Κυκλοφορούσαν στην πόλη, συμμετείχαν στην πνευματική, συνδικαλιστική, και κοινωνική ζωή, αρθρογραφούσαν, όπως τόσοι άλλοι εκλεκτοί συμπολίτες. Κι έπρεπε να δοθεί αφορμή για να θυμηθούμε πως αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι είχαν μετρήσει την ανθρώπινη αντοχή στα ναζιστικά κολαστήρια.Κώστας Ξεξάκης, Γιάννης Κυριακάκης, Νικόλαος Ανδρουλιδάκης, Γιώργης Βασσάλος, Γιώργης Παπαδάκης, Αντώνης Παπαδάκης («Κουτσός»), ήταν μερικοί από αυτούς με τραγικότερο τον Γεώργιο Γιακουμογιαννάκη (φωτο) που έμεινε στάχτη εκεί στη χώρα της φρίκης που θα έχει αιώνια την παγκόσμια κατακραυγή.
Έχουμε κατά καιρούς αναφερθεί σε αυτούς, ενώ συνεχίζεται η έρευνα σε κάθε χωριό του νομού για να συμπληρωθεί η λίστα των θυμάτων αυτών της ναζιστικής θηριωδίας.Με την ευκαιρία της χθεσινής επετείου ας θυμηθούμε ορισμένους που έτυχε να γίνουν περισσότερο γνωστοί με την εν γένει δραστηριότητά τους πριν και μετά τον πόλεμο,ξεκινώντας από τον Κώστα Ξεξάκη.
Ο Κώστας Ξεξάκης με δίδασκε συνεχώς, ακόμα κι όταν μιλούσε για τα πιο ασήμαντα πράγματα. Ήταν γεννημένος δάσκαλος.
Γεννήθηκε στις 23 Μαΐου 1911 στα Καψαλιανά. Ο πατέρας του, Ανδρέας Ι. Ξεξάκης, καταγόταν από το χωριό Αναχουρδοµέτοχα, που τώρα λέγεται Ελεύθερνα. Η έλλειψη σχολείου στο χωριό υποχρέωσε τον Κώστα να φοιτήσει στο δημοτικό σχολείο Αμνάτου. Εκεί στο σπίτι του όμως διδάχτηκε τις παραδόσεις της φυλής. Κι ήρθαν τα χρόνια τα δίσεκτα για να αριστεύσει ο Ξεξάκης στο πεδίον της τιμής αυτή τη φορά.
Από τους πρώτους είχε ενταχθεί στην Αντίσταση. Η δράση του έγινε γρήγορα γνωστή στον κατακτητή. Η σύλληψή του δεν άργησε επίσης. Γνώρισε τα πιο φρικτά βασανιστήρια. Άκουσα από τον ίδιο, όταν τον ρώτησα κάποτε για τη Νίνα Κουκλινού, ότι ήταν παρούσα όταν τον βασάνιζαν και μάλιστα κατέβαλε προσπάθεια με τη μετάφραση να απαλύνει τη θέση του. Η ίδια όμως δεν άντεξε άλλο το θέαμα και λιποθύμησε. Είχε απίστευτη ψυχική δύναμη ο Ξεξάκης. Ακολούθησε η φρίκη στο στρατόπεδο Μαουτχάουζεν. Θεέ μου όταν μια γρίπη μας γονατίζει το ηθικό, τι να σκεφτούμε για ανθρώπους όπως ο Κώστας Ξεξάκης που έζησε την πείνα, τα βασανιστήρια, το κρύο, την εξαντλητική δουλειά, κάθε μέρα για τόσον καιρό χωρίς να λυγίσει.
