Σε μια επίσκεψη στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία είναι πολλά αυτά που μπορούν να σε μαγέψουν τόσο για τη φυσική τους ομορφιά όσο και για την ιστορική και αρχαιολογική τους σημασία. ο Τάραντας, η μοναδική πόλη που ιδρύθηκε τον 8ο αιώνα π.Χ. από τους Σπαρτιάτες, τα θρυλικά στενά της Μεσσήνης, όπου η φοβερή Σκύλλα και Χάρυβδη των ομηρικών επών, το αρχαιολογικό Μουσείο της Μεγάλης Ελλάδος, στο Ρήγιο, με τους ξακουστούς πολεμιστές του Ριάτσε (που, κατά μία άποψη, φημολογούνται ως πρωτότυπο έργο του μεγάλου Αθηναίου γλύπτη, ζωγράφου και αρχιτέκτονα Φειδία), η ιστορική «Κοιλάδα των Ναών» του Ακράγαντα, με το εντυπωσιακότερο συγκρότημα αρχαίων ελληνικών ναών της Σικελίας (Ήρας, Ομόνοιας, Ηρακλή και Ολυμπίου Διός), η αποικία των Κορινθίων Συρακούσες –πατρίδα του μεγάλου μαθηματικού Αρχιμήδη- με τα ιστορικά τους λατομεία, το αρχαίο θέατρο, το υδραγωγείο, τον κολοσσιαίο βωμό του Ιέρωνα, τις στοές των αιχμαλώτων και το νησάκι της Ορτυγίας -το παλιό, δηλαδή, ιστορικό κέντρο της πόλης- με τον αρχαίο ναό του Απόλλωνα, την πλατεία του Αρχιμήδη και την πλατεία duomo, με τον εντυπωσιακό καθεδρικό ναό, ενσωματωμένο στον αρχαίο ναό της θεάς Αθηνάς. Επίσης, μπορείς να θαυμάσεις την πανέμορφη πόλη της κοσμοπολίτικης Ταορμίνας με τα γραφικά πλακόστρωτα μεσαιωνικά της δρομάκια, τα χαρακτηριστικά κτίσματα και το επιβλητικό ελληνορωμαϊκό θέατρο, με την εκπληκτική -λέγεται, μάλιστα, ότι είναι από τις μοναδικές στον κόσμο- θέα προς το Ιόνιο Πέλαγος. Και, τέλος, μπορείς να θαυμάσεις το Λέτσε, το άλλως και «Φλωρεντία τού Νότου» αποκαλούμενο, με την πιάτσα Sant Oronzo, το περίφημο ρωμαϊκό αμφιθέατρό του και τη Santa Croce με το αποκορύφωμα του ρυθμού Μπαρόκ από πέτρα λετσέζε, καθώς και το μοναδικό για την ιδιόρρυθμη αρχιτεκτονική του Αλμπερομπέλλο, το περίφημο «χωριό των τρούλων», με τις χαρακτηριστικές κωνικές στέγες (trulli) των σπιτιών του.
Όλα αυτά περικλείνουν, βέβαια -και μάλιστα για τον έλληνα επισκέπτη- εξαιρετικά σπουδαίο ενδιαφέρον, αφού σηματοδοτούν έναν αρχαιότατο ελληνικό πολιτισμό, αυτόν της Μεγάλης Ελλάδας (και στα λατινικά Magna Graecia), έναν ιστορικό- γεωγραφικό όρο που αναφέρεται στις ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας στην αρχαϊκή και κλασική περίοδο. Η «Μεγάλη Ελλάδα» δεν είναι απλώς μια περιοχή, μια πολύ όμορφη περιοχή, είναι ένα μοναδικό ταξίδι στο χρόνο, μια επιστροφή στον κλασικό ελληνικό κόσμο, μια επιστροφή, ένα προσκύνημα στις βαθύτερες ελληνικές μας ρίζες!!…
