Φήμη και γοητεία στη γεύση
Σε όλες της περιοχές του πλανήτη μας υπάρχουν κάποια διατροφικά προϊόντα που έχουν μοναδική ταυτότητα. Το ουίσκι της Ιρλανδίας και της Σκωτίας, το χαβιάρι των χωρών της Κασπίας, η βότκα της Ρωσίας.
Όσον αφορά στα αγροτικά προϊόντα, τέτοιες μοναδικότητες διεκδικούν τα ονομαστά τυριά, όπως το ροκφόρ της Γαλλίας, η παρμεζάνα της Ιταλίας, το ρεγκάτο της Ιρλανδίας ή ακόμη και το χαλούμι της Κύπρου.
Ανάλογη ταυτότητα και φήμη έχει και το αλλαντικό από χοιρινό μπούτι, το προσούτο της Πάρμας της Ιταλίας.
Στην χώρα μας δυστυχώς σχεδόν κανένα από τα αγροτικά μας προϊόντα, παρόλο που είναι από τα καλύτερα στον κόσμο, δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει τέτοια διεθνή φήμη και ταυτότητα που να το κάνει μοναδικό αλλά συγχρόνως και γνωστό στα εκατομμύρια των καταναλωτών.
Το μόνο που έχει αποκτήσει μοναδικότητα, αλλά διαρκώς εγείρονται δυσκολίες στην κατοχύρωσή του λόγω ισχυρών ανταγωνισμών, είναι το Ελληνικό γιαούρτι (Greek yogurt), όπως έχει κατοχυρωθεί διεθνώς.
Η Κρήτη με τα 12 ΠΟΠ ελαιόλαδα
Το προϊόν όμως που διαθέτει μεγάλα περιθώρια να γίνει ο υγρός χρυσός της Κρήτης, όπως το αποκαλούν δημοσιογραφικά, είναι στο ελαιόλαδο .
Ορίζεται ως το κορυφαίο προϊόν της Κρήτης με μια παραγωγή που υπερβαίνει τις 60.000 τόνους ετησίως και αποτελεί κύριο εισόδημα, ή συμπληρωματικό, για το 90 % των οικογενειών του νησιού μας.
Αυτή τη στιγμή έχουν κατοχυρωθεί 12 ελαιόλαδα της Κρήτης ως «Ελαιόλαδα ΠΟΠ», που βεβαίως είναι πραγματικότητα και δίκαια έχουν πάρει αυτή τη διάκριση, πλην όμως, εδώ και 25 χρόνια που τη διαθέτουν, δεν έχουν καταφέρει να γίνουν ευρέως και μάλιστα διεθνώς γνωστά.
Μόνο 4 από αυτά έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν μια αρχική φήμη και να αποκτήσουν μια ίδια ταυτότητα στην αγορά, κυρίως στην Ελληνική και πολύ λιγότερο στη Διεθνή.
Τα υπόλοιπα 8 ελαιόλαδα δεν έχουν αποκτήσει αυτή τη φήμη, που βεβαίως θα τους άξιζε, εφόσον διαθέτουν εξ ίσου άριστη ποιότητα, γιατί, δεν κατάφεραν να διαθέσουν τα μεγάλα ποσά που συνήθως χρειάζονται, για να γίνει η ανάλογη διαφήμιση και προώθησή τους.
Σκεφτόμαστε λοιπόν ότι ίσως θα έπρεπε να διαφοροποιηθεί η μεθοδολογία προώθησης του ελαιόλαδου.
Θα προσπαθήσουμε να διατυπώσουμε μια πρόταση που θα βοηθούσε να κατοχυρωθεί η φήμη του ελαιόλαδου της Κρήτης στα εκατομμύρια των ξένων κυρίως καταναλωτών.
Με λίγα λόγια, θα μπορούσε το Ελαιόλαδο Κρήτης να το γνωρίζουν σαν ονομασία εκατομμύρια καταναλωτές και να το θεωρούν μοναδικό ως προς την ποιότητά του, όπως, ας πούμε, γνωρίζουν και θεωρούν μοναδικό το προσούτο της Πάρμας της Ιταλίας, από τους εκατοντάδες τύπους από ανάλογα αλλαντικά, χοιρομέρια που υπάρχουν.
