο Βασιλακάτα καταγράφει 178 οφειλόμενες αγγαρείες, ενώ σύμφωνα με τα οθωμανικά κατάστιχα του 1659 ο οικισμός διέθετε 33 φορολογούμενα νοικοκυριά. Μερικά χρόνια αργότερα (περ. 1670 με 1673), σύμφωνα με οθωμανική στατιστική, ο Κισσός υπαγόταν στον ναχιγιέ Αγίου Βασιλείου και είχε 72 ιδιοκτήτες, από τους οποίους οι 69 ήταν χριστιανοί και οι υπόλοιποι τρεις μουσουλμάνοι. Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1832, την οποία αναπαράγει ο Άγγλος περιηγητής Ρόμπερτ Πάσλευ που επισκέφτηκε την Κρήτη δύο χρόνια αργότερα, ο Κισσός καταγράφεται ως μικτός οικισμός με 15 χριστιανικές οικογένειες και ισάριθμες μουσουλμανικές.
Τον Ιούλιο του 1867 διανυκτέρευσαν στον Κισσό Οθωμανοί στρατιώτες που διεξήγαγαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον Ελλήνων επαναστατών που δρούσαν στην ευρύτερη περιοχή. Το 1881 ο Κισσός ανήκε στον οθωμανικό δήμο Αγίου Πνεύματος και διέθετε 208 κατοίκους (181 Έλληνες και 27 Τουρκοκρητικούς), ενώ σύμφωνα με την απογραφή που διεξήχθη το 1900 από τις αρχές της Κρητικής Πολιτείας, ο πληθυσμός του ανερχόταν στους 213 κατοίκους (104 άνδρες και 109 γυναίκες, άπαντες Έλληνες).
Περίφημο το μοναστήρι του Αγίου Πνεύματος που αποτέλεσε τη μεγάλη του Γένους Σχολή για το Ρέθυμνο και ανέδειξε τις σημαντικότερες πνευματικές κορυφές του τόπου.
Βρίσκεται σε υψόμετρο 640 μέτρων.
Ο δικηγόρος και μελετητής Μιχάλης Μ. Παπαδάκης έγραψε γι’ αυτό «Το μοναστήρι του Αγίου Πνεύματος ξακουστό όλα τα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς γιατί ήτανε το φωτεινό καταφύγιο της ελληνοχριστιανικής παιδείας και της μαθήσεως, η εθνική εστία, που συντηρούσε άσβεστη τη φλόγα του Γένους, την πίστη στη θρησκεία του και τον πόθο για την Ανάσταση και την ελευθερία.
Κρυφό σχολειό στην αρχή, ιεροδιδασκαλείο αργότερα, μοναδικό επαρχιακό κέντρο μαθήσεως επί επισκόπου Νικοδήμου και μεταγενέστερα, επί Ευμενίου, το πρώτο στην Κρήτη πολιτισμένο εκπαιδευτήριο-οικοτροφείο μέσης παιδείας. Επίσης μεταβατική έδρα του επισκόπου Λάμπης και Σφακίων Νικοδήμου και μόνιμη του επισκόπου Ευμενίου».
Ο ρόλος του λοιπόν στον τομέα της εκπαίδευσης υπήρξε άκρως σημαντικός και αξιομνημόνευτος.
Η ίδρυση της Μονής
Σε ό,τι αφορά στην ίδρυση της Μονής η παράδοση μιλάει για την Αρχόντισσα Μαρία ή Αιγιδού Μαρία, όνομα που της δόθηκε εξαιτίας του τεράστιου κοπαδιού με αίγες που είχε στην ιδιοκτησία της. Η γυναίκα αυτή, που είχε βυζαντινή καταγωγή, φέρεται να έζησε κάπου στον 13ο με 14ο αιώνα και να ίδρυσε το μοναστήρι.
Η περιουσία της ήταν τεράστια και δεν είχε κάνει τη δική της οικογένεια, έτσι ίδρυσε στην κτηματική της περιφέρεια το μοναστήρι και το προίκισε μετατρέποντάς το σε κέντρο πνευματικό με την ίδια να μονάζει σε αυτό. Μάλιστα λέγεται πως εκεί πέθανε και τάφηκε.
Είναι βέβαιο, με βάση τα ενετικά αρχεία, πως η Ιερά Μονή του Αγίου Πνεύματος υπήρχε και λειτουργούσε τα τελευταία χρόνια της Ενετοκρατίας στην Κρήτη και προϋπήρχε των χρονολογιών 1635 και 1640 που συντάχθηκαν τα σχετικά έγγραφα.
Η καταστροφή του Μοναστηριού
Όταν η Κρήτη καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς η Μονή συνέχισε να υπάρχει, όμως στις 15 Ιουνίου του 1821 ο αιμοσταγής Ντελής Μουσταφάς και οι ακολουθούντες αυτόν Αμπαδιώτες Τούρκοι κατέστρεψαν ολοκληρωτικά το μοναστήρι. Είναι μάλιστα η πρώτη Μονή, η οποία πυρπολείται από τούρκικα στρατεύματα στην μακρά περίοδο των κρητικών επαναστάσεων.
Λέγεται πως ήταν τέτοιο το μένος τους που το μετέτρεψαν σε ένα άμορφο σωρό ερειπίων, ενώ κατέσφαξαν τους μοναχούς του και συγκεκριμένα τον Ηγούμενο και άλλους τέσσερις καλόγερους.
Οι χριστιανοί από τον Κισσό μόλις έφυγαν από τη Μονή οι Τούρκοι βρήκαν τους νεκρούς κι έσκαψαν ένα τάφο στην αυλή της, δύο μέτρα ανατολικά από το Άγιο Βήμα, όπου τους έθαψαν. Σήμερα οστά τους, τα βλέπουμε σε ειδική προθήκη μέσα στο ναό με τη Μονή του Αγίου Πνεύματος να τιμά τους Αγίους Πέντε Πατέρες της κάθε χρόνο στις 15 Ιουνίου.
Το μόνο κτίσμα που διασώθηκε ήταν ο δίκλιτος ναός (Αγίου Νικολάου και Αγίου Πνεύματος) κι αυτός με πολλές πληγές. Τα τραύματα του αποκαλύφθηκαν όταν η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, στις αρχές του 1997, αφαίρεσε τα εξωτερικά επιχρίσματα και φάνηκαν οι τεράστιες ρωγμές, η αλλοίωση των δομικών υλικών από την υπερθέρμανση και η μαυρίλα από την πυρπόληση.
Αφότου η Μονή πυρπολήθηκε η περιουσία της πέρασε στα χέρια των Τούρκων, ενώ ότι απέμεινε από εκείνη προσαρτήθηκε ως Μετόχι στη Μονή Πρέβελη.
Το 1836 παρέμενε ένας σωρός από ερείπια και ο τότε Επίσκοπος Λάμπης και Σφακίων Νικόδημος επιχείρησε να την αναστήσει ιδρύοντας την πρώτη και μόνη σχολή στην επαρχία που έμεινε γνωστή ως Σχολή του Αγίου Πνεύματος. Το 1870 η σχολή προήχθη σε Ελληνική Σχολή Αγίου Βασιλείου.
Το 1887 ο Επίσκοπος Ευμένιος Ξηρουδάκης μετέφερε την έδρα του από τη Λαμπινή, όπου δεν υπήρχε ασφάλεια λόγω Τούρκων, στο Άγιο Πνεύμα και με δικά του χρήματα άρχισε το 1894 να κτίζεται στο χώρο της Μονής το περικαλλές Επισκοπείο.
Στο χώρο της Μονής να σημειώσουμε πως εκτός από τα κτίσματα για τις ανάγκες της Σχολής υπήρχε φούρνος, μαγειρείο, εστιατόριο για τους μαθητές και άλλες δομές που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της.
Κοινή ιστορική μνήμη
Αργότερα οι γνώσεις μου για την περιοχή πλουτίστηκαν περισσότερο από ένα οδοιπορικό του επίσης δασκάλου και συγγραφέα Λευτέρη Κρυοβρυσανάκη που δημοσιεύτηκε στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα».