Πέραν, όμως, της προγραφείσας ιστορικής σηματοδότησης, μεγαλύτερη, τουλάχιστον για μας, έκπληξη -που, τώρα και δεκαετίες, πέραν των άλλων, ασχολούμαστε και με την ελληνική γλώσσα και την καταγραφή και επεξεργασία των κρητικών τοπωνυμίων- αποτέλεσε η «γλωσσική» σηματοδότηση του χώρου, όπου ακόμα και σήμερα διατηρείται άσβεστο το ελληνικό πνεύμα, μαζί με την ελληνική γλώσσα, η οποία εξελισσόμενη διαφορετικά μέσα στις συνθήκες της γείτονος Ιταλίας έδωσε μίαν άλλη διάλεκτο, μοναδική στον κόσμο, τα λεγόμενα «Γκρεκάνικα» (στην Καλαβρία) ή «Γκρίκο» (στην Απουλία). Τα Γκρεκάνικα ή Γκρίκο, όπως είναι γνωστά τα κατωιταλιώτικα ελληνικά ιδιώματα, μιλιούνται από τις ελληνόφωνες κοινότητες των Γκρεκάνων στις δύο παραπάνω περιοχές. Ειδικότερα, στην ελληνόφωνη περιοχή Σαλέντο της Απουλίας (που ακούγεται ως Grecια Salentina), κοντά στην πόλη τού Λέτσε, βρίσκονται σήμερα εννέα μικρές πόλεις (Καλημέρα, Μαρτάνο, Καστρινιάνο ντε Γκρέτσι, Κοριλιάνο ντ’ Οτράντο, Μαλπινιάνο, Σολέτο, Στερνάτια, Ζολίνο, Μαρτινιάνο), με συνολικό πληθυσμό 40.000 ατόμων, ενώ στην Καλαβρία βρίσκονται εννέα χωριά, στην περιοχή Μπόβα, αλλά ο γκρεκάνικος πληθυσμός εκεί είναι σημαντικά μικρότερος. Από μιαν ιδιοτροπία της Ιστορίας και της γεωγραφίας στην καρδιά της πάλαι ποτέ Μεγάλης Ελλάδας απέμειναν, στις μέρες μας, αυτές οι δύο ελληνόφωνες νησίδες. Μοναδικός θησαυρός τους είναι η γλώσσα τους. Αν χάσουν την ιδιαίτερη αυτή διάλεκτο και αρχίσουν να ομιλούν, για παράδειγμα, τη νεοελληνική, θα αποτελέσουν, οπωσδήποτε, ένα τουριστικό αξιοθέατο στην Κάτω Ιταλία, χωρίς, όμως, ρίζες, ιστορία, παρελθόν και μέλλον.
Δεν είναι, αλήθεια, μικρό πράγμα να ακούσεις από τον πρόεδρο των ελληνόφωνων χωριών στο Σαλέντο -όπου το βράδυ της προτελευταίας ημέρας της εκδρομής μας απολαύσαμε ένα εξαίσιο δείπνο σε παραδοσιακή ταβέρνα με ζωντανή τοπική ελληνική μουσική- να σου λέγει γεμάτος ελληνική περηφάνια και με όλη τη δύναμη της ψυχής του στην «Γκρίκο» διάλεκτο: «Είμαστε Έλληνες, γιατί έχομε το ίντιο αίμα τσε την ίδια γκλώσσα με σας τσε θέλουμε να μείνουμε Έλληνες. Θέλουμε να διατηρήσουμε τη γκλώσσα μας», ενώ, ταυτόχρονα, απεύθυνε δραματική έκκληση συμπαράστασης προς κάθε αρμόδια Αρχή της μητέρας Ελλάδας. Ο ίδιος είναι δάσκαλος των ελληνικών (Γκρίκο) στο Σαλέντο και σπούδασε, όπως μας είπε, στο Παιδαγωγικό τμήμα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ο τρόπος που μιλάει δείχνει την αγωνιώδη προσπάθειά του για τη διατήρηση της γρεκάνικης γλώσσας και την ικανοποίησή του γι’ αυτό. Και ακόμα, μια βαθιά συνειδητή περηφάνια για την ελληνική καταγωγή του, μαζί με μια άδολη συμπάθεια για τους Έλληνες, με τους οποίους υπάρχει μια μακραίωνη σύνδεση. Και ύστερα από αυτά διερωτώμαι: ποιος, αλήθεια, έχει το δικαίωμα να μείνει αδιάφορος μπροστά σε ένα τέτοιο αγωνιώδες μήνυμα; Και όταν, ακόμα, όπως μας είπαν εκείνη την ίδια βραδιά, στην ίδια περιοχή του Σαλέντο, οι κάτοικοι των ελληνόφωνων χωριών της Κάτω Ιταλίας, υποδέχονται και σήμερα τους Έλληνες με εξαιρετικά αισθήματα φιλίας, εγκαρδιότητας και αγάπης, απευθύνοντάς τους τη μεγαλειώδη και μοναδική φράση: «Είσαι Γκρίκο; Έμπα στο σπίτι μου να μπει ο ήλιος»!
