Κάτι δεν πάει καλά. Έχω το σκηνικό μιας τραγωδίας βιντεοσκοπημένης και άρα μεγεθυμένης οπτικά και συγκινησιακά τόσο που σ’ αναγκάζει να σιωπήσεις. Όσο ξένος και να’ σαι. Όπου και να’ σαι, όπως και να’ σαι. Όσο η ίδια σκηνή αναμεταδίδεται τηλεοπτικά ξανά και ξανά, δεν ξέρεις από πού να πιάσεις τη φρίκη. Από τη θέα ενός αυτοκινήτου στις φλόγες με μέσα του μια έγκυο μητέρα και το παιδί της, ή τα διαλυόμενα κορμιά που ξέρασε ένας κομήτης φωτιάς. Εκεί σε βρίσκει η συγγένεια που η θλίψη δημιουργεί από τον πόνο. Το συμπάσχειν σε μια τόσο υπερχειλή τραγικότητα. Και είναι βέβαια η οπτική αναμετάδοση της εικόνας που ενισχύει τις αναθυμιάσεις της οδύνης. Η αναπαραγωγικότητα της εικόνας που μεγεθύνει τη βίωση από τρίτους, άσχετους, του αισθήματός της συμμετοχής στη θλίψη, ακόμη και σε σχέση με ιστορίες άλλες, ακόμη πιο τραγικές, που όμως δεν προσφέρθηκαν στη θέαση της εξέλιξής τους.
Ένα πρόσωπο διαφεύγει αυτού του ολοκαυτώματος. Ο πατέρας.
Είναι εκτός του αυτοκινήτου του κατά το χρόνο της σύγκρουσης. Την ώρα όμως που εισέρχεται στη σκηνή του δράματος, όπως αυτό καταγράφεται στις κάμερες, εκλαμβάνεται από εμάς τους τρίτους -θεατές- ως κορυφαίος της τραγωδίας που έστησε η ζωή. Είναι αυτός που συγκεντρώνει τη καθολική συμπάθεια, γιατί κανείς τρίτος δεν διανοείται να φανταστεί το εαυτό του στη θέση του. Δέκα μέτρα μόλις μακριά από τη πυρά που τρέφεται από τα σώματα των αγαπημένων του. Δέκα μέτρα από το σβήσιμο της ζωής που τον προσδιόριζε, ως άνθρωπο, ως ιστορία, ως καταγραφή κοινωνική, ως ευχή, και ως στοίχημα, μέχρι πριν κάποια δευτερόλεπτα.
Δεν μπορεί να μη τον συμπονέσεις, γιατί τον θεωρείς, ήδη νεκρό. Απογυμνωμένο δηλαδή από το διάκοσμο των προσώπων που συνέθεταν τη ζωή του σε ολότητα.
Στην ιστορία αυτή όμως δεν έχουμε κάθαρση. Αντίθετα έχουμε ανατροπή όλων των αναφερομένων από το ήθος του πένθους, όπως αυτό αναβλύζει αναγκαία εκεί που εσότητα της οδύνης γίνεται λάβα. Ο ίδιος ο πατέρας που έχασε σε δευτερόλεπτα την έγκυο γυναίκα του και το μόλις 3 χρονών παιδάκι του, συνεντευξιάζεται την επομένη σε όποιο μέσο του παρέχει μικρόφωνο, με την εικονοκλαστική προθυμία κοινού αυτόπτη μάρτυρα.
Αναφέρεται στα τεχνικά χαρακτηριστικά της Πόρσε που επέπεσε στο σταθμευμένο αυτοκίνητό του και τολμά να περιγράφει τη θλίψη του. Τόσο ανατριχιαστικά, όσο υποδόρεια το θέαμα, του έχει αφαιρέσει στοιχειώδη αντανακλαστικά ψυχικής καταγραφής της απώλειας του. Προς τέρψη της μεντιακής βιομηχανίας, αποσυντίθεται ακόμη και το νεύρο που μας εξασφαλίζει την βαθιά ανθρώπινη αντίδραση στον Πόνο. Στην Οδύνη.
Μιλά, αν και φωνή δεν έπρεπε να να’ χε. Στέκεται όρθιος στο φακό ενώ μόνο σωριασμένος θα’ πρεπε να αγκαλιάζει το χώμα των δικών του. Βλέπει κατάματα τα μισθοφοράκια που τον ρωτούν λαίμαργα κάθε λεπτομέρεια που θα ενδιέφερε την AGB, ενώ θα’ πρεπε να τα καλύψει με στάχτη. (Όση απόμεινε …).
Τον συγχωρώ που δεν τόλμησε να ενωθεί με την πυρά για να αγκαλιάσει τα κορμιά των δικών του, και να ταξιδέψει μαζί τους. Δεν έχω όμως αισθήματα για τα υβριδικά ανθρωποειδή που ετοιμάζονται να μας αντικαταστήσουν στην διαφαινόμενη Απαρχή ενός νέου κόσμου, όπου θα επικοινωνείται μεντιακά η απονεύρωση και θα αγνοείται η Συντριβή και η Οδύνη, ως βασικές συνιστώσες του ανθρώπινου Ήθους.
* Ο Θωμάς Λεχωβίτης είναι δικηγόρος, αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ρεθύμνης