Κάποτε γύρισε ο Ξεξάκης στον τόπο του με έντονη τη διάθεση να κερδίσει το χρόνο που έχασε στο στρατόπεδο. Σαν να μην είχε ζήσει στην κόλαση. Ήταν να θαυμάζεις τη δίψα του για δημιουργία. Έκανε την οικογένειά του με την εξαίρετη Αικατερίνη Βαρδάκη καθηγήτρια φιλόλογο. Ήταν χάρμα του ειδέναι σαν ζευγάρι. Κι επιτέλους η ευτυχία χαμογέλασε στον ηρωικό καθηγητή στο πρόσωπο και δυο αγοριών του Ανδρέα και του Σήφη, που είναι εξαίρετοι λειτουργοί του Ιπποκράτη. Σαν καθηγητής υπηρέτησε σε διάφορα σχολεία, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε ενεργά με την πνευματική και πολιτιστική ζωή. Οι πολυάριθμες δημοσιεύσεις του σχετικά με τα θέματα αυτά αποτελούν ανεκτίμητο πνευματικό πλούτο του τόπου μας και σπουδαία παρακαταθήκη για κάθε μελλοντικό ερευνητή. Ο Αντώνης Σανουδάκης έκανε το πρώτο βήμα να κρατήσει τις μνήμες του Κώστα Ξεξάκη, καθώς ο ίδιος απέφευγε να κάνει αναφορές στο ηρωικό του παρελθόν. Γνωστό το βιβλίο του «Ράους -στην κόλαση του Μέλκ» που περιέχει τις αναμνήσεις του Κώστα Ξεξάκη από το στρατόπεδο, μια σπουδαία έκδοση του συνδέσμου Φιλολόγων Ρεθύμνου που προς τιμήν του μας έδωσε μια ακόμα σημαντική έκδοση με δημοσιεύματα του Ξεξάκη (1937-1997) ή άλλων για τον ήρωα καθηγητή που επιμελήθηκαν οι φιλόλογοι Μαρία Μαρκατσέλη, Γιώργο Μαυροτσουπάκης, Σύρμω Παγώνη, Κωστής Η. Παπαδάκης, Γιώργος Φρυγανάκης και η ζωγράφος Σοφία Καστρησίου. Αξίζει να τα μελετήσει κάθε ερευνητής για να μάθει περισσότερα γύρω από τη φωτεινή μορφή του Κώστα Ξεξάκη, που τόσα χρόνια μετά το θάνατό του, μένει άσβεστη να μας φωτίζει και να μας καθοδηγεί.
Νικόλαος Ανδρουλιδάκης
Ήταν 10 Ιανουαρίου 1973 όταν το Ρέθυμνο αναστατώθηκε συθέμελα στο άκουσμα δυο θανάτων.
Είχαν φύγει για το αιώνιο ταξίδι ο λαοφιλέστερος δήμαρχος που πέρασε ποτέ Ευάγγελος Δασκαλάκης και ο περίφημος δικηγόρος και δεινός αρθρογράφος Νικόλαος Ανδρουλιδάκης. Ο Νίκος Ανδρουλιδάκης και τα άρθρα του, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω από τις έρευνές μου, έδιναν την εικόνα της πόλης και τα τρέχοντα προβλήματά της.
Ο Νικόλαος Ανδρουλιδάκης γεννήθηκε το 1896. Διακρίθηκε σε όλα τα στάδια των σπουδών του και διορίστηκε δικηγόρος το 1920. Υπηρέτησε τη Θέμιδα με πάθος μέχρι το 1967. Για την ευδόκιμο υπηρεσία του οι συνάδελφοί του πρόθυμα του έδωσαν τον τίτλο του επίτιμου δικηγόρου. Υπήρξε μέγας δικανικός ρήτορας και έλαβε μέρος ως υπεράσπιση σε όλες τις μεγάλες ποινικές δίκες που διεξήχθησαν στα Κακουργιοδικεία Ρεθύμνου και άλλων πόλεων. Όταν το χιτλερικό τέρας άπλωσε τα πλοκάμια του και στην Κρήτη ο Ανδρουλιδάκης στρατεύτηκε από τους πρώτους ενάντια στον κατακτητή.
Η αδούλωτη ψυχή του δεν γονάτισε ούτε κι όταν συνελήφθη και οδηγήθηκε όμηρος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Άντεξε κι εκεί και είναι μνημειώδες πραγματικά ένα κείμενο που περιγράφει συγκλονιστικά τις στιγμές που έζησε μέχρι που φάνηκαν οι σύμμαχοι να τους ελευθερώσουν από την κόλαση που έζησαν τόσο καιρό.