Οι ενέργειες των Γκρεκάνων περιλαμβάνουν διαβήματα στις αρχές, αδελφοποιήσεις με διάφορους δήμους της Ελλάδας, εκτύπωση της πρώτης γκρεκάνικης γραμματικής, έκδοση μικρών εφημερίδων και περιοδικών, εκκλήσεις σε ξένους οργανισμούς, δημιουργία πολιτιστικών συλλόγων με ελληνικά ονόματα, οργάνωση διεθνών συνεδρίων (ώστε να ανταλλαγούν απόψεις από τους ειδικούς επιστήμονες, όπως γλωσσολόγους, λαογράφους, εθνολόγους, ιστορικούς, αρχαιολόγους κ.ά.), ακόμη και την έκδοση μιας πλούσιας ποιητικής συλλογής, με περισσότερα από 100 ποιήματα, 30 σύγχρονων ποιητών, από τις περιοχές αυτές, γεγονός το οποίο αποδεικνύει ότι η σύγχρονη ελληνόφωνη ποίηση της Κάτω Ιταλίας συνεχίζει τη μεγάλη λυρική παράδοση της αρχαιότητας.
Για την ιστορία της εν λόγω πληθυσμιακής μειονότητας και του γλωσσικού ιδιώματός της, οι ίδιοι οι κάτοικοι των ελληνόφωνων, όπως ονομάζονται, χωριών της Κάτω Ιταλίας πιστεύουν ότι, παρά τις προσμίξεις και τα νεότερα γλωσσικά δάνεια, ο βασικός πυρήνας τους αποτελείται από απόγονους των Ελλήνων της Μεγάλης Ελλάδας τού B’ αρχαιοελληνικού αποικισμού και ότι δεν έχουν καμιά σχέση με τους νεότερους Έλληνες πρόσφυγες, που κατέφυγαν εκεί σε νεότερες ιστορικές μεταναστεύσεις (εικονομαχία, πτώση Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κ.λπ.), «που τους χάλασαν τη γλώσσα», όπως υποστηρίζουν χαρακτηριστικά οι εντόπιοι «λόγιοι». Χρησιμοποιούν τη λέξη Griko (λάτιν. Graecus), η οποία δεν χρησιμοποιείται στην Ελλάδα και γράφουν τις ελληνικές λέξεις με λατινικούς χαρακτήρες, διατηρώντας, συνήθως, την καθαρή, την αρχαία τους μορφή (ευκολότερα δηλαδή ο ελληνόφωνος της Κάτω Ιταλίας αντιλαμβάνεται την αρχαία ελληνική λέξη «παιδία» από το νεοελληνικό «παιδιά», πράγμα, ασφαλώς, που φανερώνει την άμεση από την αρχαία ελληνική γλώσσα προέλευση τού γλωσσικού ιδιώματός του).
Σύμφωνα με τη θεωρία του Giuseppe Morosi, τα ελληνοϊταλικά ιδιώματα αποτελούν επιβιώσεις της αρχαιοελληνικής διαλέκτου (δωρικής), που μιλιούνταν στη νότια Ιταλία ήδη από την εποχή του αποικισμού της Μεγάλης Ελλάδας (8ου αι. π.Χ.) και η οποία διατηρήθηκε φθαρμένη ως τη σύγχρονη εποχή, μέσα από τη συμβίωσή της με τη λατινική γλώσσα, χάρη στην ανανέωσή της από μετέπειτα μεταναστεύσεις ελληνικών πληθυσμών. Ο σύγχρονος γλωσσολόγος ερευνητής Αναστάσιος Καραναστάσης, ο οποίος, με εντολή της Ακαδημίας Αθηνών, μελετά επί πολλά χρόνια την γκρεκάνικη διάλεκτο, στηρίζει και ισχυροποιεί τη θεωρία του συμπατριώτη μας γλωσσολόγου Γ. Χατζιδάκι περί μιας αδιάλειπτης συνέχειας του γκρεκάνικου γλωσσικού ιδιώματος από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα με μια σειρά γλωσσικών παρατηρήσεων. Το γλωσσικό ιδίωμα των ελληνοφώνων της Κάτω Ιταλίας έχει, περαιτέρω, προσλάβει με το πέρασμα του χρόνου έναν μελωδικό τόνο, και θυμίζει αμυδρά την κυπριακή ή την κρητική διάλεκτο.
