Έχουμε κάνει κατά καιρούς εκτενή αναφορά σε μια μεγάλη μορφή της Αντίστασης, τον καθηγητή Γιάννη Μαθιουδάκη. Αυτός με τον Γιώργη Αγγελιδάκη, τον Αλέκο Μαθιουδάκη και μερικούς άλλους, δεσπόζουν σε κάθε σελίδα που υμνεί τους αγώνες του λαού μας για τη λευτεριά. Είναι αμέτρητες οι μαρτυρίες που εξάρουν το ήθος και την αγωνιστικότητά του.
Ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα ο καθηγητής με το μειλίχιο ύφος, που για να έρθει πιο γρήγορα η λευτεριά θυσίασε τη ζωή του σ’ έναν αγώνα άνισο. μα γεμάτο πίστη από τα ιδεώδη της φυλής. Όσο ζούσε καθοδηγούσε με απόλυτη νηφαλιότητα τον αγώνα, χωρίς ποτέ να δηλώσει κούραση, απογοήτευση, αποθάρρυνση. Είχε το σπάνιο χάρισμα να γεφυρώνει χάσματα. Γι’ αυτό κι ήταν μεγάλη απώλεια ο τραγικός του θάνατος.
Το συναξάρι ενός ήρωα
Ο Γιάννης Μαθιουδάκης, γεννήθηκε στην Κοξαρέ στις 25 Μαρτίου 1906, από αγροτική οικογένεια.
Τον Μάρτιο του 1930 έλαβε το πτυχίο της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διορίστηκε το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου στο Γυμνάσιο της Νάξου και τρία χρόνια αργότερα μετατέθηκε στο Στ’ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών.
Λάτρης της γνώσης δεν άφηνε τον εαυτό του εύκαιρο ούτε για λίγο. Διάβαζε αδιάκοπα. Και πολεμούσε το άδικο από τα πιο τρυφερά του χρόνια. Έγραφε ασταμάτητα κι είχε τη χαρά να βλέπει από το 1936 μέχρι το 1941 να δημοσιεύονται στη φιλολογική εφημερίδα «Νεοελληνικά Γράμματα», στο λογοτεχνικό περιοδικό «Κρητικές Σελίδες» και στο περιοδικό «Δρήρος» κρητικά ηθογραφικά διηγήματα και συνεργασίες του.
Μετά τη Μάχη της Κρήτης αναχωρεί οικογενειακώς για τη γενέτειρά του, την Κοξαρέ, όπου παρέμεινε δύο -τρεις μήνες. Το Σεπτέμβριο του ’41 αναλαμβάνει καθηγητής στο Γυμνάσιο Ρεθύμνου και το ’42 προσχωρεί στο ΕΑΜ και αναδεικνύεται ηγετικό στέλεχος της Εθνικής Αντίστασης στο Νομό Ρεθύμνου.
Το ’42 ή το ’43, ιδρύει την αντιστασιακή εφημερίδα «Νίκη», το ’43 εκφωνεί πατριωτικό λόγο στους μαθητές μετά την αναγγελία του θανάτου του Κωστή Παλαμά και οι Γερμανοί επιχειρούν να τον συλλάβουν, αλλά διαφεύγει και διακόπτει αυτοβούλως τη διδασκαλία του στο Γυμνάσιο Ρεθύμνου. Από τότε αφιερώνεται αποκλειστικά στον αντιστασιακό αγώνα κατά των Γερμανών.
Ο Γιάννης Μαθιουδάκης έβαλε, ως συνειδητοποιημένος αριστερός, το σπόρο για να φυτρώσει το ΕΑΜ στο Ρέθυμνο και ήταν μια αξιοθαύμαστη προσωπικότητα, με ήθος και αξιοπρέπεια. Μύησε στις τάξεις της αντίστασης καπετάνιους και πρωτοπαλίκαρα που προωθήθηκαν στη συνέχεια στον ΕΛΑΣ και διακρίθηκαν σε μάχες και άλλα πολεμικά γεγονότα. Ήταν από τα διακεκριμένα στελέχη του ΕΑΜ στην Κρήτη.
Τέλος Μαρτίου 1944, λίγους μήνες πριν χαράξει η λευτεριά ο Μαθιουδάκης, γραμματέας του ΕΑΜ μόλις είχε διευθετήσει ένα ζήτημα που αφορούσε την ομάδα του και κατέφυγε στην Σπηλιά της Μέσης, στην Γκιουμπρά για να ξεκουραστεί, συνοδευόμενος από τον Αντώνη Περακάκη. Εδώ τους βρήκαν οι Κλιάνης (Κουμπάρος), ο Αεράκης, ο Βαβαδάκης Αναστάσης, ο Τερζιδάκης Νίκος κι ένας επονίτης ο Χατζηνικολής από την Πηγή.