Η πρώτη του επαφή με την πόλη του μετά την ομηρία ήταν από τις μεγάλες στιγμές που ζει ένας άνθρωπος. Εκείνη τη μεγάλη στιγμή, που μετά από τόσο καιρό, αντίκριζε το κάστρο στο έμπα του Ρεθύμνου, δεν θα μπορούσε να τον συγκινήσει ολόκληρος ο θησαυρός του κόσμου. Από τις ανήλιαγες στοές ανέπνεε τον αέρα της πόλης που τον γέννησε και απολάμβανε το φως της. Έβλεπε ξανά τους φίλους και συγγενείς που κάποιοι ίσως τον είχαν κιόλας ξεγράψει. Ποιος γλίτωνε εύκολα από τα στρατόπεδα εκείνα της κόλασης; Μόνο σε θαύμα οφείλετο η επιστροφή.
Ξαναγύρισε στους καθημερινούς ρυθμούς του και στα βιβλία του που ήταν η αχώριστη συντροφιά του. Κι όταν χόρτασε την απλή ομορφιά της ήρεμης καθημερινότητας άρχισαν πάλι να τον απασχολούν τα θέματα της πόλης του. Η δημοσιογραφία ήταν αυτή που του έδινε διέξοδο και βήμα να εκφράσει τις απόψεις του, αλλά ήταν κι ένα μετερίζι για να ξεκινήσει τους κοινωνικούς του αγώνες. Εκτός από τη «Δημοκρατία»(1922-1933) εξέδωσε μια ακόμα εφημερίδα την «Πολιτεία»(1949-1950). Για μεγάλο διάστημα επίσης είχε τη διεύθυνση της εφημερίδας «Βήμα», επειδή ο διευθυντής της ήταν ασθενής.
Η ζωή του Νικολάου Ανδρουλιδάκη ήταν άμποτις και παλίρροια καταστάσεων. Γνώρισε πολλές χαρές και την ευτυχία πλάι σε μια άξια σύντροφο. Αλλά και μεγάλες πίκρες αποχαιρετώντας πρόωρα αγαπημένα πρόσωπα. Εκείνος έμενε πάντα αγέρωχος και στη χαρά και στη συμφορά. Ήξερε να φιλοσοφεί τη ζωή του και να δέχεται με την ίδια αγωνιστική διάθεση κάθε δοκιμασία.
Γιάννης Κυριακάκης
Κάνοντας απολογισμό της ζωής μου και της δημοσιογραφικής μου πορείας 50 χρόνια ακριβώς αισθάνομαι κάποιους Ρεθεμνιώτες τόσο δεμένους με την καθημερινότητά μου που τους νοιώθω πάντα σαν συγγενείς.
Ένας από αυτούς,μια εμβληματική μορφή ήταν ο Γιάννης Κυριακάκης. Ένας άνθρωπος, κοινής αποδοχής, που έχαιρε τέτοιας εκτίμησης και σεβασμού, ώστε θα μπορούσε να πουλήσει ακόμα και σε δεξιό… «Ριζοσπάστη».
Είχε την αγνότητα μικρού παιδιού κι όταν μιλούσε με κάποιο γνωστό του στον δρόμο, τότε που οι άνθρωποι είχαν ακόμα χρόνο ν’ ανταλλάξουν μερικές φράσεις με συμπολίτη, εκτός Facebook, που άλλωστε δεν υπήρχε, όταν τελείωναν τη συνομιλία λίγο πριν τον αποχαιρετήσει του έβαζε με τρόπο στο χέρι και μια …καραμέλα.
Ο Γιάννης Αντ. Κυριακάκης καταγόταν από το Μοναστηράκι Αμαρίου και προερχόταν από μια μεγάλη ιστορική οικογένεια αγωνιστών. Ο πατέρας του Αντώνης, με το επιβλητικό παράστημα, χρημάτισε πληρεξούσιος της Κρητικής Πολιτείας. Αργότερα έγινε δικαστικός υπάλληλος.
Ο Γιάννης ακολούθησε την ίδια επαγγελματική πορεία όταν τέλειωσε το σχολείο του. Όσο χρόνο φυσικά του επέτρεψαν οι συνθήκες με τις συνεχείς διώξεις και ταλαιπωρίες που έκαναν τη ζωή του κόλαση.
