Οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι σωτήριες για το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου και τις προσπάθειες διασφάλισης της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους μέχρι την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας, εάν και εφόσον αυτό συμβεί έως το 2024.
Το οικονομικό επιτελείο έχει θέσει ως στόχο το ορόσημο αυτό να κερδηθεί μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2023, τη στιγμή που διεθνείς οίκοι έχουν εκτιμήσει πως η Ελλάδα δεν αποκλείεται να ενταχθεί στο γκρουπ του investment grade ακόμη και στα τέλη του 2022. Η Τράπεζα της Ελλάδος μέσα από την ενδιάμεση έκθεση νομισματικής πολιτικής έστειλε ένα σημαντικό και σαφές μήνυμα ότι δεν αρκούν μόνον οι ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης και η διαχείριση του ελληνικού χρέους, τονίζοντας πως η ανάγκη συνέχισης και εντατικοποίησης της προσπάθειας για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι επιτακτική, για να μη χαθεί αυτό το «στοίχημα» που έχει βάλει η κυβέρνηση και έχουν σαφώς ακούσει και «παρακολουθούν» οι αγορές.
Δυσκολότερο το 2022
Το βέβαιο είναι πως το 2022 το περιβάλλον στις αγορές ομολόγων θα είναι σαφώς δυσκολότερο από την τελευταία διετία. Η στροφή της νομισματικής πολιτικής διεθνώς και η πιο αργή σε σχέση με άλλες κεντρικές τράπεζες στην απάντησή της, αλλά σίγουρα διαφορετική και λιγότερο «χαλαρή», Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να οδηγήσουν σε άνοδο τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και σε πιο ακριβές συνθήκες χρηματοδότησης. «Τα ιστορικά χαμηλά στα κόστη δανεισμού ανήκουν πλέον στο παρελθόν», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει παράγοντας της αγοράς. Στην Ευρώπη, ωστόσο, η Κριστίν Λαγκάρντ και το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ διασφάλισαν τη συνέχιση του «ελέγχου» των αποδόσεων, καθώς η ποσοτική χαλάρωση –αν και πιο περιορισμένη πλέον– θα συνεχιστεί, ενώ θα «τρέχει» έως τα τέλη του 2024 το πρόγραμμα επανεπενδύσεων του PEPP, από το οποίο η Ελλάδα μπορεί να επωφεληθεί περισσότερο από άλλες αγορές.
Είναι ξεκάθαρο πως αυτό που άφησε την Ελλάδα εκτός κανονικού QE και τη χαρακτήρισε ουσιαστικά για μία ακόμη φορά «ειδική περίπτωση» είναι το γεγονός ότι δεν κατέχει επενδυτική βαθμίδα. Η ΕΚΤ «αγόρασε» περιθώριο τριών ετών συνολικά στην ελληνική κυβέρνηση και ενάμισι έτος παραπάνω από τον «στόχο» του α΄ εξαμήνου του 2023, εξασφαλίζοντας ότι δεν θα δεχτεί κάποια επίθεση από τις αγορές μέχρι να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα. «Ηταν τεράστια παραχώρηση από την ΕΚΤ να κατονομάζει συγκεκριμένα την Ελλάδα στη δήλωση νομισματικής πολιτικής. Η ΕΚΤ εξάλλου έχει εντολή για την Ευρωζώνη και όχι για μία μόνο χώρα. Νομίζω, λοιπόν, ότι ήταν πολύ σημαντικό το γεγονός ότι αναφέρθηκε ρητά στην Ελλάδα. Αυτό καθιστά σαφές ότι το διοικητικό συμβούλιο γνωρίζει καλά την ιδιαίτερη θέση που βρίσκεται η χώρα», σημειώνει στην «Κ» ο Σεμπάστιαν Φελέχνερ, επικεφαλής αναλυτής για την Ελλάδα της DZ Bank.
