Η επάνοδος του εθνικισμού στη σύγχρονη Ευρώπη συνδέεται με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και ιδιαίτερα με τη διάλυση της πολυεθνοτικής, σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας. Στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, το ανολοκλήρωτο πρόγραμμα ίδρυσης εθνικών καρτών (με βάση την εθνοτική καταγωγή: Σλοβένοι, Κροάτες, Σέρβοι, Σλαβομακεδόνες κ.λπ.), συνεχίστηκε μετά το 1989 και εν μέρει ολοκληρώθηκε με τον πλέον βάναυσο τρόπο.
Κάποιοι από τους λαούς της πρώην Γιουγκοσλαβίας όχι μόνο κατόρθωσαν να συγκροτηθούν σε εθνικά κράτη, αλλά προσαρμόστηκαν γρήγορα στο νέο καπιταλιστικό περιβάλλον και εντάχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Σλοβενία, Κροατία). Κάποιο άλλοι, όπως οι αλβανόφωνοι του Κοσσυφοπεδίου και των Σκοπίων, ονειρεύονται να συνενωθούν με τους ομοεθνείς τους και να δημιουργήσουν από κοινού τη Μεγάλη Αλβανία. Και κάποιοι άλλοι, όπως οι σκοπιανοί Σλαβομακεδόνες, συνεχίζουν να αγωνίζονται για να συγκροτήσουν εξ αρχής μια εθνική ταυτότητα.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) εντάχθηκαν επίσης πολλές χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, από τα νότια Βαλκάνια (Βουλγαρία) μέχρι τη Βαλτική Θάλασσα (Εσθονία).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αναβίωσης του εθνοτισμού και του εθνικισμού στη σύγχρονη Ευρώπη αποτελεί η περίπτωση της πρώην ενιαίας Τσεχοσλοβακίας που συγκροτήθηκε σε δύο ξεχωριστά εθνικά κράτη, τα οποία και εντάχθηκαν στη συνέχεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εκείνο που θα πρέπει να υπογραμμιστεί είναι, ότι στις «σοσιαλιστικές» χώρες που εντάχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, φάνηκε αρχικά να υποχωρεί ο εθνικισμός και να προβάλλεται ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός τους και η προθυμία τους να ενταχθούν όσο πιο σύντομα γίνεται στη φιλελεύθερη οικονομία της αγοράς.
Όμως, λόγω της πρόσφατης ευρωπαϊκής, οικονομικής κρίσης, και με αφορμή τις έντονες διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελλάδας και των χωρών της Ευρωζώνης, άρχισε να διαφαίνεται σ’ αυτές τις χώρες ένας νέος τύπος εθνοκεντρισμού που δεν συνδέεται με την εθνική ομοιογένεια και τη συγκρότηση εθνικού κράτους, αλλά αποκλειστικά με στενά οικονομικά συμφέροντα και πολιτικές συμμαχίες που υποτίθεται πως διαφυλάσσουν αυτά τα συμφέροντα.
Οι χώρες που με θράσος σηκώνουν σήμερα το δάκτυλο στην Ελλάδα είναι συνήθως χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού και σημερινοί λιγούρηδες του νεοφιλελευθερισμού. Είναι οι δορυφόροι της Γερμανίας, στην οποία -όπως θα δούμε στη συνέχεια- κυριαρχεί μια νέα έκφανση του εθνικισμού, ο οικονομικός εθνικισμός.
Μια άλλη έκφανση του εθνικισμού είναι εκείνη που συνδυάζεται ή ταυτίζεται με τον ευρωσκεπτικισμό, όπως για παράδειγμα το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, ή το Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου ή οι «Αληθινοί Φιλανδοί», τους οποίους επικαλείται ο Φιλανδός υπουργός Οικονομικών για να ασκήσει πίεση στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα κύριος εκφραστής του εθνικισμού (για την ακρίβεια του εθνικο-λαϊκισμού) είναι το κόμμα των «Ανεξάρτητων Ελλήνων» -όχι η Χρυσή Αυγή, αυτή είναι ναζιστικό κόμμα. Εθνικιστικές τάσεις υπάρχουν, ωστόσο, και στα άλλα κόμματα, συμπεριλαμβανομένου και του ΣΥΡΙΖΑ. Η εξίσωση, για παράδειγμα, του ΟΧΙ του Δημοψηφίσματος με το ΟΧΙ του 1940 και η κατασυκοφάντηση των υποστηρικτών του ΝΑΙ ως ενδοτικών προσώπων που ταυτίζονται με τους καταπιεστές-δανειστές και υιοθετούν τις απόψεις τους, αποτελεί έκφραση ενός επιφανειακού και ανιστόρητου εθνικισμού και ενός επίπλαστου πατριωτισμού που μόνο κοινωνική ζημιά μπορεί να αφήσουν πίσω τους.
