Του ΜΑΝΟΛΗ ΚΑΛΛΕΡΓΗ*
Η νύχτα είναι υγρή, χειμωνιάτικη, η ώρα προχωρημένη, και το φωτισμένο παράθυρο του ευρύχωρου διώροφου Ρεθεμνιώτικου σπιτιού στην πλατεία του Αγνώστου μαρτυρά πως κάποιοι ένοικοί του δεν κοιμούνται ακόμη.
Η γυναίκα με τα κανονικά χαρακτηριστικά και το αποφασιστικό βλέμμα, τυλιγμένη σε μια μεταξωτή ρόμπα έχει το βλέμμα της προσηλωμένο στο ανοιξιάτικο τοπίο που ζωγραφίζει. Το έργο την έχει απορροφήσει πλήρως, στην προσπάθειά της να αποδώσει το τοπίο με τα χρώματα και αποχρώσεις του. Θέλει να δώσει στο έργο ζωντάνια και πνοή, τη ζωή, τη ζωντάνια και τα ζωηρά αισθήματα που πλημμυρίζουν τη δική της ζωή, τον εσωτερικό της κόσμο, να δώσει καθώς λένε την προσωπική της σφραγίδα στο έργο.
Κάθε τόσο σταματά τη δουλειά στον πίνακα και το βλέμμα της ονειροπόλο πλανιέται έξω απ’ το θολωμένο τζάμι, μέχρις ότου να χαθεί στην υγρή μοναξιά της πλατείας.
Είναι η Ελένη Γιαννακάκη, μια αρχόντισσα του Ρεθύμνου, από εκείνες τις παλιές, από εκείνους τους χαρακτήρες που εμένα πιο πολύ μ’ αρέσουν γιατί εκπροσωπεί την παλιά κοινωνία του Ρεθύμνου που φεύγει και χάνεται ανεπιστρεπτί. Είναι η Ελένη, μια γυναίκα συγκροτημένη, αποφασισμένη, αυστηρή, συγχρόνως όμως ήρεμη και σεμνή.
Οι καθημερινές έννοιες είναι χαραγμένες στις πτυχές του μετώπου. Δεν είναι δα και εύκολη η ζωή στο Ρέθεμνος αυτές τις δεκαετίες. Θέλει γενναιότητα να πεις πως θα στήσεις ένα σπιτικό, να αναστήσεις παιδιά να χτίσεις αρχές και όρια ώστε η οικογένεια να προκόψει. Χρειάζεται να έχεις πίστη και όραμα, να κάνεις την καθημερινή σου υπέρβαση και όλα να τα καλύπτεις με τη δική σου ανιδιοτελή φροντίδα και αγάπη.
Τις θρησκευτικές βάσεις της, η Ελένη τις πήρε από τον σπουδαίο παππού της, τον κοσμαγάπητο τότε παπά Μάρκο Πλυμάκη (1851-1943), ιεροδιδάσκαλο επί Κρητικής πολιτείας, μια άγια μορφή.
«Απ’ τη λεβέντρα Ασή – Γωνιά,
από σειρά κι από γενιά,
ήρθε παπάς στην πόλη.
Ογδόντα χρόνια έμεινε εκεί
(εξήντα στην παπαδική,
στης πίστης το περβόλι).
Τα αιστήματά σου τα αγνά
το Ρέθεμνος δεν τα ξεχνά,
λεβέντη παπα-Πλύμη.
Κι εγώ το τραγουδάκι αυτό
το ξαπολώ, λιβανωτό,
στην άφθαρτή σου μνήμη».
(Γ. Καλομενόπουλος)
Η Ελένη επιδίδεται σε όλες τις παραδοσιακές γυναικείες δραστηριότητες. Κεντά (γνωρίζει όλες τις βελονιές) και πλέκει. Αναπτύσσει δράση φιλανθρωπική – θρησκευτική εμπνευσμένη από το σπουδαίο παππού της.
Το κύριο μέλημά της βέβαια είναι να στηρίζει με αφοσίωση την όμορφη οικογένεια που έχει δημιουργήσει με το Μιχάλη Γιαννακάκη, τον άνθρωπο με το αιώνιο χαμόγελο και τη χρυσή καρδιά. Για την Αμαλία, την θυγατέρα της έτρεφε μιαν αγάπη ατελείωτη, ποτέ δεν μπόρεσα να συνειδητοποιήσω πόσο μεγάλη ήταν αυτή η αμοιβαία αγάπη.
Όσο για μένα, τι να πω. Τα λίγα -τελευταία- χρόνια της ζωής αυτής της σπουδαίας γυναίκας είχα τη χαρά να ενσταλάξω κάποιες ελάχιστες σταγόνες ευτυχίας μέσα στην (αδύνατη άλλωστε πλέον) καρδιά της. Μου έλεγε ποιήματα και στίχους ατελείωτους, αναμνήσεις, ιδέες, προβληματισμούς κι εγώ της έλεγα τα …δικά μου.
Ο καιρός περνά. Καλοκαίριασε και φέτος στο Ρέθυμνο και η ζωή κυλούσε αργά πλησιάζοντας τον Δεκαπενταύγουστο.
Τα χρόνια έχουν φύγει. Η καρδιά της Ελένης χτυπά πλέον λαχανιασμένη και αδύναμη, τα όρια των πνευμόνων στενεύουν, τα χέρια τρέμουν, η αρχόντισσα νοιώθει την κούραση των δεκαετιών να της βαραίνει τα βλέφαρα. Η πίστη της -εν τούτοις- της δίνει δύναμη και καρτερία.
Δεν μένει άλλη δύναμη πια, το νοιώθει. Πρέπει να φύγει, είναι καιρός. Σήμερα, που η Ελένη Γιαννακάκη έχει ήδη φύγει, και η Αμαλία με τον Αντώνη έχουν μείνει βουβοί, κάτι μου λέει πως εκείνη πάντα μας σκέφτεται και κάπου – κάπου μας γνέφει. Είναι -όπως πάντα- αισιόδοξη και έχει ήδη αρχίσει πάλι να ζωγραφίζει. Υποθέτω πως μάλλον ζωγραφίζει αστέρια σ’ έναν πάμφωτο ουρανό.
* Ο Μανόλης Καλλέργης είναι γιατρός