Ο Κισσός έγινε μεταξύ άλλων αφορμή για μια σημαντική κοινή ιστορική μνήμη με τη Μάνη. Γνωστό το γεγονός που προκαλεί συχνά επισκέψεις αδελφών από τη Μάνη στον τόπο μας. Όπως αυτή που πραγματοποιείται το Σαββατοκύριακο και έχει κινητοποιήσει τον Δήμο Αγίου Βασιλείου που ετοιμάζει θερμή υποδοχή στην αντιπροσωπεία.
Ποιο ήταν όμως το γεγονός που δημιούργησε αυτή την έντονη κοινή ιστορική μνήμη με τη Μάνη;
Η Επανάσταση του 1866-69 έσβηνε μέρα με τη μέρα. Η Κρήτη αποκλεισμένη από τον τουρκικό στόλο, με το λαό αποκαμωμένο από τις κακουχίες του πολέμου και την ευρωπαϊκή διπλωματία να επιμένει στην ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν είχε πολλά περιθώρια να δει τ’ όνειρό της να πραγματοποιείται.
Το 1868 η κυβέρνηση Βούλγαρη, πιεζόμενη από τις εξελίξεις αποφάσισε στα τέλη του Νοεμβρίου να στείλει ισχυρό εθελοντικό σώμα υπό τον συνταγματάρχη Δημήτριο Πετροπουλάκη, για να αναζωπυρώσει τον αγώνα. Ο Πετροπουλάκης πήρε μερικούς από την Αθήνα και πήγε να στρατολογήσει και στην ιδιαίτερη του πατρίδα τη Μάνη. Τους έκανε περίπου χίλιους. Μεταξύ αυτών ο αδελφός του Αναστάσιος, ο γιος του Λεωνίδας και οι εγγονοί του Γεώργιος και Σπυρίδων, δηλαδή τρεις γενιές Πετροπουλάκηδες, κι ένα απόσπασμα υπό τον αξιωματικό Μ. Μπαλάφα. Μπάρκαραν από το Γύθειο στο πλοίο «ΕΝΩΣΗ» του ηρωικού Σουρμελή στις 25 Νοεμβρίου και κάτω από άσχημες καιρικές συνθήκες και άγρια καταδίωξη από τουρκικά πλοία αποβιβάζονται ο μεν Λεωνίδας στο Μυλοπόταμο, ο δε Δημήτριος στο Πρασσονήσι Σακτουρίων. Τα δύο σώματα συναντήθηκαν στο Αμάρι, αλλά ξαναγύρισαν στον Άγιο Βασίλειο.
Στις 8 Δεκεμβρίου τραβώντας για τις θέσεις Τράχηλας-Κισσός και Κεντροχώρι, βρέθηκαν μπροστά σε τούρκικο ασκέρι κι αναγκάστηκαν να παραταχθούν για μάχη, μέσα σε μια νεροποντή που δεν τους άφηνε να δουν δυο οργιές απόσταση. Κοντά τους πολέμησαν κάμποσοι Κρητικοί και παλιοί εθελοντές υπό τους Μήστα, Ζήκο, Κιτσομή και Ξανθουδάκη. Από γύρω – γύρω τους είχαν μπλοκάρει τέσσερις πασάδες και η μάχη κράτησε κάπου τρεις ώρες. Οι επαναστάτες λυγίσανε με μεγάλες απώλειες. Εκτός από τους αιχμαλώτους και τους σκοτωμένους, που έφταξαν τους διακόσιους, ο Ακουμιανός ποταμός έπνιξε καμιά δωδεκαριά εθελοντές, που προσπάθησαν να τον περάσουν.
Η απρόσμενη αυτή μάχη ήτανε, μετά από την ολοκαύτωση τ’ Αρκαδίου, η πιο πολύνεκρη θυσία κατά τη διάρκεια του 1866-69. Ήταν η μάχη που έκλεισε οριστικά τον αγώνα.
Η Μοναστηριακή Επιτροπή φρόντισε να κατασκευαστεί ένα καλαίσθητο μνημείο δίπλα από το Μοναστηριακό χώρο στο Άγιο Πνεύμα. Στη βάση του μνημείου σε ειδική μαρμάρινη πλάκα γράφτηκε:
«Στους διακόσιους Λάκωνες, Κρήτες και Ρουμελιώτες αγωνιστές που μαχόμενοι για την ελευθερία της Κρήτης υπό τον Δημήτριο Πετροπουλάκη έπεσαν εδώ την 8η Δεκεμβρίου 1868 το μνημείο τούτο με ευγνωμοσύνη αφιερώνουμε.