Ο Γιάννης Κυριακάκης με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου, όπου με τις ανδραγαθίες που πήρε έφτασε το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Με την κατάρρευση του μετώπου βρέθηκε στην Πελοπόννησο, όπου υπηρετούσε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Καταφέρνει όμως με δική του πρωτοβουλία και φθάνει στην Κρήτη το Μάη του 1941. Είχε καταφέρει μαζί με άλλους Κρήτες αξιωματικούς και οπλίτες να οργανώσει την κάθοδο χιλίων περίπου στρατιωτών. Παίρνει μέρος ενεργά στη Μάχη της Κρήτης δείχνοντας απαράμιλλο θάρρος και αυτοθυσία.
Με την κατάκτηση της Κρήτης από τους ναζί ο Γιάννης οργανώνεται στην Αντίσταση και παίρνει μέρος στις πιο ριψοκίνδυνες αποστολές διευθύνοντας τον παράνομο τύπο. Ο Γιάννης Κυριακάκης πιάστηκε από τους Γερμανούς στις 12 Δεκεμβρίου 1943. Πέρασε απάνθρωπα βασανιστήρια για να μαρτυρήσει συνεργάτες του. Εκείνος όμως κατάφερε να νικήσει και τον φόβο και τον πόνο. Κι όταν τέλειωσε ο κύκλος της ανάκρισης με τις φρικτές συνέπειες, βρέθηκε στο κολαστήριο της Αγυιάς. Από την Αγυιά ο Γιάννης Κυριακάκης βρέθηκε στο φοβερό γερμανικό στρατόπεδο Ματχάουζεν Στάγιερς Κούζεν 1, όπου κι έμεινε μέχρι την απελευθέρωση. Ήταν από τις φοβερές δοκιμασίες που στοίχειωνε τις νύχτες του.
Ο Γιάννης Κυριακάκης δεν ξέφυγε ούτε ένα λεπτό από την ιδεολογική πορεία του. Κι ας μην τον άφησαν ήσυχο ούτε μια στιγμή οι ιδεολογικοί του αντίπαλοι να πάρει μια ανάσα. Εκτός από την Ικαρία, θήτευε σε όλα τα ξερονήσια αρνούμενος να υπογράψει δήλωση μετανοίας. Ένα πράγμα τον πονούσε ιδιαίτερα. Ολοκαύτωμα είχε γίνει η οικογένειά του. Ήταν γεγονός ότι μαζί με αυτόν υπέφεραν και τ’ αδέλφια του με ποικίλες μορφές διώξεων και ταλαιπωρίας. Έπρεπε όμως να μείνει στο μετερίζι του αγέρωχος χωρίς να χάσει την μαχητικότητά του. Έτσι είχε μάθει. Δεν άντεχε να προδώσει τα πιστεύω του. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που δεν δημιούργησε οικογένεια. Ίσως να ήθελε έτσι να αφοσιωθεί στον αγώνα του χωρίς το άγχος αυτών που υποφέρουν μένοντας πίσω.
Μια και μοναδική φορά τον είδα έξαλλο. Ήταν τότε που κάηκαν οι φάκελοι σε μια προσπάθεια του Γιάννη Κεφαλογιάννη να κλείσει το μαύρο κεφάλαιο της μισαλλοδοξίας.
«Με ρώτησαν;» Ούρλιαζε σχεδόν «Αυτός ο φάκελος ήταν η ζωή μου, το έργο μου, ο εαυτός μου. Με ποιο δικαίωμα τον έκαψαν; Καίγοντας το φάκελό μου έκαψαν και το παρελθόν μου. Κι εγώ τον ήθελα να υπάρχει …Ας μας καλούσαν να μας τον δώσουν πίσω. Πώς αποφάσισαν χωρίς εμάς;»
Όπως συμβαίνει με όλους μας, υπήρξαν φορές που τον ξένισε η απότομη μεταστροφή κάποιου πολιτικού προσώπου και η μεταπήδηση σε άλλο πολιτικό χώρο. Γινόταν έξαλλος όμως όταν επρόκειτο για απόγονους αγωνιστών. Στις περιπτώσεις αυτές γινόταν χείμαρρος πολιτικών αφορισμών.
