Τα πρώτα σημάδια πολεμικής ετοιμότητας φάνηκαν το Σεπτέμβριο όπως αναφέρει στο ημερολόγιό του ο Κωνσταντίνος Αντωνάκης. Στις 3 του μήνα έλαβε επείγουσα ατομική πρόσκληση που τον καλούσε να καταταχτεί σαν έφεδρος αξιωματικός στο στρατό. Δεν του έκανε καμιά έκπληξη μετά από όσα προηγήθηκαν από το Δεκαπενταύγουστο. Προηγήθηκε ο βομβαρδισμός της «Έλλης» στην Τήνο και την ίδια μέρα, βομβαρδίστηκε επιβατηγό πλοίο μεταξύ Ρεθύμνης και Ηρακλείου από αεροπλάνου αγνώστου εθνικότητας. Αυτά τα δύο επεισόδια ήταν προμηνύματα πολέμου.
Στους στρατώνες περίμεναν κι άλλοι έφεδροι να καταταχτούν στις μονάδες τους. Ανταλλάσανε μεταξύ τους θερμούς χαιρετισμούς, γιατί είχανε χρόνια να ειδωθούμε από τον Ιούνη του 1937 που κάνανε μετεκπαίδευση στο 44ο Σύνταγμα.
Στην αρχή αραιές ομάδες, μα όσο προχωρούσε η ώρα μαζεύοντο πυκνότερες για κατάταξη.
Είναι όλοι τους Έφεδροι γελαστοί, ζωηροί και ενθουσιασμένοι, από τα στρατιωτικά εμβατήρια, και τα πατριωτικά τραγούδια που μεταδίδουν τα μεγάφωνα του Ραδιοφωνικού Σταθμού.
Οι μόνιμοι με επικεφαλής τον Διοικητή Ταγματάρχη Παναγιωτάκη Αριστείδη, αφού πρώτα καλωσορίσανε με εγκαρδιότητα τους εφέδρους τους καλέσανε να βοηθήσουνε στην συγκρότηση του 44ου Συντάγματος. Οι προετοιμασίες για την περίπτωση κήρυξης πολέμου προχωρούσαν με εμπιστευτικές διαταγές.
Επίταξη ζώων
Η επίταξη των ζώων κράτησε πάνω από 20 ημέρες. Συγκινητικές είναι οι περιγραφές του Κώστα Αντωνάκη που είχε αναλάβει αυτή την αποστολή.
Πρόθυμοι οι χωρικοί έδιναν τα ζώα τους λέγοντας:
«Κύριε ανθυπολοχαγέ προσφέρω το ζώο μου στην πατρίδα χαλάλι της και αν με χρειαστεί και μένα εδώ είμαι».
Αρχές του Οκτώβρη 1940 είχε τελειώσει η επίταξη στην πρώτη φάση της και ο Αντωνάκης τοποθετήθηκε στο Ι τάγμα με επικεφαλής τον ηρωικό ταγματάρχη τον Παναγιωτάκη Αριστείδη και ειδικότερα στο 3ο λόχο σαν διοικητής της 1ης διμοιρίας του.
Ο λόχος είχε καταυλισθεί στα Τρία Μοναστήρια έξω από την πόλη και τότε δοκίμασαν οι έφεδροι για πρώτη φορά τη ζωή του αντίσκηνου.
Στις 26 του Οκτώβρη μια άλλη διαταγή του συνταγματάρχη Σέρβου διατάσσει την μετακίνηση του λόχου στην πόλη για μια ξεχωριστή αποστολή. Θα ήταν η τιμητική φρουρά στην Μητρόπολη την ημέρα μνήμης των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων.
H πορεία προς το μέτωπο περιγράφεται γλαφυρά στο ημερολόγιο ενός ακόμα βετεράνου του Εμμ. Σταγάλη, που αναφέρει μεταξύ άλλων:
Ένα μαρτυρικό οδοιπορικό
«Η ταλαιπωρημένη ζωή του Έλληνα Στρατιώτη εις το αλβανικό μέτωπο είναι χαρακωμένη εις την μνήμη μου και όσα γράφω είναι προσωπικώς εκείνα που είδα και έζησα ως επιλοχεύων του 5ου Λόχου 44ου Συντάγματος.
Εις τας 25 Αυγούστου το ραδιόφωνο αναφέρει ότι καλούνται οι έφεδροι της κλάσεως 1932 να προσέλθουν για μετεκπαίδευση. Την ημερομηνία της προσκλήσεως ενθυμούμαι γιατί είχα βάφτιση της κόρης μου. Ημέρα παρουσιάσεως δεν ενθυμούμαι.
Μένω εις Ρέθυμνο μα επιστρατεύομαι εις Χανιά και παρουσιάζομαι για μηνιαία μετεκπαίδευση. Από ότι ενθυμούμαι στη θεωρία μας ανέφεραν ως νέο όπλο τους όλμους μα βολές δεν κάναμε. Παρήλθε ο μήνας μα δεν έγινε η απόλυσή μας. Εγώ διατηρούσα ξυλουργικό μαγαζί εις Ρέθυμνο, οδός Γοβατζιδάκη και βγήκα εις την αναφορά μεταθέσεώς μου εις Ρέθυμνο εις το 44ο Σύνταγμα. Μου εδόθη η μετάθεση και έτσι μου εδόθη ευκαιρία να παρακολουθώ το μαγαζί προς εκτέλεση παραγγελιών που εξακολουθούσα να απασχολώ το προσωπικό. Έτσι στην Κήρυξη του πολέμου την 28η Οκτωβρίου, βρέθηκα στρατευμένος και με την κήρυξη του Πολέμου έκλεισα το Μαγαζί γιατί άρχισε η γενική επιστράτευση και άρχισα να παίρνουν μέτρα εκκενώσεως αποθηκών και ο Ανθυπολοχαγός Μιχαήλ Μανουράς με προσέλαβε να βοηθώ και μεταφέραμε άλευρα εις το χωριό Απόστολοι να τα αποθηκεύσομε εις το Σχολείο και εις την εκκλησία. Μου απέσπασε φρουρά να παραμένομε για φύλαξη. Όταν συγκροτήθηκαν Λόχοι, με απέσπασαν καταρχήν εις 2ον Λόχο με Διοικητή λόχου τον Ιωάννη Φουσκάκη που ως κληρωτός ήτον μόνιμος λοχίας, ως επιλοχίας του 2ου λόχου του 14 συν/τος πεζικού που ήτον φίλος μου. Εις αυτόν το λόχο δεν κάθισα πολύ και πήρα μετάθεση εις 5ον Λόχο ως επιλοχίας του λόχου που ο λόχος έμενε εις την ύπαιθρο εις Μισσίρια. Μετά την ολική επιστράτευση που συγκροτήθηκε το Σύνταγμα, έλαβε διαταγή να μεταβεί εις την Σούδα, όπως και έγινε. Εκεί παραμείναμε εις την θέση Τσικαλαργιά περίπου μια εβδομάδα μέσα σε αντίσκηνα μέχρι που ήρθε διαταγή ολόκληρος ή Μεραρχία να επιβιβασθεί εις τα πλοία με προορισμό τον Πειραιά. Σε 10 πλοία επιβιβασθήκαμε και μας συνόδευσαν 2 Αντιτορπιλικά. Έτσι φτάσαμε εις Πειραιά τέλη Νοεμβρίου.
Ο λαός του Πειραιά μας υποδέχτηκε με ενθουσιασμό και χειροκροτήματα από όπου περνούσαμε πεζοί για να φθάσομε εις το Δαφνί για διανυκτέρευση.
Φτάσαμε και στήσαμε σκηνές να κοιμηθούμε μα το τσουχτερό κρύο δεν μας αφήνει να κοιμηθούμε. Πρώτη φορά αντικρίζομε τόσο κρύο. Έτσι μείναμε άυπνοι όλη την νύχτα.
Στο Σταθμό Λαρίσης
Την επόμενη μέρα παίρνομε τσάι και ετοιμαζόμεθα για το σταθμό Λαρίσης. Εγώ ως επιλοχίας ελλείψει Αξιωματικού μου αναθέτουν την Τετάρτη Διμοιρία. Φεύγοντας για το Σταθμό επιβιβαζόμεθα σε βαγόνια μαζί με τα Μεταγωγικά στριμωγμένοι στο ένα μέρος του βαγονιού γιατί στο άλλο μέρος ήσαν τα μουλάρια. Εκεί πολλαπλασιάστηκε η ψείρα και η κόπρος των αλόγων μας προξενούσε ασφυξία. Δύο νύχτες και μια μέρα χρειάστηκε για να φθάσομε στο Αμύνταιον.
Αποβιβαζόμενοι αισθανόμεθα το φοβερότερο κρύο. Η μύτη μας έτρεχε και σχημάτιζε κορδόνι, οι δρόμοι ήσαν παγωμένοι και τα μουλάρια γλιστρούσαν και δυσχεραίνετο η πορεία μας για να φθάσει η δύναμη του τάγματος εις χωριό Φιλιοτά. Εκεί καθίσαμε επάνω από μια εβδομάδα και οι στρατιώτες εις τις ταβερνούλες έτρωγαν και έπιναν, λησμονώντας το συνωστισμό εις τα βαγόνια μα κανείς δεν διεμαρτύρετο. Ήταν μια αρχή δοκιμασίας τόσο εις τα βαγόνια, όπως ήταν και η απόσταση από Αμύνταιο μέχρι τη Φιλιοτά, φιλόδοξοι για τον Αγώνα φωνάζοντας, ζήτω ο πόλεμος. Κανείς δεν σκεπτόταν πως πάμε για σφαγή ως πρόβατα. Εις την ψυχή όλων ήταν η νίκη. Μετά της ημέρες της παραμονής μας εις το χωριό Φιλιοτά άρχισαν οι ημερήσιες και νυχτερινές πορείες για να φθάσομε εις Καστοριά και να μείνομε έξω της πόλεως σε μια ρεματιά ονομαζόμενη Κολοκυνθού.
Πορεία για την Αλβανία
Την επομένη, αφού πήραμε τρόφιμα και μια ρέγκα, ο λοχαγός μου λέει να πάρω έξι στρατιώτες αν ακολουθήσω τον Αξιωματικό Στρατοπεδάρχη του τάγματος να φύγομε να βρούμε σπίτια να μείνομε. Επρόκειτο για Αλβανικό χώρο. Φεύγομε φορτωμένοι με τους γυλιούς περνούμε το χωριό Ιεροπηγή και εισερχόμεθα στο Αλβανικό έδαφος. Ο τόπος ήταν χιονισμένος και δεν έβλεπες φύλλο δένδρου, όλα καλυμμένα με χιόνι. 15 ώρες βαδίζομε με ξεναγό. Απελπισμένοι τον απειλούσαμε γιατί μας οδηγούσε λάθος. Τέλος φθάσαμε βραδινή ώρα εις το χωριό Κεμπετιστα. Εκεί για πρώτη φορά βλέπομε τη φθορά του πολέμου από εχθρικά λάφυρα εγκαταλελειμμένα από τα υποχωρούντα Ιταλικά στρατεύματα. Ο κάθε στρατοπεδάρχης προσδιορίζει τα οικήματα που θα μένει ο λόχος. Είχα εξασφαλίσει 5 οικήματα. Ήρθε ο λόχος και μείναμε το βράδυ. Την επομένη το πρωί, αφού πήραμε το τσάι συνεχίζομε την πεζοπορία νύχτα και μέρα με βροχή και χιόνι, πολλές φορές νηστικοί και χωρίς ψωμί, με λασπωμένους δρόμους και νυχτερινές διανυχτερεύσεις σε δάση για να μη δίνουμε στόχο σε ιταλικά αεροπλάνα, με δύσκολες διαβάσεις και εξαθλιωμένοι από πείνα κούραση και την οδυνηρή ψείρα.
Έτσι βαδίζαμε νύχτα – μέρα και λέγαμε καλαμπούρια να διασκεδάζομε τον πόνο μας και την κούρασή μας που δεν ήταν μόνο η πεζοπορία, αλλά τις περισσότερες φορές αναβαστούσαμε και τα μουλάρια σε δύσβατους και κρυσταλλιασμένους δρόμους, που διχαλώνανε τα πόδια τους. Τα ξεφορτώναμε και τα φορτώναμε και περνούσαμε τους δύσβατους δρόμους και λέγαμε «καλύτερα στην πρώτη γραμμή».
Μια μέρα βαδίζομε σε δύσβατο δρόμο, που ‘πεφταν τα μουλάρια. Εμείς κουρασμένοι χωρίς ψωμί δύο μέρες. Στο τάγμα οι Στρατιώτες κάνουν στάση και με φωνές υβρίζον και βλασφημούν. Δεν προχωρούμε, θέλομε ψωμί. Ειδοποιείται ο Διοικητής του Συντάγματος και μας βγάζει ενθαρρυντικούς λόγους και μας λέει ο πόλεμος δεν είναι το τουφεκίδι, μα είναι οι κακουχίες, που υποφέρει ο στρατιώτης. Μας ενεθάρρυνε και διέταξε να μας δώσουν μισή κουραμάνα. Έτσι συνεχίζομε την πορεία να φτάσομε σε κανένα χωριό γιατί πλησιάζουν οι γιορτές των Χριστουγέννων.
Ό,τι είδα κι άκουσα
Αναφέρομαι προσωπικώς σε ό,τι είδα και έζησα εις την εκστρατεία του Αλβανικού μετώπου στον πόλεμο με τους Ιταλούς που όλοι υποφέραμε και ο καθένας μπορεί να αναφέρεται προσωπικά το πώς πέρασε μα εγώ θεώρησα σκόπιμο να τα αναγράψω να διαβάζονται από τους νεώτερους. Οι πορείες μέρα και νύκτα με χιόνια και βροχή, κουρασμένοι, πεινασμένοι, ψειριασμένοι μας έφερνε πολλές φορές σε απόγνωση μα παίρναμε κουράγιο όταν μας έλεγαν για τις νίκες του στρατού και νοσταλγούσαμε να φθάσομε πιο γρήγορα εις την Πρώτη Γραμμή του Πολέμου. Με αυτές τις νυχθημερόν πορείες φθάσαμε εις την πόλη Κορυτσά και διασχίζομε νυχτερινή ώρα την πόλη και πηγαίνομε έξω σε μια κωμόπολη Λεσκοβίστη που είχε τζαμί και μιναρέ και Ιταλικά εφόδια εγκαταλελειμμένα από τα υποχωρούντα Ιταλικά στρατεύματα. Ο λόχος στεγάζεται σε σπίτια και το επιτελείο του λόχου σε ένα διώροφο σπίτι ελληνικό που ήταν βαμμένο με τα χρώματα ης Ελληνικής Σημαίας. Μέσα έμενε μια γυναίκα με δύο κόρες και μας υποδέχθηκε εγκαρδίως και μας ετοίμασε φαΐ με πατάτες. Μας ανέφερε ότι ο άνδρας της είχε πάει εις Βουλγαρία. Αφού φάγαμε μας είπε, απάνω σας έχω στρώσει να βγείτε να βγάλετε τα εσώρουχά σας να τα βάλετε πάνω από το προσκέφαλό σας. Θα έρθω να τα πάρω να τα πλύνω, να τα σιδερώσω, να σας τα φέρω πάλι να τα βάλετε το πρωί. Πράγματι έτσι έγινε. Όλη την νύχτα έπλενε και σιδέρωνε με τις δύο της κόρες και το πρωί τα φορέσαμε για λίγο, απαλλαγμένοι από την οδυνηρή ψείρα. Κάναμε μια εβδομάδα για ξεκούραση που μας έμεινε αξέχαστη. Φεύγοντας μας χαιρέτησε με δάκρυα και με ευχή τη Νίκη, να γυρίσουμε εις τα σπίτια μας. Ποτέ άλλοτε δεν συναντήσαμε τέτοια φιλοξενία γιατί πολλές φορές που μέναμε σε χωριά ζητούσαμε νερό και μας έλεγαν «σκα» (δεν έχει).