Στη σπηλιά αυτή γράφτηκε ο επίλογος της ζωής ενός μοναδικού ανδρός που δεν υπάρχει σελίδα της αντίστασης να μην τον περιγράφει με τα φωτεινότερα χρώματα.
Λάτρευε την οικογένειά του
Μας έλεγαν πρόσφατα φίλοι εκλεκτοί από την Αρχαία Ελεύθερνα ότι ο Γιάννης Μαθιουδάκης που συχνά περνούσε από το χωριό, έτσι και παραμονή του θανάτου του βρέθηκε στο σπίτι του φίλου του Μίνωα Αποστολάκη.
Στην κουβέντα πάνω θυμήθηκαν και τους δικούς και ο σημαντικός αυτός άνθρωπος δάκρυσε, καθώς ήρθε στο νου του η δική του οικογένεια. Λάτρευε ιδιαίτερα τον Μανόλη του. Ο μόνος τρόπος για να τον γαληνέψεις, μου έλεγαν φίλοι του, ήταν να τον ρωτήσεις για το γιο του. Αμέσως ξεχνούσε τα πάντα.
Και είχε πάντα στο νου την υπέροχη σύντροφό του που στάθηκε με τόση αυτοθυσία στο πλευρό του πάντα.
Ναι πίσω από την λαμπρή αυτή μορφή ήταν μια γυναίκα από τη στόφα της υπέρτατης προσφοράς. Και μάλιστα χωρίς ποτέ να εκφράσει παράπονο ή δυσαρέσκεια για την τύχη της. Για όλα τα δεινά που πέρασε με το μικρό της το Μανόλη για να στηρίξει τον αγωνιστή άνδρα της. Αυτή ήταν η ηρωίδα της ζωής Ελένη Μαθιουδάκη.
Θεωρούσε τυχερό τον εαυτό της που σύνδεσε τη ζωή της με τον μεγάλο αυτό αγωνιστή. Και προσπαθούσε να του προσφέρει κάθε δυνατή βοήθεια όταν εκείνος έλειπε για τις ανάγκες του αγώνα.
Πόσες φορές δεν ξεπέρασε με θάρρος κάθε έφοδο των Γερμανών που έψαχναν τον Γιάννη της. Κι είχε μεταδώσει και στο παιδί της αυτές τις αρχές. Ό,τι και να συνέβαινε ήξερε ο Μανόλης ότι δεν πρέπει να μιλήσει στους περίεργους αυτούς στρατιώτες που απειλούσαν τη ζωή του πατέρα του. Θα γέμιζε βιβλίο η απαρίθμηση των γεγονότων που έσωσε τον άνδρα της και συντρόφους του από βέβαιο θάνατο.
Μόνη στον «Γολγοθά» της
Εκείνη νοιάστηκε για όλους, αλλά κανένας δεν σκέφτηκε ποτέ τι Γολγοθά ανέβαινε η ηρωίδα αυτή που μετά την τραγωδία στη σπηλιά της Γκιουμπράς, βρέθηκε στα 27 της χρόνια μόνη στη ζωή με ένα παιδί μόλις 8 ετών. Χωρίς πόρους, χωρίς προστασία.
Κι όμως δεν λύγισε.
Μόλις έγινε το κακό η άμοιρη γυναίκα βρήκε διέξοδο στον πόνο που έσκιζε τα σωθικά της, συνεχίζοντας τη δράση του συζύγου της, όπου της όρισε η οργάνωση που ανήκε.
Έπειτα ήρθε ο καιρός που η ελληνική κοινωνία προσπαθούσε να κλείσει τις πληγές της. Η χήρα του Γιάννη Μαθιουδάκη πήρε μια σύνταξη για να ζήσει. Όσο όμως κι αν υπολογίστηκαν οι βαθμοί που θα έπαιρνε ο άνδρας της, αν ζούσε, εξαντλώντας την ιεραρχία της εκπαίδευσης, ένα ποσόν που μόλις έφθανε για να συντηρηθεί ένα άτομο, μπήκε στο σπίτι.
Όταν δεν έφτανε το φαγητό
Μας λέει χαρακτηριστικά ο γιος της Μανόλης Μαθιουδάκης:
«Κείνα τα δύσκολα χρόνια δεν έφτανε ποτέ το φαγητό και για το βράδυ. Τότε η μητέρα μου εύρισκε διάφορες προφάσεις για να πάρω εγώ τη μερίδα της. Πότε ήταν αδιάθετη, πότε πονούσε το στομάχι της. Με φρόντιζε όσο έτρωγα κι έβλεπα στα μάτια της μια ικανοποίηση, που μόνο πολύ αργότερα καταλάβαινα τι μπορεί να σημαίνει.»