Στη Γερμανία, μετά τη συνένωση των δύο Γερμανιών (δυτικής και ανατολικής) και την οικονομική ενδυνάμωση του ενωμένου πλέον έθνους, ο εθνικισμός φέρει μεν πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, πρωτίστως όμως είναι οικονομικός. Η γερμανική πολιτική και οικονομική ελίτ κατόρθωσε, μετά το 1989, να δημιουργήσει ισχυρές συμμαχίες με τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες καθώς και με τις σκανδιναβικές. Ιδιαίτερα οι πρώτες είναι στενά προσδεμένες στο «γερμανικό άρμα», προσδοκώντας οικονομικά και πολιτικά οφέλη από την πανίσχυρη Γερμανία.
Η σημερινή Γερμανία δεν είναι μόνο οικονομικά πανίσχυρη, αλλά και πολιτικά δεσπόζουσα εντός της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης. Αυτό είναι ένα πραγματικό δεδομένο το οποίο δεν επιτρέπεται να το αγνοεί όποιος διαπραγματεύεται και ακόμα περισσότερο όποιος αντιπαρατίθεται μαζί της.
Από την άλλη, τα τελευταία χρόνια συμβαίνει εντός της Γερμανίας κάτι που την καθιστά μοναδικό παράδειγμα πολιτικής ομοιομορφίας, αν όχι πολιτικής μονοδιαστατότητας. Η κυβέρνηση του Μεγάλου Συνασπισμού (CDU/CSU & SPD) ουσιαστικά κυβερνά χωρίς αντιπολίτευση. Την ίδια στιγμή τα σημαντικότερα μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, αλλά και οι κοινωνικοί φορείς, λειτουργούν σχεδόν στο ίδιο μήκος κύματος με την κυβέρνηση.
Αυτή η πολιτική ομοιομορφία γεννά πολλά ερωτήματα ως προς τα γενεσιουργά αίτιά της και ως προς τη σκοπιμότητά της. Μια πρώτη απάντηση είναι, ότι η γερμανική ελίτ έχει δημιουργήσει μια πολύ πλατιά συναίνεση ως προς τον τρόπο υπεράσπισης των οικονομικών της συμφερόντων. Με αυτή την έννοια μπορεί να γίνει λόγος για έναν γερμανικό οικονομικό εθνικισμό, κύριος εκφραστής του οποίου είναι, σ’ αυτή τη φάση, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών. Ο εν λόγω οικονομικός εθνικισμός επιδιώκει να καθυποτάξει την Ευρώπη του 21ου αιώνα , αυτή τη φορά με οικονομικά μέσα.
Η Ε.Ε. είναι σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, ένα απλό άθροισμα εθνικών κρατών, από τα οποία άλλα είναι λιγότερο και άλλα περισσότερο ανεξάρτητα και κυρίαρχα– ανάλογα με την οικονομική τους ισχύ. Εμείς έχουμε την ατυχία να είμαστε προς το παρόν οικονομικά η πλέον ανίσχυρη χώρα και επομένως και η λιγότερο ανεξάρτητη και κυρίαρχη.
Ήδη το 2010 είχε παραδεχθεί ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός, ότι με την ένταξή μας στους μηχανισμούς διάσωσης χάνουμε μέρος της εθνικής μας κυριαρχίας. Τότε δεν αντιλαμβανόμασταν την έκταση του προβλήματος. Σήμερα, τι σημαίνει εξάρτηση από τους εταίρους-δανειστές και απώλεια μέρους της εθνικής κυριαρχίας το βιώνουμε ατομικά και συλλογικά με τον πλέον βίαιο τρόπο.
Το μέγα ζητούμενο σ’ αυτήν την κρίσιμη, ιστορική συγκυρία είναι η ανάπτυξη μιας κοινής στρατηγικής εξόδου από την κρίση. Η εν λόγω στρατηγική δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να υπηρετείται από μια «εθνική κυβέρνηση» ή μια «κυβέρνηση ειδικού σκοπού», αλλά από κάθε κυβέρνηση που θα εκλέγεται δημοκρατικά από τους Έλληνες πολίτες.
*Ο Μιχάλης Δαμανάκης είναι ομότιμος καθηγητής και τ. αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης