Η Ελληνική Προεδρία ακούστηκε ότι θέλει να αναμοχλεύσει το παγωμένο ντοσιέ της Τουρκικής ένταξης στην Ε.Ε. Με τη συγκεκριμένη κίνηση, επιδιώκει να συμβάλλει την αναστροφή του κλίματος του ευρωσκεπτικισμού, που έχει απλωθεί στη γειτονική χώρα. Η Τουρκία θεωρήθηκε ως επιλέξιμο προς ένταξη κράτος στη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι (1999).
Ως προς την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, αυτή ολοκληρώνεται με την υπογραφή 35 Κεφαλαίων, (αναφερόμενα στα οικονομικά κριτήρια), τα οποία αφορούν ειδικότερα στην αποδοχή του κοινοτικού κεκτημένου. Οι διαπραγματεύσεις μετ’ εμποδίων για μέρος των Κεφαλαίων αυτών, δεν προχωρούν κατά τα προβλεπόμενα. Αυτό οφείλεται στις δυσκαμψίες της εξωτερικής πολιτικής της εν λόγω χώρας στο θέμα της Κύπρου.
Από το σύνολο λοιπόν των προαναφερθέντων Κεφαλαίων, κάποια άνοιξαν (Περιβάλλον κ.λπ.), κάποια πρόκειται να ανοίξουν (περιφερειακή πολιτική), ένα έχει κλείσει προσωρινά (Έρευνα και Τεχνολογία), σε κάποια έχει διακοπεί η διαπραγμάτευση (γεωργία, αλιεία, κ.ά.) και κάποια ακόμη δεν άνοιξαν (κρατικές προμήθειες κ.ά.).
Για πολλούς έχει χαθεί το τρένο της πλήρους ένταξης της Τουρκίας. Έτσι, είναι διάχυτη η άποψη ότι εδώ και καιρό η χώρα μάλλον εμπαίζεται.
Η Ελλάδα φαίνεται ίσως ως ο μόνος ρομαντικός εταίρος, που υποστηρίζει ανοιχτά την πλήρη ένταξη. Εδώ, το Υπουργείο Εξωτερικών έχει επενδύσει πολλά, ποντάροντας στην επίλυση των διμερών μας προβλημάτων.
Με δεδομένο όμως την προοπτική της μερικής ένταξης, που είναι και το πιθανότερο, η στρατηγική αυτή θα αποδειχθεί λάθος, εφόσον συνεχίζει να μεταθέτει την επίλυση των όποιων διαφορών μας στο μέλλον. Αντίθετα, θα ήταν σκόπιμο να ασκούνται πιέσεις, έτσι ώστε κάθε διαφορά μας να λυθεί το δυνατόν γρήγορα και μάλιστα, πριν την τελική ψυχρολουσία που μάλλον πρόκειται να δεχθεί η Τουρκία στο θέμα της ένταξης, (μερικής, εκτός αν υπάρχουν ακόμη και πιο δυσάρεστες εκπλήξεις για την ίδια).
Η τολμηρή θέση της Ελληνικής προεδρίας για το προχώρημα λίγων Κεφαλαίων, στο επόμενο εξάμηνο του 2013, μπορεί να αποφέρει ορισμένα οφέλη στην Ελλάδα, αρκεί να γίνουν ταυτόχρονα κάποιες κινήσεις.
Αναλυτικότερα, για λόγους που δε γνωρίζουμε, και γι’ αυτό ευθύνονται παλαιότερες εξωτερικές πολιτικές, το Κεφάλαιο της αλιείας ανήκει σε εκείνα, όπου διακόπηκαν οι διαπραγματεύσεις, ενώ θα μπορούσε να «τρέχει» όπως μερικά άλλα.
Αν ανοίξει αυτό το Κεφάλαιο, και περπατήσει μαζί με όσα πρόκειται να οδηγηθούν προς ολοκλήρωση με πρωτοβουλία της Ελληνικής Προεδρίας, τότε αυτό θα αποφέρει ένα όφελος:
Την αποδοχή (ή τον μονόδρομο προς την αποδοχή), εκ μέρους της Τουρκίας των χωρικών υδάτων των 12 μιλίων, στο πλαίσιο της πολιτικής της αλιείας της Ε.Ε. Σύμφωνα με τα σχετικά κοινοτικά νομοθετήματα, που οφείλει να αποδεχθεί η Τουρκία στο πλαίσιο της ενταξιακής διαδικασίας, τα χωρικά ύδατα των 12 μιλίων αποτελούν κοινοτικό κεκτημένο. Το ταλέντο της εξωτερικής μας πολιτικής θα φάνει λοιπόν σε ένα σημείο: Να υιοθετηθεί το κοινοτικό κεκτημένο στα θέματα της αλιείας από την Τουρκία το δυνατόν γρηγορότερα, έχοντας ως δομένο το καθεστώς της μερικής ένταξης και όχι της πλήρους.
Εμείς έχουμε αποδεχθεί (υποχρεωτικά) τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις της Ε.Ε., γεγονός που σημαίνει έχουμε υιοθετήσει τα 12 μίλια ως χωρικά ύδατα.
Η αγαπητή μας Επίτροπος, η κα Δαμανάκη, αντί να ασχολείται με θέματα μη αρμοδιότητάς της (επιστροφή ή μη στη δραχμή κ.ά.) θα μπορούσε, ως πολιτικά ιστάμενη της Γενικής Διεύθυνσης της Αλιείας, να είχε προβεί στους κατάλληλους χειρισμούς σε αυτό το θέμα, οδηγώντας τις εξελίξεις στον επιδιωκόμενο στόχο.
Βέβαια, δε είμαστε συνηθισμένοι να βλέπουμε την ανάπτυξη πολύπλοκων στρατηγικών εκ μέρους των Ελλήνων Επιτρόπων, καθώς εκ του αποτελέσματος, δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι οι ικανότεροι. Το περιορισμένο, πριν την ανάληψη των καθηκόντων τους, έργο και το φτωχό χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις και διεθνή εμπειρία προφίλ, θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν και τις θέσεις ευθύνης που κατέχουν στην Επιτροπή.
Πιο συγκεκριμένα, ο εκάστοτε Πρόεδρος της Επιτροπής τους αναθέτει πάντοτε «δευτεροκλασάτες» Γενικές Διευθύνσεις, ενώ οι αρχηγικές (noble όπως ονομάζονται) δίνονται στους άλλους, ακόμη και σε Επιτρόπους χωρών που εντάχθηκαν μετά το 1995.
* Ο Δημήτρης Μάρδας είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών-Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης