Με τη σημερινή κατάσταση στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, είναι δεδομένο πως ο πραγματικός χώρος της σοσιαλδημοκρατίας, ο χώρος του λεγόμενου Προοδευτικού χώρου, δεν έχει την εκπροσώπηση που πραγματικά μπορεί να έχει αλλά και που έχει ανάγκη η χώρα. Ένας πολιτικός και ιδεολογικός χώρος που εκτείνεται από τη Μεταρρυθμιστική Αριστερά, περνάει από την Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία και το εκσυγχρονιστικό ρεύμα, έως και το λεγόμενο – οικονομικά και όχι πολιτικά – κοινωνικό κέντρο, δεν εκπροσωπείται όπως αυτό θα ήταν δυνατό.
Ο χώρος βρίσκεται στην αναζήτηση της ταυτότητάς του, των ηγετών του και του τρόπου που θα εκφραστεί στη κοινωνία. Στη παρούσα φάση, βρίσκεται κατακερματισμένος, μικρός και αδύναμος. Τόσο σε επίπεδο αποδοχής από τη κοινωνία όσο και σε επίπεδο προτάσεων.
Αν θέλουμε να δούμε πως αυτός ο χώρος θα επανασυσταθεί, πρέπει να απαντήσουμε σε τρία θεμελιώδη ερωτήματα:
Α. ΠΟΥ θα απευθυνθεί αυτό το πολιτικό ρεύμα προκειμένου να αποκτήσει ισχυρές κοινωνικές βάσεις προκειμένου να μπορέσει να κάνει τις απόψεις του κυρίαρχες στο πολιτικό σύστημα; Σε ποιους πολίτες θα μιλήσει και ποιους θα ζητήσει να ακούσουν τις απόψεις του; Με ποια κοινωνική, ιδεολογική και οικονομική βάση θα προσπαθήσει να γίνει συνομιλητής;
Β. ΠΩΣ θα πραγματοποιήσει αυτό το κάλεσμα; Με ποιες προτάσεις; Πάνω σε ποια λογική; Βάζοντας ποια ως δεδομένα στηρίγματα στην ιδεολογική του φαρέτρα; Θα μοιράσει υποσχέσεις ή σχέδιο; Θα μετρήσει στόχους ή θα πετάει πυροτεχνήματα;
Γ. Με ΠΟΙΟΥΣ ανθρώπους μπροστάρηδες θα βγει να τοποθετηθεί; Ποιοι είναι αυτοί που θα εκπροσωπήσουν αυτό το ρεύμα στη κοινωνία;
Αν τα παραπάνω ερωτήματα απαντηθούν με ειλικρίνεια, θα έχει λύσει ο χώρος τα βασικά του θέματα, ώστε να μπορέσει η κοινωνία να ακούσει τις προτάσεις αυτές.
Οι απαντήσεις πρέπει να δοθούν το δυνατόν γρηγορότερα και πειστικότερα, καθώς η χώρα σέρνεται, μέσα σε ένα πολύ άσχημο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον. Μπερδεμένοι, προβληματισμένοι, κουρασμένοι και απογοητευμένοι οι πολίτες δυσκολεύονται να επιλέξουν ορθά. Προχωρούν είτε σε επιλογές που σε άλλες εποχές θα ξάφνιαζαν και θα προκαλούσαν θυμηδία, είτε απέχουν από τη πολιτική διαδικασία. Στις μέρες μας, δεν υπάρχει ο πολιτικός λόγος εκείνος ο οποίος θα προκαλέσει το ενδιαφέρον της κοινωνίας να ενταχθεί στη πολιτική διαδικασία.
Προσωπικά, πιστεύω πως τα τρία πολύ κρίσιμα ερωτήματα που αφορούν όχι μόνο τον πολιτικό χώρο στον οποίο εντάσσω τον εαυτό μου, αλλά τελικά, ολόκληρη τη χώρα, απαντώνται πολύ συγκεκριμένα:
Α. Η πρόταση της Ελληνικής Σοσιαλδημοκρατίας, της Δημοκρατικής Παράταξης δηλαδή για να μιλάμε με όρους συγκεκριμένους, θα πρέπει να απευθυνθεί στα τμήματα εκείνα της ελληνικής κοινωνίας που έχουν κατανοήσει τα πραγματικά προβλήματα της χώρας, και ψάχνουν τους τρόπους για να βγάλουν τη χώρα από τις δυσκολίες. Η νέα πρόταση θα πρέπει να μιλήσει στα παραγωγικά τμήματα της κοινωνίας και όχι στα παρασιτικά της. Στους νέους και στους φιλόδοξους που σήμερα βρίσκουν τη χώρα απέναντι σε κάθε σκέψη ή προσπάθειά τους. Θα πρέπει να αποταθεί στους ανθρώπους εκείνους που θέλουν να χαράξουν την πορεία της χώρας πατώντας μόνο στα σωστά των προηγούμενων ετών και έχουν μάθει από τα λάθη του παρελθόντος. Η πολιτική παρέμβαση του χώρου θα πρέπει να γίνει μιλώντας σε αυτούς που καταλαβαίνουν πως η χώρα χρειάζεται πραγματικές αλλαγές πάνω σε ότι ήταν λάθος, και όχι μπαλώματα.
