Σχεδόν απαρατήρητες περνούν για την πλειοψηφία των καταναλωτών του Ρεθύμνου οι χειμερινές εκπτώσεις των εμπορικών καταστημάτων που ξεκίνησαν αμέσως μετά την περίοδο των Χριστουγέννων και τη Πρωτοχρονιάς. Παρά το γεγονός ότι σύμφωνα τουλάχιστον με τον εμπορικό σύλλογο, τα ποσοστά των εκπτώσεων από την πρώτη κιόλας εβδομάδα ήταν υψηλά και συγκεκριμένα άνω του 35% ,εν τούτοις δεν προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των καταναλωτών. Η αγορά παραμένει «παγωμένη», η κίνηση περιορισμένη και η κατανάλωση άκρως υποτονική, καθώς βασίζεται πλέον στην κάλυψη πραγματικών και έκτακτων αναγκών. Μεγάλο φαίνεται πως είναι το πλήγμα για τον κλάδο της ένδυσης και της υπόδησης και σε αυτό συνετέλεσε η πανδημία και συγκεκριμένα τα περιοριστικά μέτρα που είναι σε ισχύ ανά περιόδους και έχουν ως αποτέλεσμα οι έξοδοι για ψυχαγωγία και διασκέδαση να έχουν μειωθεί σηματάκια. Από την άλλη όπως φαίνεται αυξημένη ζήτηση καταγράφεται κυρίως για τις ηλεκτρονικές συσκευές και κυρίως για ηλεκτρονικά παιγνίδια.
Η περιορισμένη ζήτηση είχε ως αποτέλεσμα προχθές Κυριακή που τα καταστήματα βάσει νόμου μπορούσαν να ήταν ανοιχτά, να είναι ελάχιστες οι εμπορικές επιχειρήσεις που λειτούργησαν, αφού οι ιδιοκτήτες τους το θεώρησαν άσκοπο. Στην πλειοψηφία τους οι αλυσίδες καταστημάτων ήταν αυτές που άνοιξαν, όμως και σε αυτή την περίπτωση η κίνηση ήταν περιορισμένη. «άνοιξαν περίπου τα μισά καταστήματα της πόλης του Ρεθύμνου την Κυριακή. Και όσα άνοιξαν, άνοιξαν για λίγες ώρες. Θεωρώ ότι οι εκπτώσεις ξεκίνησαν πολύ υποτονικά και οι έμποροι έχουν αντιληφθεί ότι οι περισσότερες ώρες εργασίας δεν ωφελούν, αφού δεν υπάρχει κάποια διαφοροποίηση στην κίνηση ή στις εισπράξεις. Αν υπήρχε κίνηση τις προηγούμενες μέρες εκτιμούμε ότι περισσότεροι έμποροι θα λειτουργούσαν τα καταστήματα τους τη Κυριακή. Βέβαια ως εμπορικός σύλλογος είμαστε κατά του κυριακάτικου ανοίγματος των καταστημάτων, αν είχε όμως κίνηση θα ήταν περισσότερα μαγαζιά ανοιχτά. Παρά το γεγονός ότι στα περισσότερα καταστήματα οι εκπτώσεις ξεκινήσανε αμέσως μετά τα Χριστούγεννα με ποσοστά άνω του 30% με το να είναι κλειστή η εστίαση, να μην υπάρχουν εκδηλώσεις δεν υπήρχε ανταπόκριση από τους πολίτες. Παράλληλα ο κόσμος δεν έχει τις ίδιες ανάγκες. Πλέον ο μεγάλος όγκος πωλήσεων γίνεται στα ηλεκτρονικά καταστήματα με τη ζήτηση να είναι αυξημένη σε ο τι αφορά στον τεχνολογικό εξοπλισμό. Η κατάσταση στην αγορά είναι πολύ δύσκολη και το ζήτημα είναι ότι οι όποιες ελαφρύνσεις δίδονται από το κεντρικό κράτος δεν βοηθούν ουσιαστικά την οικονομία» ανέφερε η πρόεδρος του εμπορικού συλλόγου Ρεθύμνου Αθηνά Τσικιντίκου.
