Εν όψει των εκλογών της 27ης τρέχοντος Μαΐου για τον Σύλλογο Εργαζομένων στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Κρήτης, στις οποίες ως μέλος και του απερχόμενου Δ.Σ., κατέρχομαι υποψήφιος, θα ήθελα να καταθέσω κάποιες απόψεις μου.
Η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Κρήτης δε χωρίζεται σε Νομούς ή Υπηρεσίες και ειδικότητες υπαλλήλων. Όλοι μας, από Σητεία έως Παλαιόχωρα, έχουμε τον ίδιο στόχο, να εξυπηρετούμε τον πολίτη με τον καλύτερο και σωστότερο τρόπο, την ώρα που τα παγκοίνως γνωστά καθημερινά προβλήματα (μείωση μισθών vs αύξηση του όγκου δουλειάς, υποστελεχωμένες Υπηρεσίες κ.ά.) είναι κοινά και εξίσου δύσκολα για όλους μας. Και όλοι μας ανεξαιρέτως, ανεξάρτητα από το πόστο στο οποίο υπηρετούμε τον φορέα μας, θα πρέπει να έχουμε δυναμική παρουσία, δυνατό λόγο και συνάμα ενεργό συμμετοχή στον αγώνα για την αντιμετώπισή τους και μερίδιο στη θετική ή αρνητική έκβαση των κοινών προσπαθειών.
Οι συνθήκες που βιώνουμε καθημερινά στον εργασιακό μας χώρο ελάχιστα απασχολούν το πολιτικό δυναμικό της χώρας, συμπολίτευση και αντιπολίτευση. Διαφορετικά, θα φρόντιζαν να μάθαιναν διά ζώσης τι συμβαίνει και να έδιναν πραγματικές λύσεις και δε θα περιοριζόντουσαν οι μεν κυβερνητικοί σε αόριστες εξαγγελίες, οι δε αντιπολιτευόμενοι σε ανέξοδες υποσχέσεις σε όσα βιώνουμε και καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε ανά πάσα στιγμή ως πολίτες και ως εργαζόμενοι.
Λέμε, λοιπόν, ότι θέλουμε να αλλάξει ό,τι βιώνουμε σήμερα στους χώρους δουλειάς. Σωστά. Να δείξουμε ότι η φωνή όλων των δημοσίων υπαλλήλων περισσότερο από παλαιότερα έχει ισχύ και απήχηση ως προς την αναζήτηση και εύρεση τρόπων επίλυσης των καθημερινών μας προβλημάτων.
Η αλλαγή, όμως, κατά τη γνώμη μου, διακρίνεται στη βαθμιαία μεταβολή και στην αιφνιδιαστική ανατροπή. Στην πρώτη περίπτωση, θα μπορούσε να συνδεθεί με τη φθορά, η οποία, με τη σειρά της, είτε ξεκινά από το εσωτερικό και καταλήγει, για να γίνει απτή, ορατή, αντιληπτή, στο εξωτερικό ενός πράγματος ή μιας κατάστασης, είτε πρωτοεκδηλώνεται εξωτερικά και, σιγά – σιγά και καθώς περνά ο καιρός, με προσπάθεια και των εμπλεκομένων, διεισδύει προς όλες τις διαστάσεις, βαθύτερα και πλατύτερα.
Η δε ανατροπή, από την άλλη, χαρακτηρίζεται από τον αιφνιδιαστικό της χαρακτήρα, εφόσον έχει ως σκοπούς να αλλάξει σημαντικά και άρδην την έως τώρα εικόνα ενός πράγματος και μιας κατάστασης αφενός και να «πιάσει στον ύπνο» όσους ήταν μέχρι τώρα κύριοι της κατάστασης ή όποιους πιθανόν να μην την επιθυμούν ή εκείνους που θα επηρεαστούν αρνητικά απ’ αυτήν, θα χάσουν κεκτημένα εξαιτίας της αφετέρου.
Και στις δύο περιπτώσεις η αλλαγή είναι επιθυμητή και προβάλλει ως ανάγκη. Και στις δύο περιπτώσεις, επίσης, εξωγενείς και ενδογενείς είναι οι (παροδικοί ή μόνιμοι) παράγοντες, που επιτείνουν τις αλλαγές ή καθορίζουν το περιεχόμενο, το βάθος και το πλάτος τους…
Κάθε μεγάλη αλλαγή λειτουργεί, κατά κάποιον τρόπο, και ως «ντόμινο». Μέχρις ότου κι αυτή παγιωθεί ή ώσπου να γίνει «καθεστώς», επιφέρει, αργά ή γρήγορα, άμεσες ή έμμεσες, σ’ ευρεία ή στενή έκταση, άλλες αλλαγές, μεγάλες ή μικρές, που με τη σειρά τους στέκονται ως αιτία για άλλες μικρότερες και ούτω καθεξής.
Συχνά, οι σε κοινωνικό ή πολιτικό επίπεδο (μικρομέγαλες) αλλαγές έχουν συνέπειες, που, ευδιάκριτα από όλους, αντικαθρεφτίζονται στον τρόπο διαχείρισης και άσκησης της πολιτικής εξουσίας από τους κρατούντες (δες: περισσότερο ή λιγότερο αυταρχικός ή φιλολαϊκός), στο βαθμό πίστης και εμπιστοσύνης των λαϊκών μαζών στους φορείς της (πολιτικής, θρησκευτικής π.χ.) εξουσίας (βλ. προσήλωση ή άρνηση), στον τρόπο εκχώρησης προνομίων και δικαιωμάτων εκ μέρους των κυβερνώντων και διεκδίκησής τους εκ μέρους των κυβερνώμενων, κ.ά.
Το πολιτικό περιβάλλον και το εργασιακό είναι πιο «δυσκίνητο» από το φυσικό, αλλά πιο «ευκίνητο» από το ιδεολογικό. Μ’ άλλα λόγια, ευκολότερα αλλάζει ο καιρός, από λιακάδα π.χ. σε βροχή, ενώ δυσκολότερα, όπως πολλοί δέχονται, αλλάζει η δομή μιας Δημόσιας Υπηρεσίας και η φιλοσοφία των υπαλλήλων της ή γεννιέται σήμερα μία νέα ιδεολογία σαν το μαρξισμό ή το φιλελευθερισμό. Ίσως γι’ αυτό να φταίει, λένε, ο κοινωνικός και οικονομικός μας περίγυρος!
Πανεύκολα, όμως, υπό την επιρροή ξένων προς τη ζωή μας και εφήμερων παραγόντων, το κοινωνικό και εκλογικό σώμα μπορεί να στραφεί υπέρ του ενός ή του άλλου πολιτικού σχήματος, εάν του υποσχεθεί, στις (εθνικές, δημοτικές, σωματειακές) εκλογές, κάποιος κοινωνικές αλλαγές ή κατά τη διάρκεια των βαθμιαίων μεταβολών. Γι’ αυτό, και πρέπει να αντιμετωπίζουμε με ώριμη σκέψη όσα μας λένε, να είμαστε με άλλα λόγια προσεχτικοί όταν ακούμε υποσχέσεις για αλλαγές από παντού, ίσως όσοι τις «ευαγγελίζονται» να τις αφήσουν «κενά γράμματα», εάν ανακαλύψουν ότι «κινδυνεύουν» οι ίδιοι να χάσουν την εξουσία τους από την εκχώρηση δικαιωμάτων στο λαό ή την ικανοποίηση των αιτημάτων του…
Και φτάνω, λοιπόν, στο συμπέρασμα πως, για να κατακτήσουμε ένα πράγμα, πρέπει, όπως όλοι το γνωρίζουμε, να μιλάμε όλοι ανοιχτά, καθαρά και να μην κρυβόμαστε πίσω από λέξεις, που μπορούν να ερμηνευτούν λανθασμένα και να δράσουν παραπλανητικά. Και εμείς που θέλουμε να κατακτήσουμε ξανά το τρωθέν κύρος μας ως εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα σε μιαν κοινωνία που, δυστυχώς, παρά τις όποιες αλλαγές στα λόγια ή στα έργα εμφανίζονται στην καθημερινή ζωή μας, μοιάζει με δυσπροσπέλαστο βάλτο, ας επιστρατεύσουμε τα μόνα και ανίκητα όπλα που μας έχουν απομείνει, την αλήθεια και την αλληλεγγύη προς τους συναδέλφους και τους πολίτες…
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Α.Π.Θ.