Τιμούσε τους συναγωνιστές του και αναφερόταν με συγκίνηση από τις στήλες των τοπικών εφημερίδων σε επετείους και σε αγνούς ιδεολόγους.
Ο Γιάννης Κυριακάκης έμεινε στην ιστορία του τόπου σαν μια από τις εμβληματικές φυσιογνωμίες πέρα από τους πιο αφοσιωμένους υπερασπιστές της αριστερής ιδεολογίας.
Γι’ αυτό και κάθε φορά που έρχεται στο νου η θύμησή του, τον συνοδεύει επάξια μια από τις αγαπημένες του φράσεις που μας έλεγε όταν αναφερόταν σε συναγωνιστές του ή όταν κατέθετε στεφάνι σε επετειακές εκδηλώσεις: Τιμή και Δόξα.
Γιώργης Βασσάλος
Ο Γιώργης Βασσάλος, γεννήθηκε το 1897 στο ιστορικό Μελιδόνι και ανήκε σε μια φτωχή αγροτική οικογένεια που είχε όμως βαθιές ιστορικές ρίζες.
Σαν τέλειωσε το τετρατάξιο σχολείο του χωριού του, εργάστηκε σαν επιπλοποιός στο Ρέθυμνο και το 1915 πήγε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε, για ένα μικρό διάστημα, σε ξενοδοχείο. Από μικρός δηλαδή είχε δοκιμάσει το πικρό ψωμί του μεροκάματου. Στην Αθήνα γνώρισε και τους πρωτοπόρους των συνδικαλιστικών αγώνων κι άρχισε να καλλιεργείται μέσα του ο σπόρος της ανάγκης για κοινωνική δικαιοσύνη.
Γύρισε στο χωριό του το 1917 και κατετάγη στη Χωροφυλακή. Με τη μεσολάβηση του τότε βουλευτή Νίκου Ασκούτση τοποθετήθηκε στη Στρατονομία της 13ης Μεραρχίας. Έλαβε μέρος στο Μακεδονικό μέτωπο, στην εκστρατεία της Ουκρανίας κι έπειτα πολέμησε στη Μικρά Ασία μέχρι το Καλέ Γκρότο.
Μετά την πτώση του Ελευθερίου Βενιζέλου τον έστειλαν στο Πεζικό, όπου τον βρήκε η κατάρρευση. Από εκεί τον βρίσκουμε στη Θεσσαλονίκη με τον αδερφό του, εργαζόμενο σε αυτοκίνητο. Έτσι έγινε οδηγός.
Το 1924 έφυγε για τον Πειραιά όπου και ξεκίνησε την ενεργό δράση του στο κόμμα που εξέφραζε την ιδεολογία του.
Το 1932 διορίστηκε οδηγός στον καταβρεχτήρα του δήμου και στην πυροσβεστική. Πρωτοστατεί κι εδώ για την ίδρυση του πρώτου σωματείου οδηγών με πρόεδρο τον ίδιο.
Σαν οδηγός άφησε εποχή. Κατάβρεχε το δρόμο καταλαγιάζοντας τη σκόνη, μοίραζε νερό. Και όλοι… έπιναν νερό στ’ όνομά του. Ήταν εξαιρετικά δημοφιλής.
Ο Γιώργης δεν έπαψε ποτέ ν’ αγωνίζεται για τα δικαιώματα των εργαζομένων. Κι επειδή κάθε ειλικρινής αγωνιστής πιστεύει πάνω απ’ όλα στο «εμείς» προχώρησε με άλλους συνοδοιπόρους του στην ίδρυση του Εργατικού Κέντρου το 1932.
Στο πρώτο εκείνο διοικητικό συμβούλιο, πρόεδρος ήταν ο Βασσάλος, αντιπρόεδρος ο Φραγκιάς Βλαχάβας, γενικός γραμματέας ο Αντώνης Τσουράκης, ταμίας ο Τίτος Ριακωτάκης, έφορος Μανόλης Στεφάνου και μέλη Γιώργης Παπαδάκης, Σάββας Τσιμπούκας, Χαράλαμπος Κιαγιάς και Νίκος Μπενής.