Αλλά παρά την τρυφεράδα που έδειχναν οι πράξεις της ποτέ δεν έχασε την αυστηρότητά της, προσπαθώντας να είναι και μάνα και πατέρας για το παιδί της. Καμάρωνε βλέποντας πόσο άξιο γινόταν το παιδί της μεγαλώνοντας. Και φρόντιζε να κάνει ακόμα αυστηρότερη τη διαπαιδαγώγησή του.
«Από μικρό παιδί, μας λέει ο κ. Μανόλης Μαθιουδάκης, εκλεκτός συνάδελφος και φίλος, με είχε μάθει να μην επιβαρύνω τους άλλους. Το κρεβάτι μου έπρεπε να στρωθεί από τα δικά μου χέρια. Τα πράγματά μου έπρεπε να είναι νοικοκυρεμένα στη θέση τους. Μου έλεγε συχνά η μάνα μου «Δεν ζεις σε ξενοδοχείο. Να μάθεις να μην τα περιμένεις όλα από τους άλλους. Θα θυμάσαι πως οι άλλοι δεν είναι δικοί σου υπηρέτες. Ούτε κι εσύ βέβαια θα υπηρετείς εκείνους που δεν έχουν ανάγκη. Να έχεις έγνοια μόνο για ‘κείνους που είναι ανήμποροι και σε χρειάζονται. Να υπηρετείς το δίκιο και τις ανθρώπινες αξίες».
Κι ήρθαν τα χρόνια της εφηβείας για το Μανόλη. Αλλά αυτός ήταν ήδη «ψημένος» στις δυσκολίες της ζωής κι έτοιμος να παλέψει για να της δώσει χαρά με τις επιτυχίες του. Είχε μάθει τόσα πολλά κοντά στην υπέροχη μητέρα που τον μεγάλωνε.
Από νωρίς αυτή η θαυμάσια γυναίκα φρόντισε να δώσει αρχές και νόημα ύπαρξης στο παιδί της.
«Να μάθεις του έλεγε συχνά, πως η γυναίκα αξίζει τον σεβασμό. Ιδιαίτερα στη γειτονιά σου πρέπει να είσαι το παράδειγμα. Μην ακούσω κακομοίρη μου πως δεν σεβάστηκες τους ανθρώπους που σου λένε την καλημέρα τους και σ’ εμπιστεύονται».
Πάθος με τη συνέπεια
Όμως η κυρία Ελένη υποχρεώθηκε και άλλες φορές να φανεί αυστηρή, προκειμένου να διαπαιδαγωγήσει σωστά το παιδί της.
Θυμάται ο γιος της και χαμογελά.
«Μεταξύ των πολλών αρετών της η μητέρα μου είχε και το χάρισμα της συνέπειας και της ακρίβειας.
Έτσι χρειάστηκε μια -δυο φορές που σαν νέος κι εγώ άργησα να επιστρέψω στο σπίτι να υποστώ τις συνέπειες της αργοπορίας μου. Βρήκα την πόρτα κλειδωμένη και έμεινα έξω να κόβω βόλτες στο πεζοδρόμιο …Και το ωραίο δεν ξέρετε ποιο είναι. Με τον τρόπο που με μεγάλωνε δεν ένιωσα πικρία για την τιμωρία μου. Ήξερα ότι δίκαια έπασχα. Αυτό είχε καταφέρει σε μένα η μάνα μου. Και την ευγνωμονώ».
Έτσι μεγάλωσε το παιδί της η Ελένη Μαθιουδάκη. Προσπαθούσε να του δώσει εφόδια για να αντιμετωπίσει όλες τις δυσκολίες της ζωής.
Χαρακτηριστικό είναι και αυτό που μας καταθέτει ο κ. Μαθιουδάκης.
«Μια από τις παραξενιές, που είχα από μικρός, ήταν και η απέχθειά μου στις μελιτζάνες. Σας πληροφορώ ότι η μητέρα μου επί μία εβδομάδα έψηνε μελιτζάνες και μάλιστα χωρίς καρυκεύματα. Σχεδόν άνοστες. Νερόβραστες.
«Είναι σκληρή η ζωή μου έλεγε. Δεν σηκώνει παραξενιές και ιδιοτροπίες. Θα λες δόξα τω Θεώ και θα τρως το βρισκούμενο». Αυτή η εμπειρία ήταν επίσης πολύτιμη για μένα».
