Είναι αρκετά δύσκολο να θυμάμαι τι έχω γράψει στα 42 χρόνια της, από τετραετίας τερματισθείσης καριέρας μου. Για την Ελευθερία Λυράκη όμως ήμουν σίγουρη. Αλλά γιατί δεν ήταν στη σειρά που ξεκίνησα το 1978; Που να είχε χαθεί;
Μέχρι που, η πάντα υποχρεωτική κυρία Μαριάννα στη Βιβλιοθήκη, όταν ζήτησα τα φώτα της μου είπε: «Για να δούμε από αυτά που έχει αφήσει ο κ. Παπιομύτογλου. Κάτι θα υπάρχει…»
Και σε δυο λεπτά, αφού συμβουλεύτηκε τον υπολογιστή, μου είπε: «9 Φεβρουαρίου 1979, είναι το δημοσίευμά σας για την Ελευθερία Λυράκη…»
Αυτή είναι πράγματι κοινωνική προσφορά. Ο πάντα ακούραστος και μεθοδικός Γιάννης Παπιομύτογλου, στη διάρκεια που είχε την ευθύνη της Δημόσιας Βιβλιοθήκης, σημείωνε για ποιες προσωπικότητες υπήρχαν σημειώματα σκόρπια στον τοπικό τύπο. Και τα αρχειοθέτησε. Άλλη μια πρωτοβουλία που αξίζει τον δημόσιο έπαινο….
Βρήκα λοιπόν το παλιό εκείνο δημοσίευμα και αναζήτησα από το κείμενο την αφορμή που το έγραψα. Ναι από τυχαίες συζητήσεις είχα μάθει για τον επίγειο άγγελο που ήταν στο πλευρό κάθε επίτοκης και κάθε λεχώνας. Η Κυρία Ελευθερία με το όνομα. Η γυναίκα που ακόμα αναφέρεται στις συζητήσεις των γυναικών και μάλιστα με μεγάλη συγκίνηση…
Εκείνα τα χρόνια οι μανούλες τι μπορούσαν να ξέρουν; Ούτε τηλεοπτικά πρωινάδικα υπήρχαν να ενημερώνουν, ούτε και ευκαιρίες στις εγκύους να μάθουν στοιχειώδη πράγματα. Και από τις μεγαλύτερες τι να μάθουν περισσότερο, παρά ότι η γέννα θέλει υπομονή…
Ούτε για αναπνοές μας είχε μιλήσει ποτέ κανείς…
Μία πρόθυμη παρουσία
Η Κυρία Ελευθερία λοιπόν ήταν ο πρώτος άνθρωπος που συναντούσε η μέλλουσα μανούλα στην κλινική Λυράκη. Πρόθυμη να μιλήσει με την κοπέλα, να την ενθαρρύνει, να παρασταθεί στη γέννα, πλάι στον άνδρα της το γιατρό Νικόλαο Λυράκη. Κι έπειτα τις νύχτες να κατεβαίνει για να εξετάζει στα δωμάτια αν όλα κυλάνε ήρεμα. Αν πονάει καμιά λεχώνα, αν χρειάζεται κάτι… Πότε ξεκουραζόταν αυτή η γυναίκα κανένας δεν μπορεί να πει. Κι ο άνδρας της την καμάρωνε και ζούσε από την αναπνοή της.
Ένα βράδυ χαλούσε τον κόσμο ένα νεογέννητο. Αναστατώθηκαν μανούλες και μωρά. Τι να συνέβαινε; Κι ήρθε η Κυρία Ελευθερία, ακούμπησε το «μαγικό» χέρι της στο στηθάκι του μωρού κι εκείνο αμέσως ηρέμησε…
«Παρεούλα θέλεις παμπόνηρη…» είπε γελώντας «Αλλά είναι ώρα για ύπνο. Κατάλαβες όμορφη κυρία μου; Ησυχία τώρα να κοιμηθεί ο κόσμος. Έχεις καιρό να τον ξεσηκώνεις…»
Κι όπως την κοιτούσαν μαγεμένες οι μανούλες, εκείνη τους είπε με στοργική αυστηρότητα.
«Άντε τώρα ησυχάστε. Χρειάζεστε δυνάμεις. Άντε κοπέλες μου να σας χαρώ. Και μην ανησυχείτε. Είμαι εδώ…»
Αυτή ήταν η γυναίκα που θα υποκλίνεται πάντα ο σεβασμός των παλιών Ρεθεμνιωτισσών στη μνήμη της.
Κόρη του Αντώνη Λαμπάκη
Η Ελευθερία Λυράκη γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1897. Ήταν κόρη του Αντώνη Λαμπάκη, από τον Άγιο Κωνσταντίνο, που διατηρούσε κατάστημα στην αρχή της Αρκαδίου… Απέναντι από το μετέπειτα, κατάστημα νεωτερισμών Παπαδουράκη.
Η μητέρα της το γένος Σταματάκη, κρατούσε από τον Ασώματο Αγίου Βασιλείου.
Ήταν όμορφη γυναίκα. Είχε φινετσάτα χαρακτηριστικά, έτσι που να θυμίζει καλλονή της Αναγέννησης. Η θέα της, σου προκαλούσε ανάμικτα συναισθήματα θαυμασμού, αλλά και απέραντου σεβασμού. Κάτω όμως από το ανεπιτήδευτα σεμνό της παρουσιαστικό έκρυβε μια δραστήρια φύση, έτοιμη να θυσιαστεί για τον συνάνθρωπο και δίψα για μόρφωση.
Ο πατέρας της άνθρωπος με ευρείς ορίζοντες δεν θέλησε να της στερήσει το δικαίωμα αυτό. Έτσι μετά το Γυμνάσιο της επέτρεψε να συνεχίσει σπουδές στο Αρσάκειο.
Εκείνη του ανταπέδωσε την εμπιστοσύνη του με πολλές διακρίσεις, αποτέλεσμα σκληρής μελέτης. Αμέσως μετά το πτυχίο της κατέβηκε στο Ρέθυμνο με μεγάλη όρεξη να διδάξει τα Ρεθεμνιωτάκια.
Δεν άσκησε όμως για πολύ καιρό το λειτούργημά της. Ένας νεαρός επιστήμονας φάνηκε στο δρόμο της. Ένας άνδρας που κάθε μάνα ονειρευόταν για την κόρη της. Ήταν ο Νικόλαος Λυράκης.
Μια τυχαία συνάντηση
Η πρώτη τους συνάντηση έγινε τυχαία στο Χρωμοναστήρι, όπου είχε κληθεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του ο νεαρός γιατρός. Κάποια στιγμή χρειάστηκε οινόπνευμα και αφού δεν γνώριζε τους ανθρώπους εκεί, το ζήτησε από την πρώτη κοπέλα που βρήκε μπροστά του. Ήταν η Ελευθερία, που πρόθυμη εκ φύσεως, έσπευσε να βοηθήσει. Η προθυμία, η ομορφιά και η χάρη αυτής της κοπέλας έκαναν το γιατρό να χάσει τον ύπνο του. Ο σεβασμός του απαγόρευε να εκδηλωθεί. Αναζητούσε όμως ευκαιρία να τη συναντήσει στους περιπάτους. Έμαθε με τον καιρό ποια είναι η εκλεκτή του κι η θέση του έγινε ακόμα πιο δύσκολη, γιατί είχε στενή φιλία αναπτύξει με τον αδελφό της. Και πώς να το κάνει; Άλλες εκείνες οι εποχές και άλλα τα ήθη. Η αδελφή του φίλου σου άξιζε το σεβασμό δυο φορές από τη φυσική αδελφή σου…
Ήταν το τυχερό
Μια Κυριακή ο γιατρός κατέβηκε να κάνει τον περίπατό του στην προκυμαία. Ήταν από τις όμορφες ώρες του Ρεθύμνου. Άλλοι Ρεθεμνιώτες έκαναν τη βόλτα τους κι άλλοι έπιναν τον καφέ τους.
Περνώντας ο Λυράκης έξω από του Ζέρβα, άκουσε να τον φωνάζουν. Πλησίασε να χαιρετίσει, γιατί ήταν ένας γνωστός του που καθόταν με τη γυναίκα του αυτός που τον κάλεσε να του προσφέρει κάτι. Εκείνη τη στιγμή πλησίασε και η Ελευθερία, στενή φίλη της κυρίας, που μια στιγμή μόνο έμεινε να χαιρετίσει κι έπειτα έφυγε με τη διακριτικότητα που τη διέκρινε πάντα.
Φαίνεται πως η κυρία, κατάλαβε αμέσως πόσο ταιριαστό ζευγάρι ήταν ο γιατρός με την Ελευθερία και χωρίς να διστάσει έβαλε μπροστά το «συνοικέσιο».
Είπε το «ναι»
Η Ελευθερία άκουσε την πρόταση σκεπτική. Ο γιατρός ήταν μια χαρά και της άρεσε. Αλλά φοβόταν να παντρευτεί. Η εμπειρία από μια συμφορά που είχε βρει την οικογένεια Ανδρουλιδάκη, όταν ορφάνεψε από πατέρα και η μεγάλη δυστυχία που ακολούθησε την είχε επηρεάσει. Ήταν δώδεκα χρόνων κορίτσι τότε αλλά μεγαλώνοντας φοβόταν περισσότερο το γάμο και τις ευθύνες του, παρακολουθώντας όσα περνούσαν οι συγγενείς της. Γιατί ξαδέλφια της ήταν οι μετέπειτα επιφανείς δημοσιογράφοι. Ο Λυράκης όμως είχε αρχίσει να γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της σκέψης της. Από τους ελάχιστους που ξεχώριζε. Έτσι κάποια στιγμή ξεπέρασε τους φόβους της. Και είπε το μεγάλο «ναι». Ο αρραβώνας τους κράτησε ένα χρόνο και μετά το γάμο ο γιατρός της ζήτησε να σταματήσει την εργασία της. Δεν είχε βέβαια μεγάλη οικονομική άνεση, αλλά ήθελε την Ελευθερία του κοντά του.
Μπροστά σε νέο δίλημμα βρέθηκε η κοπέλα επειδή λάτρευε και τα παιδιά και το επάγγελμά της. Αλλά ο Νίκος της είχε τον πρώτο και τελευταίο λόγο στη ζωή της. Έτσι παραιτήθηκε.
Μια υποδειγματική μητέρα
Κι ήρθε το 1932, ο Γιώργης της να της χαρίσει τη μεγάλη χαρά της μητρότητας. Δεν είχε απαλλαγεί όμως από την τελειομανία της. Ήθελε να γίνει μια υποδειγματική μητέρα. Εκείνο τον καιρό πληροφορήθηκε ότι ο καθηγητής Δοξιάδης κυκλοφορεί κάποια δελτάρια με χρήσιμες συμβουλές για κάθε μητέρα. Η Ελευθερία έσπευσε να τα προμηθευτεί κι έτσι όταν ήρθε στον κόσμο και ο Αντώνης της, εκείνη πια είχε ειδικευθεί κι ήξερε να αντιμετωπίσει κάθε δυσκολία. Οι γνώσεις αυτές φάνηκαν πολύτιμες, καθώς είχε ανοίξει και η κλινική κι είχε τώρα η Ελευθερία πεδίο δράσης λαμπρό να προσφέρει σε κάθε γυναίκα από τις γνώσεις της.
Θυμάμαι τον αείμνηστο γιατρό να μου λέει πως η γυναίκα του ήταν φαινόμενο. Λαμπρή νοικοκυρά έκανε το σπίτι της να λάμπει. Σύζυγος και παιδιά είχαν τα πάντα στην ώρα τους. Κι επιπλέον παραστεκόταν σε κάθε γυναίκα που ερχόταν στην κλινική για να κερδίσει χρόνο ο γιατρός να ξεκουραστεί.
Καμιά γυναίκα που πήγε να γεννήσει στην κλινική δεν θυμάται να κοιμήθηκε δεύτερη βραδιά στα ίδια σεντόνια, να ήπιε γάλα του κουτιού, να έφαγε κατεψυγμένο κρέας ή ψάρι. Όλες οι γυναίκες που πήγαιναν να γεννήσουν στην κλινική του Λυράκη, είχαν την ίδια περιποίηση, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση.
Κανένας δεν μπορεί να φανταστεί τη χαρά της όταν τυχαία άκουσε από μια κυρία που δεν την είχε αντιληφθεί να λέει στις άλλες που μοιραζόταν το δωμάτιο ότι είχε γεννήσει το πρώτο της παιδί στο Μαιευτήριο της ΕΛΕΝΑΣ, αλλά δεν θυμάται να είχε τόση περιποίηση και τόσο εκλεκτή διατροφή.
Οι πρώτοι αιμοδότες
Είχε όμως κι άλλο καθήκον η Ελευθερία εκτός από την άψογη λειτουργία της κλινικής. Να βρίσκει αίμα σε δύσκολες περιπτώσεις. Είχε όμως κι εκεί οργανωθεί τέλεια.
Ήταν μια παρέα από τους Αστρινό Πηγουνάκη, Στέλιο Γαβρά, Στέλιο Σταγάκη κρεοπώλη και Ηρακλή Σκευάκη, που έδιναν με εξαιρετική προθυμία αίμα χωρίς να χάνουν χρόνο. Κι είχαν σώσει ζωές.
Ένα βράδυ με φοβερή κακοκαιρία άκουσαν οι κυρίες την πόρτα να κλείνει και κατάλαβαν πως η Κυρία Ελευθερία είχε πάρει τους δρόμους. Έπειτα έμαθαν πως κινδύνευε η ζωή μιας γυναίκας και η σύζυγος του γιατρού αδιαφορώντας για τις ακραίες καιρικές συνθήκες, έτρεξε να εντοπίσει συγγενείς για να δώσουν αίμα.
Μπορεί να άφησε την έδρα, για χάρη του γάμου της, αλλά δίδασκε πάντα το καλό.
Το γυναικείο περιβάλλον που την περιστοίχιζε, ήταν φυσικό να έχει και μια έφεση για… κουτσομπολιό αθώο ή και κακεντρεχές. Με λεπτότητα η Ελευθερία ανέβαζε ξανά το επίπεδο χωρίς να προσβάλει. Με αγάπη και πάντα με διακριτικότητα. Αλλοίμονο αν άκουγε να θίγεται η υπόληψη μιας γυναίκας. «Μα πως το λέτε έτσι αβασάνιστα» παρατηρούσε με έντονη τη δυσαρέσκεια στο πρόσωπό της. Φύση εντιμότατη η ίδια δεν ήθελε να παραδεχτεί πως κάποιες άλλες γυναίκες ακολουθούσαν μονοπάτια πιο ελαστικής ηθικής.
Το πιο πικρό ποτήρι
Η έγνοια της για τους άλλους σπάνια της άφηνε περιθώρια να σκεφτεί τον εαυτό της. Να κατέβει κι εκείνη, να ψωνίσει κάτι δικό της. Έπρεπε να επιμείνει πολύ ο γιατρός και να βρεθεί τρόπος να της το στείλουν σπίτι.
Ο άνδρας της και τα δυο της αγόρια που όσο μεγάλωναν ήταν μια ομορφιά, έτσι λεβέντες και χαρισματικά παιδιά που είχαν γίνει, ήταν όλος της ο κόσμος. Πήραν και τα πτυχία τους και η Ελευθερία πετούσε στους ουρανούς. Δεν ήταν μικρό πράγμα αυτό για μια μάνα. Ήθελε τώρα να τα καμαρώσει οικογενειάρχες.
Κι όμως αυτός ο άγγελος επρόκειτο να πιει ένα πικρό ποτήρι. Ο Γιώργης της πάνω στις καλύτερες στιγμές της οικογενειακής του ζωής και της καριέρας του άρχισε να μην νιώθει καλά. Κι έσβησε πριν προλάβουν να συνειδητοποιήσουν όλοι τι του συμβαίνει.
«Που είναι ο Γιωργάκης μας Αιμιλία;»
Λύγισε ο γιατρός σαν κυπαρίσσι που το χτύπησε κεραυνός. Η Ελευθερία δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι ο Γιώργης της είχε φύγει. Βλέποντας όμως την απελπισία του ανδρός της ξύπνησε μέσα της η αγωνίστρια της ζωής. Έκανε κουράγιο και προσπάθησε να στηρίξει τον άνδρα της. Μπροστά του ούτε λέξη δεν έλεγε για το χαμένο τους παιδί. Μόνο όταν έμενε μόνη άφηνε τον πόνο της να ξεσπάσει.
Η Αιμιλία μόνο, μια αφοσιωμένη συνεργάτις, ήταν εκείνη στην οποία απευθυνόταν η Ελευθερία με σπαραγμό:
«Που είναι ο Γιωργάκης μας Αιμιλία;» ρωτούσε και την έπνιγαν τα αναφιλητά.
Κι ήρθε ο καιρός να κλείσει η ιστορική κλινική. Τώρα είχε διπλή φροντίδα η Ελευθερία να στηρίζει τον άνδρα της και να μην τον αφήνει στις θλιβερές του σκέψεις.
Είχε γίνει υπερπροστατευτική. Λίγο να ξεχνιόταν στο καφενείο ο γιατρός ή μόλις ο καιρός άλλαζε προς το χειρότερο έτρεχε να τον φέρει στο σπίτι τους.
«Δεν θα ‘θελα ούτε στιγμή πίσω σου να μείνω», του έλεγε καμιά φορά όταν αναλογιζόταν το τέλος.
Σαν να ήταν οι ουρανοί ανοιχτοί όταν έκανε την ευχή της έπεσε στο κρεβάτι άρρωστη βαριά. Οι αδελφές της, ο άνδρα της, το παιδί της προσπαθούσαν να την συνεφέρουν. Πράγματι και μετά από μια θεραπεία στην Αθήνα έδειχνε σημεία βελτίωσης. Κατέβηκε στο Ρέθυμνο και ξανάρχισε πάλι με την ίδια στοργή να φροντίζει τον άνδρα της.
Κι ενώ όλα έδειχναν να περνούν καλά έπεσε ξανά στο κρεβάτι. Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά. Εκείνη περισσότερο μάντευε τους αγαπημένους της που την περιέβαλαν με όλη τους την φροντίδα. Έμενε με τα μάτια κλειστά.
«Ο Νίκος μου»
Μόνο όταν σίμωνε ο γιατρός και επιτακτικά τη ρωτούσε:
-«Πες μου ποιος είμαι εγώ;»
Κι εκείνη άνοιγε τότε τα μάτια τον κοιτούσε με λατρεία και του έλεγε με φωνή σβησμένη
-«Ο Νίκος μου».
Πέθανε μια μέρα του Σεπτέμβρη του 1978. Έκλαψαν και οι πέτρες το χαμό της.
Πέρασαν τα χρόνια. Κι όμως είναι αρκετοί ακόμα που με συγκίνηση μιλούν για έναν άγγελο καλοσύνης, την Ελευθερία Λυράκη, που ξόδευε από τον ήλιο της αγάπης της, για πολλά πολλά χρόνια, πάνω στο λίκνο της νέας ζωής.