Και θα είναι απόλυτα δικαιολογημένη μια τέτοια φήμη, αφού και τα οργανοληπτικά του χαρακτηριστικά, όπως και το άρωμα και η γεύση του, το καθιστούν μοναδικό και άριστο.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει, ότι τα ελαιόλαδα στις υπόλοιπες περιοχές της χώρας μας είναι υποδεέστερης ποιότητας και αξίας. Απλώς εμείς στο νησί μας, και όσον μας αφορά, δυνάμεθα να ενδιαφερθούμε για το δικό μας προϊόν και αυτό προτείνουμε.
H ναυαρχίδα της παραγωγής της Κρήτης σε ένα brand name
Μήπως λοιπόν θα πρέπει να αναζητηθεί μια κοινή φόρμουλα, ώστε όλα τα «Ελαιόλαδα ΠΟΠ» της Κρήτης να μπουν κάτω από την ίδια ομπρέλα ως «Ελαιόλαδο Κρήτης ΠΟΠ» και βεβαίως να διαφοροποιούνται στον υπότιτλο της ονομασίας τους ως προς τη στενότερη γεωγραφική τους προέλευση.
Πρέπει σαφώς να βρεθεί η βέλτιστη μεθοδολογία για τη διαχείριση αυτού του ενιαίου brand name για όλη τη Κρήτη.
Αυτή η σωστή διαδικασία – του ενός brand name – έχει ακολουθηθεί στην κατοχύρωση της «Γραβιέρας Κρήτης ΠΟΠ», όσο και του πρόσφατα κατοχυρωμένου «Πευκοθυμαρόμελου Κρήτης ΠΟΠ» που αφορά ποιοτικά προϊόντα για όλες τις περιοχές της Κρήτης.
Θα πρέπει κατ΄ αρχάς να συμφωνήσουν όλοι οι συνεταιριστικοί φορείς της Κρήτης, που σχετίζονται με το ελαιόλαδο, να υπογράψουν ένα πρωτόκολλο συνεργασίας ως ένα είδος προγραμματικής σύμβασης μεταξύ τους, όπου θα ορίζουν και τον φορέα που θα αναλάβει αυτή τη δραστηριότητα.
Ο φορέας αυτός θα μπορεί να είναι κάποιο νέο νομικό πρόσωπο που θα συσταθεί εξ αρχής ή η δραστηριότητα αυτή θα μπορεί να ανατεθεί σε ένα συνεταιριστικό φορέα από τους ήδη υπάρχοντες, που βεβαίως να έχει ιδιαίτερη εμπειρία στη διαχείριση brand names. Θα μπορεί δηλαδή να είναι ένας από τους κεντρικούς συνεταιριστικούς φορείς.
Κατανοούμε ότι αυτή είναι μια ενέργεια υψηλής «συγκρητικής συνείδησης» που βέβαια χρειάζεται ιδιαίτερα ώριμη σκέψη για να υλοποιηθεί.
Τώρα πια που έχουν περάσει 30 τουλάχιστον χρόνια από την εφαρμογή του θεσμού της κατοχύρωσης των ΠΟΠ προϊόντων και οι γνώσεις και η εμπειρία τόσο των παραγωγών, όσο και των συνεταιριστικών φορέων, έχουν φτάσει σε ικανοποιητικό επίπεδο, μπορούμε να λειτουργούμε περισσότερο συλλογικά.
Παλιότερα, η κάθε περιοχή, στενά σκεφτόμενη, περιορίζονταν στο να συζητάει και να αποφασίζει για τα προϊόντα της και μόνον, μην έχοντας τη δυνατότητα της ευρύτερης συλλογικής προσπάθειας και με τις τουλάχιστον γειτονικές περιοχές.
Τώρα όμως, 25 χρόνια μετά, εκτιμώντας και την πορεία και το πρακτικό αποτέλεσμα, όλο αυτό το διάστημα, των μέχρι τώρα ωφελειών που έχουν προκύψει, μπορούμε να συλλογιζόμαστε, να λειτουργούμε και να αποφασίζουμε σε ένα επίπεδο παραπάνω!
Με άλλα λόγια, σήμερα είμαστε περισσότερο ώριμοι, και σαν κοινωνικός χώρος αλλά και σαν μέλη και στελέχη ενός σύγχρονου παραγωγικού ιστού, και επομένως δυνάμεθα να παίρνουμε δυναμικότερες και περισσότερο συμβατές με τη σημερινή πραγματικότητα αποφάσεις.
* Ο Γιώργος Ουρανός είναι γεωλόγος
ouranosgeo@gmail.com
ouranosgeo@gmail.com