Μπορεί να είναι ελκυστικά τα ανακαινισμένα και τα ολοκαίνουργα κομματικά λάβαρα με τους νέους συμβολισμούς, αλλά οι εμπνευστές τους δύσκολα θα παρακάμψουν κρίσιμα ερωτήματα (εν όψει και των εκλογών). Πού ήταν όταν οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης οδηγούσαν την οικονομία στα βράχια και τους πολίτες στα σημερινά αδιέξοδα; Μήπως διατράνωσαν ποτέ την αντίθεσή τους στις ολέθριες κυβερνητικές επιλογές και πολιτικές; Αν δεν είχαν τότε την απαιτούμενη οξυδέρκεια για να διαβλέψουν τη λανθασμένη και επικίνδυνη πορεία του σκάφους ή την διέβλεπαν και σιωπούσαν για δικούς τους λόγους, τι καλό και εθνοσωτήριο μπορούμε να περιμένουμε από αυτά τα λάβαρα (καθώς επίσης και από τα παλιά);
Πού ήταν οι σημερινοί μνηστήρες της εξουσίας όταν η χώρα δανειζόταν αβέρτα με 0,5 % αλλά το φτηνό χρήμα δεν πήγαινε στην παραγωγή ή σε έργα υποδομής; Τι έκαναν βλέποντας ότι οι κυβερνώντες κατασπαταλούσαν το δανεικό χρήμα σε ατέλειωτους, ανεξέλεγκτους και κατά κανόνα αναξιοκρατικούς διορισμούς ομοϊδεατών, συγγενών, φίλων και ημετέρων στο δημόσιο με στόχο να εξασφαλίσουν ισχυρή κομματική-εκλογική πελατεία και προχωρούσαν σε μαζικές κρατικοποιήσεις τραπεζών, μέσων μεταφορών κτλ. για τον ίδιο λόγο;
Τι έκαναν διαπιστώνοντας στη συνέχεια ότι τα φτηνά δάνεια άρχισαν να γίνονται δάνεια τού 6,5% και παράλληλα να αυξάνεται το δημόσιο χρέος σε πολλές δεκάδες δισεκατομμύρια για να φτάσει τις τρεις εκατοντάδες; Διερωτήθηκαν ποτέ ποιος θα πλήρωνε το δυσβάσταχτο χρέος ή μήπως ενδιαφέρθηκαν να μας ενημερώσουν τουλάχιστο για τον επικείμενο εκτροχιασμό αν δεν μπορούσαν να πράξουν τίποτα άλλο; Μήπως παραιτήθηκαν όσοι από αυτούς ανήκαν σε κυβερνώντα κόμματα; Τι λύσεις περιμένουμε να δώσουν σήμερα όλοι εκείνοι οι οποίοι είτε ως κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι σιωπούσαν είτε ως απλοί πολίτες σφύριζαν αδιάφορα έχοντας κατά νου το προσωπικό τους συμφέρον;
Ας έλθουμε όμως στο πρόσφατο παρελθόν, στη μετά-«λεφτά υπάρχουν» εποχή και στην επακόλουθη εξαθλίωση τού μέσου Έλληνα πολίτη. Πού ήταν και τι έκαναν για μας τους ψηφοφόρους οι επίδοξοι εθνοσωτήρες όταν οι προηγούμενοι μάς οδηγούσαν στον όλεθρο; Μήπως κατήγγειλαν το σφαγιασμό μισθωτών και συνταξιούχων την ώρα που μεγαλοφειλέτες του δημοσίου συνέχιζαν (και συνεχίζουν) ανενόχλητοι το τσιμπούσι τους; Ενδιαφέρθηκαν ποτέ να μάθουν (και να μας πουν) τι ποσά εισπράχτηκαν (αν εισπράχτηκαν) από την επίσημη λίστα του Υπουργείου Οικονομικών (ημερομηνία δημοσίευσης 23/1/2012) με τα 4.152 ονόματα μεγαλοφειλετών και τις συνολικές οφειλές ύψους 14, 857 δισ. ευρώ και πόσοι από τους οφειλέτες αυτούς είναι σήμερα φυλακή;
Τι ενέργειες έχουν κάνει οι επίδοξοι εθνοσωτήρες για την άμεση είσπραξη των ληξιπρόθεσμων αυτών οφειλών την ώρα που χιλιάδες συμπολίτες προπηλακίζονται, διασύρονται, τρομοκρατούνται ή φυλακίζονται απλά και μόνο επειδή με την ανελέητη αφαίμαξη αδυνατούν να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις; Ποιοι και πόσοι από τους σημερινούς εραστές της εξουσίας συμπαραστάθηκαν έμπρακτα στους ανθρώπους αυτούς; Μήπως αντιστάθηκαν στην αυθαιρεσία ή μήπως αγωνίστηκαν για την αποκατάσταση τής φορολογικής δικαιοσύνης προς όφελος εκείνων των ψηφοφόρων από τους οποίους ζητούν σήμερα στήριξη με απύθμενο θράσος;
Για όλα φταίει η τρόικα τη στιγμή που η κυβέρνηση, ακολουθώντας την προσφιλή τακτική της προηγούμενης, ή δεν εφαρμόζει τα συμφωνηθέντα ή, με τη δαμόκλειο σπάθη του πολιτικού κόστους να επικρέμεται πάνω από το κεφάλι της, τα εφαρμόζει επιλεκτικά και προσπαθεί με τεχνάσματα και κωλυσιεργίες να αποφύγει το αναπόφευκτο παρατείνοντας την αγωνία και επιδεινώνοντας τη θέση όλων όσων πληρώνουν κάθε φορά το μάρμαρο;
Από την άλλη μεριά η αντιπολίτευση διατυμπανίζει (λες και απευθύνεται σε αβδηρίτες) ότι έχει σχέδιο για να βγάλει τη χώρα από το μνημόνιο και να την απαλλάξει από το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους, που αυξάνεται συνεχώς παρά τα όποια «κουρέματα» (το πρώτο εξάμηνο του 2013 ξεπέρασε τα 321 δισ. ευρώ). Σχέδιο όμως για την άμεση είσπραξη των μεγαλοφειλών και την αύξηση των δημοσίων εσόδων προς όφελος των εξαθλιωμένων συμπολιτών δεν έχει. Είναι δυσκολότερο το σχέδιο αυτό ή κρίνει πως δεν χρειάζεται όσο υπάρχουν τα (συνήθη) υποζύγια τα οποία θα φορτώνει και εκείνη ως αυριανή κυβέρνηση με την ίδια ευκολία και αναλγησία;
Αν κατά τον Ευριπίδη όποιος γνωρίζει ιστορία είναι ευτυχής, κατά τον Χέγκελ η ιστορία διδάσκει ότι οι λαοί και οι κυβερνήσεις δεν μαθαίνουν τίποτα από την ιστορία. Έτσι πριμοδοτούμε πάλι τους σημερινούς μνηστήρες της εξουσίας χωρίς να εξετάζουμε την κοινωνική παράμετρο της όποιας δράσης τους. Για αυτόν το λόγο η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα (κατά τον Μαρξ), με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την προοπτική της εξόδου μας από την κρίση που δεν είναι βέβαια μόνο οικονομική. Πρωτίστως είναι κρίση αξιών και παιδείας.
* Ο Οδυσσέας Τσαγκαράκης είναι ομότιμος καθηγητής κλασικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και συγγραφέας