Υπόθεση ζωοκλοπής στο μέτωπο
Βαδίζαμε μέρα και νύχτα παραμονές γιορτής Χριστουγέννων. Φθάνουμε στο χωριό Λουμπόνια που θα μείνει ο λόχος μας υπό στέγη μα έχει χιόνι 40 πόντους. Το επιτελείο του λόχου σε ένα σπίτι, διώροφο περιμανδρωμένο με ρουγόπορτα μα όπου μένουν οι Αξιωματικοί του λόχου και ο επιλοχίας βγάζει σκοπούς να φυλάγουν τα βράδια. Μαζί μένω και εγώ ως επιλοχίας του λόγου. Το κρύο είναι τσουχτερό και ανά μισή ώρα φυλάει κάθε σκοπός μα είναι 6 Νούμερα και ξυπνά ο ένας το άλλο. Αυτός που είχε το σπίτι μένει στο ισόγειο. Μαζί του είχε και μια αίγα. Αναφέρω την υπηρεσία και πέφτομε να κοιμηθούμε. Οι σκοποί είναι φρουροί εις την εξώπορτα. Την επομένη είναι Χριστούγεννα μα πριν να σηκωθούμε χτυπά την πόρτα και ο Λοχαγός μου λέει σήκω να δεις ποιος χτυπά. Ανοίγω την πόρτα και ο Αλβανός κλαίει γιατί του κλέψαν την αίγα. Με ρωτά αν είχα σκοπό. Του φέρνω την υπηρεσία και λέει εις τον υποδιοικητή να καλέσει τους σκοπούς να ρωτήσει πως αφού ήταν σκοποί μπήκαν και πήραν την κατσίκα. Τους ερωτά ένα – ένα μα κανείς δεν είδε. Τότε λέγει εις τον Κατσιράκη να με πάρει να βρούμε που μένουν… γιατί αυτοί σίγουρα την έχουν πάρει και να πληρώσει ο λόχος την κατσίκα. Βγήκαμε έξω που είχε χιονίσει και οι πατιές της κατσίκας και οι πατιές των στρατιωτών μας οδήγησαν στο σπίτι που έμεναν οι… επτά παρέα. Χτυπούμε την πόρτα και μας ανοίγουν, μας έλουσε ο καπνός του ψητού. Τους λέμε ποιος ο σκοπός μας και μας λένε ευχαρίστως κάνετε έρευνα. Αυτοί κάθονται τριγύρω σε φωτιά. Εμείς ερευνούμε. Γυρίζομε τέκια σανό που είχαν για τροφή των προβάτων, μα δε βρίσκομε τίποτα. Βγαίνομε έξω, πίσω από το σπίτι είναι το αίμα. Πηγαίνομε και λέμε εις το Λοχαγό ό,τι είδαμε, μα δεν βρήκαμε κρέας. Τότε πληρώνει του Αλβανού την κατσίκα 350 δραχμές να πάρει άλλη και λέει εις τον κύριο Κατσιράκη να καθίσει εις διανομή το μεσημέρι να δει, αν έλθουν να πάρουν συσσίτιο».
Το αφιέρωμά μας όμως στους ήρωες του 40 συνεχίζεται.
ΠΗΓΕΣ:
Πολιτιστικό Ρέθυμνο: 28η Οκτωβρίου
Ημερολόγιο: Κώστα Αντωνάκη
Ημερολόγιο: Εμμανουήλ Σταγάκη