Ήρθε όμως η Μεταξική δικτατορία ν’ ανακόψει την πλούσια δράση των πρωτοπόρων αυτών συνδικαλιστών και το 1939 συλλαμβάνει 28 από αυτούς. Μετά από φρικτά βασανιστήρια στα κρατητήρια της Ασφάλειας, έστειλε στην εξορία τους Ζώνο, Αναγνωστάκη, Γριντάκη και Σιμιτζή. Οι τρεις πρώτοι πέθαναν στα ξερονήσια και στην Ακροναυπλία από τις κακουχίες.
Κι όμως παρά τις ταλαιπωρίες συμμετέχει στη Μάχη της Κρήτης και μετά στην Αντίσταση.
Κατακτητές και δοσίλογοι δεν άργησαν να επισημάνουν τη δράση του. Στις 16 Ιουνίου του 1943, συλλαμβάνεται μαζί με τους Γιώργη Γιακουμογιαννάκη, δικηγόρο, Νίκο Ανδρουλιδάκη δικηγόρο, Γιάννη Μαρνιέρο-Δημητρακάκη (Ζαμπράκο), Αντώνη Παπαδάκη, Μανόλη Σπηλιανάκη, Σπύρο Σοφουλάκη, Γιάννη Ευαγγελίδη, επιθεωρητή, Γιώργη Μοράκη, Βασίλη Σπανδάγο, Νίκο Μπιράκη, δικηγόρους, Ματζουράκη και Γιώργη Περακάκη, γιατρό.
Στην ίδια φουρνιά των συλλήψεων ήταν επίσης ο Μύρων Μαθιουδάκης από την Κοξαρέ με άλλους χωριανούς του και από τον Άγιο Σύλα ο Γιάννης Παρασύρης.
Τους μετέφεραν στο Ηράκλειο, χωρίς κανένας να ξέρει ακριβώς ποια θα ήταν η τύχη του. Εκεί άφησαν τους δικηγόρους Νίκο Μπιράκη και Βασίλη Σπανδάγο, το γιατρό Γιώργη Περακάκη τον επιθεωρητή Γιάννη Ευαγγελίδη και το Γιάννη Μαρνιέρο. Τους άλλους έστειλαν σε γερμανικά στρατόπεδα όπου άφησαν την τελευταία τους πνοή, κάτω από τις γνωστές απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης.O δικηγόρος Γιακουμογιαννάκης, ο Γιάννης Παρασύρης, ο Γιώργης Μοράκης και πολλοί άλλοι πατριώτες.
Ο Γιώργης Βασσάλος κατέληξε στο φρικτό στρατόπεδο του Ματχάουζεν. Ήταν το κεντρικό από το οποίο και γίνονταν οι μεταγωγές σε άλλα στρατόπεδα. Εκεί μέχρι τις 5 του Μάη 1945 έζησε τη φρίκη της ναζιστικής θηριωδίας.
Γύρισε στο Ρέθυμνο ένα ανθρώπινο ράκος αλλά με ατσάλινη θέληση να ξεκινήσει τη ζωή του από την αρχή. Λογάριαζε όμως χωρίς τους μισαλλόδοξους παράγοντες που δεν τον άφησαν να πάρει ανάσα. Το αποκορύφωμα ήταν να τον απολύσουν από το δήμο το 1948.
Κι όμως παρά το γεγονός ότι το κορμί του υπέφερε ακόμα από τα κατάλοιπα που είχαν αφήσει τα βασανιστήρια, έκανε κουράγιο και με χίλια βάσανα μεγάλωσε τα τρία του παιδιά, το Νίκο, τη Μαρία και τη Στέλλα του.
Η περηφάνια του Γιώργη Βασσάλου και η τακτική του να μην επιβαρύνει τους ανθρώπους του με τα προβλήματα της ηλικίας, του στοίχισε τη ζωή. Χωρίς να πει σε κανέναν το πρόβλημά του υπέφερε για μερικές μέρες κι όταν αναγκάστηκε να το αναφέρει ήταν αργά. Πέθανε στις 30 του Μάη 1982, σε ηλικία 85 χρόνων.
Όταν ολοκληρωθεί η σχετική έρευνά μας στα χωριά θα επανέλθουμε με νεότερα στοιχεία σε αντίστοιχα αφιερώματα.