Στις αρχές Μαρτίου το υπουργείο Παιδείας προσκάλεσε, εκ νέου φορείς, συλλόγους, επιστημονικές ενώσεις και ιδρύματα, ΜΚΟ και κάθε άλλο ενδιαφερόμενο σε θέματα εκπαίδευσης, να υποβάλλουν στο ΙΕΠ προς έγκριση, προτάσεις που αφορούν την υλοποίηση στο σχολείο εκπαιδευτικών προγραμμάτων, δράσεων ή εκπαιδευτικό υλικό. Πρόκειται για μια τυπική ανακοίνωση με έντονο γραφειοκρατικό χαρακτήρα η οποία επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο τα τελευταία χρόνια. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από τον αριθμό προηγούμενων εγκρίσεων για την ίδια δράση ή υλικό, κάθε φορέας ή άτομο που προτείνει μια εκπαιδευτική σχολική δραστηριότητα θα πρέπει, με καταληκτική ημερομηνία τις 15 Μαΐου, για φέτος, να καταθέσει ηλεκτρονικά το φάκελο του προγράμματος και να αιτηθεί νέας έγκρισης για το σχολικό έτος 2020-2021.
Γνωρίζουμε καλά το γραφειοκρατικό και συγκεντρωτικό χαρακτήρα της δημόσιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα και η παραπάνω διαδικασία έγκρισης εκπαιδευτικών προγραμμάτων και υλικού είναι από τις χαρακτηριστικότερες. Αντιλαμβανόμαστε ότι τα επιστημονικά δεδομένα αλλάζουν και χρειάζεται επικαιροποίηση του εκπαιδευτικού υλικού, όμως φαίνεται σχήμα οξύμωρο το υπουργείο Παιδείας από τη μία μεριά ν’ αδιαφορεί για την επικαιροποίηση και ανανέωση των σχολικών εγχειριδίων του 2006 και από την άλλη να υποχρεώνει εκατοντάδες φορείς ή άτομα να υποβάλλουν αιτήσεις εγκρίσεων προγραμμάτων κάθε χρόνο, ή και πολλές φορές μέσα στον ίδιο χρόνο. Για παράδειγμα το παγκόσμια βραβευμένο, ελληνικό πρόγραμμα σεξουαλικής αγωγής, «Παίζω με το Φρίξο», πήρε έγκριση για τέταρτη χρονιά τον Οκτώβριο του 2019 και ανανέωση της έγκρισης αυτής τον Ιανουάριο του 2020!
Με αυτόν το τρόπο όμως το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής μεταμορφώνεται σε έναν διεκπεραιωτικό οργανισμό και το επιστημονικό προσωπικό του αναλώνεται στην υπογραφή και πρωτοκόλληση εγγράφων. Μια πρόταση προς το υπουργείο θα ήταν οι εγκρίσεις προγραμμάτων ν’ αφορούν την πενταετία. Το ΙΕΠ θα μπορούσε να αποφύγει αχρείαστο όγκο εργασίας, εάν το υπουργείο Παιδείας αποφάσιζε να ισχύσει από τη φετινή χρονιά το μέτρο. Δηλαδή ν’ ανανεώσει αυτόματα για πέντε χρόνια τις φετινές εγκεκριμένες αιτήσεις και να ζητήσει την υποβολή μόνο νέων προγραμμάτων ή υλικού. Ένα τέτοιο μέτρο θα ταίριαζε σε μια κυβέρνηση που έχει ως κεντρικό στόχο την πάταξη της γραφειοκρατίας. Θα άξιζε, επίσης, η κ. Κεραμέως να είχε μια εκτίμηση από τη μεριά της διοίκησης του ΙΕΠ για τις ώρες και το επιστημονικό προσωπικό που θα απελευθερωνόταν, αλλά και προτάσεις για την αξιοποίησή του, ίσως για την επικαιροποίηση των σχολικών εγχειριδίων!
Η ατέρμονη διαδικασία υποβολής και επανεξέτασης εκπαιδευτικών προγραμμάτων και υλικού πέρα από το να είναι ενδεικτικές της γραφειοκρατικής κακοδαιμονίας του εκπαιδευτικού μας συστήματος, προσφέρουν πεδίο και για μια άλλη, πολύ σημαντικότερη κατά την άποψή μου, ανάγνωση. Αυτή αφορά τον ρόλο και την ευθύνη των μάχιμων εκπαιδευτικών. Η έγκριση «εκ των άνωθεν» καθησυχάζει και «βολεύει». Δυσκολεύει όμως την καλλιέργεια τόσο της δημιουργικότητας, όσο και της επαγγελματικής ευθύνης. Οι εκπαιδευτικοί δεν ερευνούν, δε στοχάζονται, δε δημιουργούν, δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη των επιλογών τους. Πορεύονται με έτοιμες λύσεις αντί να εμπνέονται από αυτές. Όμως μια χώρα για να προκόψει και να ξεχωρίσει χρειάζεται δημιουργούς, όχι μόνο μεταπράτες και μπροστά και πίσω από τα θρανία.
*Η Μαργαρίτα Γερούκη είναι εκπαιδευτικός, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Jyväskylä