Η Μοναστηριακή Επιτροπή 5 Δεκεμβρίου 2004».
Με μία σεμνή τελετή, κατά την οποία έγινε Αρχιερατικό τρισάγιο στη μνήμη των πεσόντων, με τη συμμετοχή των αρχών του νομού, απογόνων της οικογένειας Πετροπουλάκη από το Γύθειο και τιμητικού στρατιωτικού αγήματος έγιναν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου στις 5 Δεκεμβρίου 2004.
Πολλές και αξιόλογες οι αναφορές
Είναι πολλές οι εργασίες σχετικά με το γεγονός που εντοπίσαμε στο διαδίκτυο και από τις πιο αξιοπρόσεκτες αυτή του Γεωργίου Γαραντωνάκη.
Με βάση τα στοιχεία που συγκέντρωσε ο συνταξιούχος δάσκαλος Γεώργιος Γαραντωνάκης, η πρώτη συμπλοκή με τους Τούρκους έγινε πριν το Άγιο Πνεύμα στην θέση Λίμνη με νεκρό έναν Τούρκο.
Το εθελοντικό σώμα εφοδιάστηκε στο μοναστήρι και παρατάχθηκε για μάχη στη θέση Εβγορίτες όπου δέχτηκε την επίθεση των Τούρκων. Αν και απέκρουσαν δύο φορές τις επιθέσεις των εχθρών την τρίτη υποχώρησαν ανατολικότερα ανάμεσα στο Κεντροχώρι και την Κρύα Βρύση.
Τότε έπεσαν στην ενέδρα των Τούρκων στη θέση που σήμερα ονομάζεται «Λιαποκεφαλές» και αποδεκατίστηκαν. Όσοι σώθηκαν πήγαν νοτιοδυτικά κατευθυνόμενοι προς Άρδακτο.
Δυστυχώς όμως παρασύρθηκαν από τον πλημμυρισμένο Ακουμιανό Ποταμό και ολοκληρώθηκε η καταστροφή που είχε σαν αποτέλεσμα το θάνατο 200 εθελοντών και τον τραυματισμό άλλων τόσων.
Οι γενναίοι Πετροπουλάκηδες
Η βασική αναφορά σε κάθε ομιλία σχετική με το γεγονός εστιάζεται στους Πετροπουλάκηδες και ιδιαίτερα στον Δημήτριο.
Ποιος ήταν όμως ο γενναίος Πετροπουλάκης που τιμάμε σε κάθε επίσκεψη συντοπιτών του;
Γεννήθηκε στην Ράχη Γυθείου Μάνης το 1800 και, σύμφωνα με παραδόσεις και ιστορικά στοιχεία, η οικογένεια από την οποία προερχόταν ήταν εγχώρια και πολύ παλαιά. Αποτελούσαν μάλιστα, μαζί με τις οικογένειες Μαυρομιχάλη και Γρηγοράκη, τους τρεις ισχυρότερους μανιάτικους οίκους εκείνης της εποχής, που διαγωνιζόντουσαν για το μπεηλίκι της Μάνης. Οι Πετροπουλάκηδες συμμετείχαν σχεδόν σε όλες τις ελληνικές επαναστάσεις και πολλές φορές κατείχαν ηγετικό ρόλο. Εικάζεται πως η απώτερη καταγωγή της οικογενείας ήταν από την Καλαμάτα, απ’ όπου και πήγε στη Μάνη κάποιος Πετρόπουλος με σκοπό να συμμετάσχει στις επιχειρήσεις των αδούλωτων Μανιατών, γύρω στα 1600. Λέγεται επίσης πως η καταγωγή ήταν από το Ηράκλειο Κρήτης, απ’ όπου και διώχθηκε από τους Οθωμανούς, κάποιος Πετρόπουλος ή Πετροπουλάκης που, για να γλιτώσει και να πολεμήσει με περισσότερη ελπίδα και κύρος τους Τούρκους, κατέφυγε στην πιο κοντινή και φιλική στους Κρήτες, μανιάτικη γη. Άλλοι λένε πως ήταν ντόπιοι Μανιάτες.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος, υπήρξε υποστηρικτής του Ιωάννη Καποδίστρια και του Βασιλιά Όθωνα όπου και υπηρέτησε ως αντισυνταγματάρχης της Βασιλικής Φάλαγγας. Το 1844 απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής αλλά το 1850 κατάφερε να εκλεχθεί βουλευτής στην Μάνη.
Παράλληλα με την πολιτική δραστηριότητα ακολούθησε και στρατιωτική σταδιοδρομία. Το 1854 έλαβε μέρος στην εξέγερση της Θεσσαλίας, ως επικεφαλής σώματος εθελοντών στην οποία και διακρίθηκε μαζί με τον Στρατηγό Χατζηπέτρο. Την ίδια χρονιά θα τραυματιστεί στην Μάχη της Καλαμπάκας. Το 1862-63 θα διωχθεί από την Προσωρινή Κυβέρνηση και θα διαταχθεί να εγκαταλείψει την Λακωνία.
Το 1866 θα λάβει μέρος στην Κρητική Επανάσταση (1866-1869) ως αρχηγός μαζί με τον γιο του, ενώ θα επιστρέψει στα τέλη του 1868 για δεύτερη φορά επικεφαλής 1.000 εθελοντών, θα ηττηθεί όμως στην μάχη στις Βρύσες και θα αιχμαλωτισθεί, για να απελευθερωθεί αργότερα με την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Το 1870 θα προαχθεί στον βαθμό του Συνταγματάρχη.
Απεβίωσε στην Αθήνα το 1870.
Ο ρόλος των Φωκάδων
Στις Κρητικές Επαναστάσεις όμως σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν και οι Μανιάτες συγγενείς των Καλλέργηδων. Γιατί όπως φαίνεται από τα γεγονότα Φωκάδες δημιούργησαν παρακλάδια και στη Μάνη.
Από το ίδιο βυζαντινό δέντρο και αυτοί αλλά φαίνεται πως κατέβηκαν στη Μάνη πολύ αργότερα, ενώ απλώθηκαν και στην Κεφαλλονιά.
Στην Κρήτη ως γνωστόν εμφανίζονται οι Φωκάδες από την Καπαδοκία, μετέπειτα Καλλέργηδες, Τσουδεροί κ.λ.π. κ.λ.π. επί Νικηφόρου Φωκά που με τους νικηφόρους αγώνες του επανέκτησε την Κρήτη από τους Άραβες το 961 μ.Χ., και επέκτεινε τα σύνορα του Βυζαντίου πέρα από τον Ευφράτη, μετά από σημαντικές νίκες στην Συρία. Στις επιχειρήσεις για την πολιορκία και την τελική πτώση της Αντιόχειας συνέβαλε ο Πέτρος Φωκάς.
Ο Νικηφόρος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, μεγαλόπνοος ηγέτης και ένθερμος οραματιστής της παγκόσμιας ακτινοβολίας της αυτοκρατορίας.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και οι Φωκάδες, όπως και άλλες βυζαντινές οικογένειες, την εγκατέλειψαν. Ενδιάμεσος σταθμός για μερικούς, και μόνιμη εγκατάσταση για άλλους αποτέλεσε η Μάνη, γενικότερα και η Καρυούπολις. Κάποιες οικογένειες Φωκάδων έφτασαν και στην Κεφαλονιά.
Με τις ιστορικές οικογένειες όμως ποτέ δεν μπορείς να περιοριστείς σε ένα δημοσίευμα γι’ αυτό και θα συνεχίσουμε.
ΠΗΓΕΣ:
Δημήτρης Διακρούσης «Οι Φωκάδες της Κεφαλονιάς».
Γεωργίου Τσερεβελάκη Φιλολόγου «Η απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες (961 μ.Χ.)».
Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκη: «Η μονή του Αγίου Πνεύματος».
Διάφορα δημοσιεύματα στο διαδίκτυο.