Πάντως οι έμποροι του Ρεθύμνου εμφανίζονται απογοητευμένοι από την εικόνα που επικρατεί το τελευταίο διάστημα στην αγορά και η οποία δεν πρόκειται να αλλάξει παρά ελάχιστα ενδεχομένως το Πάσχα, ενώ πλέον οι ελπίδες όλων στρέφονται στην καλοκαιρινή περίοδο. Ωστόσο όσο καλή και αν είναι αυτή σε καμιά περίπτωση οι όποιες εισπράξεις δεν μπορούν να καλύψουν τις μεγάλες απώλειες που καταγράφονται την περίοδο του χειμώνα την ίδια στιγμή που τα λειτουργικά έξοδα των εμπορικών επιχειρήσεων όχι μόνο «τρέχουν», αλλά έχουν συσσωρευτεί το τελευταίο διάστημα με την πλειοψηφία να εκφράζει αδυναμία στην έγκαιρη κάλυψη τους. Σε αυτό το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον έρχεται να προστεθεί τη φετινή σεζόν και το ενεργειακό κόστος το οποίο εκτοξεύει στα ύψη τα έξοδα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Σύμφωνα με την πρόεδρο του εμπορικού συλλόγου Ρεθύμνου, οι ελπίδες των εμπόρων στρέφονται στη τουριστική περίοδο με τους επιχειρηματίες να αισιοδοξούν ότι αυτή θα ξεκινήσει φέτος νωρίς μήπως και καταφέρουν και οι ίδιοι να καλύψουν μέρος των σοβαρών απωλειών της χειμερινής περιόδου. Σε σχετικές δηλώσεις της η κ. Τσικιντίκου, υποστήριξε «τα τελευταία δέκα χρόνια καλώς η κακώς η αγορά δουλεύει περισσότερο το καλοκαίρι. Περιμένουμε όλοι μας από το Μάρτιο να ξεκινήσει η σεζόν και να αρχίσει να κινείται η αγορά. Σίγουρο ο τζίρος του καλοκαιριού δεν είναι ικανός για να συντηρηθεί δώδεκα μήνες το χρόνο ένα εμπορικό κατάστημα. Πλέον τα πάγια έξοδα έχουν αυξηθεί λόγω του κόστους της ΔΕΗ. Το κράτος δεν παρέχει καμία ασφάλεια για τα πάγια έξοδα λειτουργίας μιας επιχείρησης υπάρχει ανασφάλεια τεράστια καθώς η φορολογία είναι υψηλή, ο ΦΠΑ στα ύψη και σε συνδυασμό με το ενεργειακό κόστος η κάλυψη τω εξόδων είναι σχεδόν αδύνατη».
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την τελευταία ερεύνα του ινστιτούτου ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ, ιδιαίτερα υψηλή αύξηση του ενεργειακού κόστους έχει αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία των εμπορικών επιχειρήσεων, αφού έξι στις δέκα δήλωσαν ότι ο αρνητικός αντίκτυπος αξιολογείται από πολύ έως πάρα πολύ ισχυρός.
Σε επιμέρους κλαδικό επίπεδο, υψηλότερη επιβάρυνση φαίνεται να έχουν τα τρόφιμα εξαιτίας και της φύσης της λειτουργίας τους, αφού στηρίζονται στη συστηματικότερη χρήση συσκευών υψηλής ενεργειακής κατανάλωσης (π.χ. ψυγεία). Αντίθετα, σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις ένδυσης υπόδησης εκτιμούν ότι θα επηρεαστούν μεν αλλά σε μέτριο βαθμό.
Παρά τις πιέσεις που έχουν δεχθεί σωρευτικά οι επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου, περισσότερες από τις μισές θα εξαντλήσουν κάθε δυνατότητα απορρόφησης των τιμών από τις ίδιες. Εντούτοις, εκείνοι οι επιμέρους κλάδοι που επηρεάζονται εντονότερα, άμεσα ή έμμεσα (πχ. λόγω μεταφορικού κόστους), είναι λιγότερο πιθανό να απορροφήσουν τις αυξήσεις των τιμών (όπως οι κλάδοι τροφίμων, οικιακού εξοπλισμού).
Το κλίμα στην αγορά παραμένει αβέβαιο και γεμάτο προκλήσεις, καθώς οι πρώτες ημέρες της φετινής χειμερινής εκπτωτικής περιόδου κινούνται ήδη υποτονικά. Ειδικότερα, σχεδόν τέσσερις στους δέκα επιχειρηματίες προβλέπουν ότι ο τζίρος τους κατά τη φετινή εκπτωτική περίοδο θα κινηθεί σε χαμηλότερα επίπεδα και μόλις ένας στους δέκα θεωρεί ότι θα κινηθεί ανοδικά.