18 κρίσιμοι μήνες
Μέσα στους επόμενους 18 μήνες, λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση, εάν θέλει να τηρήσει τη «δέσμευση» που έχει δώσει στις αγορές, πρέπει να κάνει το δικό της «whatever it takes», μετά το αντίστοιχο που έκανε η ΕΚΤ για την Ελλάδα στις 16 Δεκεμβρίου. Οπως έχει σημειώσει στην «Κ» ο Ιωάννης Σώκος, επικεφαλής ανάλυσης της αγοράς σταθερού εισοδήματος της Deutsche Bank, σίγουρα οι αποφάσεις της ΕΚΤ αποτελούν προστασία για τα ελληνικά ομόλογα, «ωστόσο, το καλύτερο στοίχημα της Ελλάδας είναι να κάνει ό,τι μπορεί για να επιταχύνει τη διαδικασία αναβάθμισης της αξιολόγησης και να ανακτήσει την επενδυτική της βαθμίδα».
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι η η Ελλάδα δεν θα πρέπει να απογοητεύσει στα εξής μέτωπα:
• Στη διατήρηση της ισχυρής αναπτυξιακής πορείας.
• Στη συνέχιση της πτωτικής πορείας του χρέους προς ΑΕΠ.
• Στη μείωση του δείκτη των NPEs των ελληνικών τραπεζών κοντά στα ευρωπαϊκά επίπεδα του 5%.
• Στην εφαρμογή συνετούς δημοσιονομικής πολιτικής
• Στην επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων.
Η Fitch άλλωστε στην τελευταία της έκθεση για φέτος τόνισε πως η μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ότι το δημόσιο χρέος/ΑΕΠ επιστρέφει σε σταθερή καθοδική πορεία, η συνεχιζόμενη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών και η καλύτερη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση της Ελλάδας.
Ξεκινούν οι αξιολογήσεις από τους οίκους
Το 2022 αποτελεί το έτος που ουσιαστικά θα στρώσει το έδαφος για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Οι κινήσεις που προγραμματίζει ο ΟΔΔΗΧ στο σκέλος της διαχείρισης και μείωσης του χρέους έχουν ακριβώς αυτόν τον στόχο. Προτεραιότητα είναι:
α) Οι προπληρωμές χρέους – πλήρης εξόφληση του ΔΝΤ και δύο δόσεις των δανείων GLF.
β) Η εμπροσθοβαρής εκδοτική δραστηριότητα έτσι ώστε να κεφαλαιοποιηθεί το PEPP έως τη λήξη του –ξεκινώντας τον Ιανουάριο με ένα benchmark ομόλογο (10ετές, 15ετές ή 20ετές σύμφωνα με εκτιμήσεις)–, με το σύνολο των εκδόσεων να διαμορφώνεται κοντά στα 10 δισ. ευρώ και να «καλύπτονται» πλήρως από την ΕΚΤ.
γ) Η διατήρηση των υψηλών ταμειακών διαθεσίμων, τα οποία εκτιμώνται στα 25 δισ. ευρώ μετά τις προπληρωμές.
δ) Μία κίνηση – έκπληξη που αφορά τα έντοκα.
Ολα τα παραπάνω θα βρεθούν στο ραντάρ των οίκων αξιολόγησης, με τον «χορό» των εκθέσεών τους να ξεκινάει με τη Fitch στις 14 Ιανουαρίου, να συνεχίζεται με την DBRS στις 18 Μαρτίου και τη S&P στις 22 Απριλίου.
Η Moody’s δεν έχει ακόμη ανακοινώσει το πρόγραμμά της, αλλά η «ετυμηγορία» της αναμένεται κοντά στον Μάιο. Ο δεύτερος κύκλος αξιολογήσεων ξεκινάει και πάλι με τη Fitch στις 8 Ιουλίου και συνεχίζεται με την DBRS στις 16 Σεπτεμβρίου, τη S&P στις 21 Οκτωβρίου και τη Moody’s κάπου τον Νοέμβριο. Αλλά δεν τελειώνει εκεί, καθώς η Fitch έχει προγραμματίσει τρεις αξιολογήσεις το 2022, με την τελευταία να είναι στις 7 Οκτωβρίου, καθώς –όπως εξηγεί στην «Κ»– «ο κανονισμός μας απαιτεί επανεξέταση κάθε έξι μήνες και έτσι προγραμματίσαμε τρεις για την Ελλάδα για να αποφύγουμε μία αξιολόγηση την πρώτη εβδομάδα του Ιανουαρίου 2023». Τότε θα είναι η εποχή που η συζήτηση για ανάκτηση στην επενδυτική βαθμίδα θα έχει πάρει «φωτιά»…
Πηγή: kathimerini.gr