Στις μέρες μας τα ελληνικά της Κάτω Ιταλίας βρίσκονται σε κίνδυνο εξαφάνισης, αφού οι νεότερες γενιές δεν τα μαθαίνουν, όπως παλαιότερα, γιατί τα θεωρούν, επηρεασμένοι και από την τηλεόραση και τα άλλα μέσα επικοινωνίας, ως επαρχιακή γλώσσα που τη μιλούν μόνον οι χωρικοί. Στην επιβίωσή τους δεν βοηθάει ούτε το γεγονός ότι το επίσημο ιταλικό κράτος τα έχει αναγνωρίσει ως μειονοτική γλώσσα και, κατά το δυνατόν, τα προστατεύει, όπως και αυτό το ίδιο το ελληνικό πνεύμα, αντίθετα με όσα πράττει η γειτονική Τουρκία, που μόνιμη επιδίωξή της έχει τάξει την εξαφάνιση από την επικράτειά της κάθε ίχνους ελληνικής παρουσίας.
Στην Απουλία, τα Ελληνικά δεν χρησιμοποιούνται στα νηπιαγωγεία, παρά το γεγονός ότι οι τοπικοί κανονισμοί επιτρέπουν στους γονείς να ζητούν και σ’ αυτά τη χρήση της ελληνικής γλώσσας. Στα δημοτικά σχολεία, η κατάσταση διαφέρει από κοινότητα σε κοινότητα. Σε δύο πόλεις τα Ελληνικά διδάσκονται από το 1978, επίσημα, σε πειραματική βάση, για 15 ώρες τη βδομάδα, από την πρώτη τάξη και για όλο τον κύκλο του Δημοτικού Σχολείου. Στην Καλαβρία, τα Ελληνικά χρησιμοποιούνται σποραδικά στα νηπιαγωγεία, συνήθως με πρωτοβουλία των γονιών των παιδιών.
Το ελληνικό κράτος τα τελευταία χρόνια δείχνει, ευτυχώς, μιαν ευαισθησία για τη διατήρηση αυτού του ιδιαίτερου γλωσσικού ιδιώματος και έχουν εκπονηθεί εκπαιδευτικά προγράμματα κυρίως για τη διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας. Το πρόβλημα είναι ότι οι δάσκαλοι, οι οποίοι στάλθηκαν από την Ελλάδα (έξι στην Απουλία και τέσσερις στην Καλαβρία), διδάσκουν στα παιδιά κυρίως νέα ελληνικά, ενώ το μάθημα πρέπει να γίνεται και στο ελληνόφωνο ιδίωμα, για να διασωθεί. Στο Πανεπιστήμιο του Λέτσε υπάρχει εκτός από την έδρα Ελληνικής Φιλολογίας και Τμήμα για τα Γκρίκο, ώστε οι διδάσκοντες να γνωρίζουν και τις δύο γλώσσες.
Ο λαϊκός, περαιτέρω, πολιτισμός των Γκρεκάνων είναι εξαιρετικά πλούσιος. Τμήμα του πολιτισμού τους είναι και τα τραγούδια τους (καθαρά ελληνικά τραγούδια, κυρίως μοιρολόγια, νανουρίσματα τραγούδια της δουλειάς και της αγάπης, καθώς και θρησκευτικά), τα οποία έχουν άμεση σύνδεση με την ελληνική γλώσσα και ιστορία. Χάρη στα τραγούδια, η ελληνική γλώσσα μεταφέρθηκε στους αιώνες και επιβιώνει μέχρι και σήμερα. Απολαύσαμε κοντά τους μοναδικά γκρεκάνικα τραγούδια και πολλούς χορούς με πιο χαρακτηριστικό απ’ όλους, τη γνωστή ταραντέλα. Ο ρυθμός της τελευταίας είναι εξαιρετικά γρήγορος και η χορεύτρια κινείται ακατάπαυστα και ξέφρενα, σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις με τις οποίες ο χορός αυτός και έχει συνδεθεί. Παραδοσιακά τους όργανα είναι, κυρίως, το ακορντεόν, το ταμπουρέλλο (ντέφι) και η τσαμπούνα. Καθώς ακούς αυτούς τους μουσικούς να τραγουδούν μπορείς να διακρίνεις στον τόνο της φωνής τους το πάθος τους να σώσουν και να διατηρήσουν ως κόρην οφθαλμού την πολιτιστική τους ταυτότητα και κληρονομιά.