Ποτέ δεν επαίνεσε κείμενό του
Το όνειρο της Ελένης Μαθιουδάκη ήταν να δει το γιο της πολιτικό μηχανικό.
«Βέβαια, λέει ο ίδιος με τους βαθμούς που έπαιρνα χατιρικά στα μαθηματικά, καθώς τα φιλολογικά μαθήματα με ενδιέφεραν, ούτε έξω από το Πολυτεχνείο δεν θα μπορούσα να περάσω. Με πίεζε θυμάμαι. Ήθελα να κάνω ανώτερες σπουδές ακολουθώντας τα ίχνη του πατέρα μου. Με κέρδισε όμως η δημοσιογραφία κι έτσι δεν της έκανα το χατίρι να βλέπει το όνομά μου στις μεγάλες επιγραφές πάνω από οικοδομές. Η νύφη της, όμως η Μαριάννα μου, της έδωσε αυτή την ικανοποίηση, καθώς είναι αρχιτεκτόνισσα».
-Μα και το δικό σας όνομα έμπαινε κάτω από σημαντικά κείμενα και μάλιστα δημοσιευμένα σε έντυπα μεγάλης κυκλοφορίας.
– «Ναι αλλά ποτέ δεν μου είπε αν της άρεσαν τα κείμενά μου. Τη ρωτούσα αν τα είδε. Απαντούσε καταφατικά χωρίς όμως να κάνει το παραμικρό σχόλιο».
«Μου είπε όμως και δεν το ξεχνώ, ότι πρώτα πρέπει να με αγαπήσουν τα σκαλοπάτια της εφημερίδας και στη συνέχεια να είμαι καλός με τους άλλους.
Και κάτι ακόμα σπουδαίο. Με συμβούλευε να φεύγω από μια παρέα που κουβέντιαζε σε βάρος κάποιου απόντα. «Ακόμα και η σιωπή σου -μου έλεγε-σε μια τέτοια περίπτωση θα μαρτυρά μια ένοχη στάση». Μ’ έμαθε να αποφεύγω τις ίντριγκες και ν’ ανεβαίνω με την αξία μου».
Όσο όμως αυστηρή μητέρα υπήρξε για το γιο της η Ελένη Μαθιουδάκη, τόσο ανεκτική ήταν με τις εγγονές της και αργότερα με τη δισέγγονή της. Τη μικρή Δανάη. Κοντά στα λατρεμένα της πλάσματα ξεχνούσε τα πέτρινα χρόνια της στέρησης και του αγώνα.
Πέρασε τουλάχιστον ευτυχισμένα γερατειά η υπέροχη αυτή γυναίκα στα χέρια μιας νύφης, της Μαριάννας, που τη λάτρεψε σαν πραγματική της μητέρα.
Κι η γιαγιά Ελένη καμάρωνε παιδιά και δισέγγονα κι έλεγε πως αυτή ήταν η μεγαλύτερη αποζημίωση που περίμενε από τη ζωή της.
Μέχρι τα βαθειά της γεράματα, προσπαθούσε να είναι ενεργή. Δεν άφηνε ούτε το χρόνο να τη δαμάσει. Αξιοπρεπής και αρχόντισσα μέχρι το τέλος.
Ένα λουλούδι για εκείνον
Αγαπούσε πολύ τα λουλούδια. Και κάθε φορά που τα φρόντιζε, επέστρεφε στο εσωτερικό του σπιτιού κρατώντας το πιο ευωδιαστό. Πλησίαζε τη φωτογραφία του Γιάννη της και αποσύροντας το μαραμένο λουλούδι της προηγουμένης, έβαζε το καινούργιο. Αυτό γινόταν συνέχεια Μέχρι το τέλος της ζωής της. Αισθανόταν κοντά της τον αδικοχαμένο της σύντροφο, γιατί ποτέ δεν έπαψε αν τον αγαπά. Ζούσε με την ανάμνησή του κι ήταν ευτυχισμένη γι’ αυτό.
Η Ελένη Μαθιουδάκη είχε κάθε ευκαιρία να φτιάξει τη ζωή της με τον καλύτερο τρόπο. Δεν το σκέφτηκε καν. Έμεινε αφοσιωμένη στη μνήμη του συζύγου της που κανένας δεν μπόρεσε να πάρει τη θέση του στην καρδιά και στη ζωή της. Έφυγε ειρηνικά μέσα σε απόλυτη αγάπη των παιδιών της και των εγγονών της.
Ήταν το αντίτιμο για τα δύσκολα χρόνια που έζησε και τις οδυνηρές θυσίες, που μόνο μια μάνα και πραγματική ηρωίδα της ζωής μπορεί να αντέξει.