Β. Η πρόταση του Δημοκρατικού και ανέκαθεν βαθειά Μεταρρυθμιστικού χώρου θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα συγκεκριμένη και οραματική. Μετρήσιμη κοντά αλλά και σχεδιασμένη για μακριά, συνάμα. Θα πρέπει να περιέχει αλήθειες και σχέδιο, όχι όμως χωρίς τη γενική κατεύθυνση και τη μακρά πορεία. Η κοινωνία πλέον είναι υποψιασμένη. Το τμήμα τουλάχιστον της κοινωνίας το οποίο επιθυμεί τη πραγματική επανόρθωση της χώρας. Σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας θέλει μετρήσιμες προτάσεις, βαθιές και πραγματικές τομές και μεταρρυθμίσεις, συγκεκριμένα βήματα και ρεαλιστικούς στόχους. Και τέτοιες πρέπει να είναι οι προτάσεις του χώρου. Πάντα όμως, να συμπληρώνονται αυτές από τη γενική κατεύθυνση, το όραμα και το φόντο στο οποίο κινούνται οι προτάσεις για τη δημιουργία της χώρας του επόμενου αιώνα.
Γ. Είναι πολύ κρίσιμο να δούμε σε τελικό στάδιο, ποιοι θα είναι εκείνοι που θα αναλάβουν την εκφορά του παραπάνω περιγραφόμενου πολιτικού λόγου. Η απάντηση μπορεί να φαίνεται απλή αλλά δεν είναι. Η πρόταση πρέπει να εκφραστεί από εκείνους οι οποίοι πραγματικά ενστερνίζονται αυτές τις προτάσεις. Οι βαθιές τομές που απαιτούνται για τη χώρα δεν μπορούν να εκφραστούν από ανθρώπους που δεν πιστεύουν βαθύτατα σε αυτές. Οι προτάσεις για μετρήσιμα και συγκεκριμένα αποτελέσματα πρέπει να ειπωθούν από ανθρώπους που δεν θέλουν γενικότητες και περιπλανήσεις. Οι σκέψεις για αλλαγή των αποτυχημένων μοντέλων δεν μπορούν αν γίνουν από ανθρώπους που λατρεύουν τη προηγούμενη λειτουργία της χώρας. Και οι άνθρωποι που απαιτούνται βρίσκονται σε κάθε ηλικία, σε κάθε κοινωνική τάξη, γύρω μας και αυτή τη στιγμή, οι περισσότεροι από αυτούς είναι ανένταχτοι και απογοητευμένοι.
Σε αυτό βέβαια το ερώτημα, σημαντικό μέρος της απάντησης είναι η νέα γενιά αυτής της χώρας. Η γενιά εκείνη της χώρας που θα πρέπει να κληθεί να συμμετάσχει με τις σκέψεις της και τα οράματά της, καθώς είναι αυτή που σε μερικά χρόνια θα πάρει τα ηνία της χώρας που θα σχεδιασθεί τώρα. Και πρέπει σε αυτούς να δοθεί τόσο ο πολιτικός χώρος όσο και ο πραγματικός χρόνος να συμμετάσχουν ειλικρινά, χωρίς κουκουλώματα και διαθέσεις εκμετάλλευσης.
Απαντώντας με πάθος και ειλικρίνεια σε αυτά τα ερωτήματα, και μόνον έτσι, μπορεί να συσταθεί από την αρχή ο χώρος της Δημοκρατικής Παράταξης, να αποταθεί στην ελληνική κοινωνία και να αποκτήσει δυναμική. Και μόνον έτσι. Οποιεσδήποτε άλλες προσπάθειες, ειδικά όσες έχουν αν κάνουν με παλιές λογικές της καρέκλας και της προσωπικής ανάδειξης, είναι καταδικασμένες να αποτύχουν.
Και αν αποτύχει ο χώρος ίσως να μην πειράζει τόσο. Όμως η αποτυχία της χώρας είναι το κρίσιμο θέμα μας. Και νομίζω πως αυτά τα δύο ταυτίζονται.
* Ο Γιάννης Λίτινας είναι πολιτικός μηχανικός