Στην επικαιρότητα έχουν έλθει τις τελευταίες ήμερες θέματα και έχει ανοίξει ή μάλλον συνεχίζεται όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή η συζήτηση σχετικά με την ανάγκη αντιγριπικού εμβολιασμού, εμβολιασμού για την πνευμονία και την μηνιγγίτιδα και βέβαια την ιδιαίτερα ανησυχητική κατάχρηση αντιβιοτικών και τις συνέπειές της.
Ο εμβολιασμός αποτελεί μια από τις πιο αποτελεσματικές και αποδοτικές παρεμβάσεις δημόσιας υγείας και προλαμβάνει ετησίως περίπου 2 έως 3 εκατομμύρια θανάτους.
Από τη βρεφική ηλικία έως και την ενήλικη ζωή, ο εμβολιασμός προστατεύει από νοσήματα όπως διφθερίτιδα, τέτανο, κοκίτη, ιλαρά, ερυθρά, παρωτίτιδα, ανεμοβλογιά, μηνιγγιτιδοκοκκικές και πνευμονιοκοκκικές λοιμώξεις, πολιομυελίτιδα, γαστρεντερίτιδα από ρότα ιό, ηπατίτιδα Α και Β, λοιμώξεις από HPV και γρίπη.
Πριν από την εφαρμογή του υποχρεωτικού παιδικού εμβολιασμού, τα μεταδιδόμενα νοσήματα αποτελούσαν την κύρια αιτία θανάτου κατά την παιδική ηλικία σε παγκόσμιο επίπεδο. Στις μέρες μας, κάθε χρόνο 1,4 εκατομμύρια παιδιά χάνουν τη ζωή τους παγκοσμίως από νοσήματα που προλαμβάνονται με εμβολιασμό πριν την ηλικία των 5 ετών.
Θα προσπαθήσουμε στις επόμενες γραμμές να αναλύσουμε τα θέματα αυτά όσο πιο απλά γίνεται, βασισμένοι στα επιστημονικά δεδομένα και να διαλύσουμε μύθους που δυναμώνουν το λεγόμενο «αντιεμβολιαστικο κίνημα».
Εμβολιασμοί παιδιών-ενηλίκων
Μύθος 1: Τα νοσήματα για τα οποία εμβολιάζουμε έχουν εξαφανισθεί λόγω της αλλαγής του τρόπου ζωής και της βελτίωσης συνθηκών υγιεινής.
Αλήθεια: Παρότι η βελτίωση των συνθηκών υγιεινής και το καθαρό νερό μείωσαν την επίπτωση κάποιων λοιμώξεων, τα εμβόλια συνέβαλαν αποφασιστικά ώστε να μειωθούν σοβαρά λοιμώδη νοσήματα που προκαλούν πολλούς θανάτους και επιπλοκές.
Σε χώρες που δεν εμβολιάζονται συστηματικά, τα νοσήματα που προλαμβάνονται με εμβολιασμούς αποτελούν κύρια αίτια θανάτων βρεφών και παιδιών π.χ. μηνιγγίτιδα, πνευμονία, ιλαρά.
Ακόμη και σε χώρες με πολύ ανεπτυγμένα υγειονομικά συστήματα, σε περιπτώσεις που αυξάνονται τα παιδιά που δεν εμβολιάζονται, ακολουθούν επιδημίες από λοιμώδη νοσήματα με σοβαρές επιπλοκές και θανάτους.
Για νοσήματα που λόγω εμβολιασμού μειώθηκαν ή και εξαφανίστηκαν προς το παρόν στη χώρα μας, όπως η πολιομυελίτιδα ή η διφθερίτιδα, ο εμβολιασμός συνεχίζεται γιατί σε αρκετές χώρες υπάρχουν ακόμη κρούσματα.
Σε συνθήκες μετακίνησης πληθυσμών ή αυξημένης μετανάστευσης μπορεί να έχουμε επανεμφάνιση σοβαρών λοιμωδών νοσημάτων.
Το μόνο λοιμώδες νόσημα που εκριζώθηκε παγκοσμίως για αυτό και σταμάτησε ο εμβολιασμός είναι η ευλογιά.
Επιπλέον, τα εμβόλια γίνονται για παθογόνους μικροοργανισμούς που υπάρχουν στη φύση και δεν πρόκειται ποτέ να εξαφανισθούν όπως ο τέτανος.
Μύθος 2: Είναι καλύτερο το παιδί να περάσει φυσική νόσηση από τη λοίμωξη παρά να εμβολιασθεί.
Αλήθεια: Τα εμβόλια προκαλούν ανοσολογική αντίδραση παρόμοια με της φυσικής λοίμωξης, που προστατεύει το παιδί σε επόμενη πραγματική έκθεση στο λοιμώδη παράγοντα, χωρίς όμως τις επιπλοκές που κάνει η φυσική λοίμωξη. Τι πλεονέκτημα έχει το παιδί που θα νοσήσει από πολιομυελίτιδα και θα πάθει παράλυση ή από ιλαρά και θα πάθει μηνιγγοεγκεφαλίτιδα ή από μηνιγγιτιδόκοκκο και θα παρουσιάσει ψυχοκινητική καθυστέρηση.
Μύθος 3: Τα εμβόλια προκαλούν συχνά σοβαρές παρενέργειες.
Αλήθεια: Οι συχνότερες παρενέργειες των εμβολίων είναι ήπιες και προβλέψιμες. Συνήθως σκληρία ή ερεθισμός στο σημείο της ένεσης, πυρετός (συνήθως 1-2 κύματα), ανησυχία ή υπνηλία για 1-2 24ωρα. Οι σοβαρές παρενέργειες που μπορεί να συσχετισθούν με εμβολιασμό είναι εξαιρετικά σπάνιες (1:1.000.000) και συνήθως προκαλούνται λόγω υπερευαισθησίας ή αλλεργίας στα συστατικά του εμβολίου. Οι κίνδυνοι και οι επιπλοκές από φυσική νόσηση είναι πολύ πιο συχνές από ό,τι από τον εμβολιασμό.
Μύθος 3: Τα εμβόλια προωθούνται από τις φαρμακοβιομηχανίες λόγω κέρδους.
Αλήθεια: Τα εμβόλια που γίνονται στα παιδιά εξυπηρετούν το ατομικό και δημόσιο συμφέρον της μείωσης ή εξάλειψης σοβαρών λοιμωδών νοσημάτων. Τα περισσότερα εμβόλια εκτός από την ατομική προστασία που προσφέρουν, μειώνουν τη φορεία και τη μετάδοση λοιμωδών παραγόντων στο περιβάλλον, δημιουργούν έτσι ένα τοίχο συλλογικής ανοσίας (ανοσίας της κοινότητας) που προφυλάσσει και ανεμβολίαστα άτομα και προλαμβάνει επιδημίες στην κοινότητα.
Σε μια πολύ πρόσφατη μελέτη (MMRW April 2014) υπολογίστηκε ότι στις ΗΠΑ τα τελευταία 20 χρόνια λόγω του εμβολιασμού έχουν προληφθεί 732.000 θάνατοι, 322 εκατομμύρια νοσήσεις και 21 εκατομμύρια νοσηλείες.
Ο εμβολιασμός είναι από τις πιο αποδοτικές επενδύσεις στη δημόσια υγεία, αφού έχει υπολογιστεί ότι για κάθε 1 $ που δαπανάται, επιστρέφουν στο κράτος 3 $ άμεσο όφελος και 10 $ εάν λογαριαστεί και το κοινωνικό κόστος.
Μύθος 4: Δεν χρειάζεται να εμβολιάσω το παιδί μου αφού εμβολιάζονται τα άλλα παιδιά.
Αλήθεια: Σε συνθήκες που μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού εμβολιάζεται (>95%), προστατεύονται και αυτοί που δεν εμβολιάζονται, καθώς μειώνεται η κυκλοφορία των λοιμωδών παραγόντων στην κοινότητα. Εάν όμως το ποσοστό εμβολιασμού ελαττωθεί, τότε τα ανεμβολίαστα άτομα κινδυνεύουν να νοσήσουν και να παρουσιάσουν επιπλοκές από τα νοσήματα.
Αυτό μπορεί να γίνει λόγω αύξησης ανεμβολίαστων ατόμων στην κοινότητα από είσοδο μετακινούμενων πληθυσμών ή μεταναστών ή λόγω άρνησης εμβολιασμού από φόβο για υποτιθέμενες παρενέργειες, θρησκευτικούς λόγους, παρακολούθηση εναλλακτικών μορφών ιατρικής που αρνούνται τα οφέλη του εμβολιασμού.
Είναι υποχρέωση των γονέων να προσέχουν την ενημέρωση του βιβλιαρίου υγείας από τον παιδίατρο, να ρωτάνε για τη σωστή πρόληψη και να προγραμματίζουν επόμενους εμβολιασμούς. Ο σωστός εμβολιασμός είναι ασπίδα προστασίας της υγείας των παιδιών τους. Ωστόσο, 1 στα 5 παιδιά, και πολλοί ενήλικες, είναι ανεμβολίαστοι.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση του πνευμονιόκοκκου που μπορεί να χτυπήσει πριν ακόμη το καταλάβουν οι γονείς.
Τα στοιχεία από τη χώρα μας έδειξαν ότι κάθε χρόνο νοσηλεύονται με σοβαρή πνευμονιοκοκκική λοίμωξη 100 παιδιά ηλικίας κάτω των 5 ετών ανά 100.000 πληθυσμού.
Επιπλέον, σύμφωνα με την πανελλαδική καταγραφή του εθνικού κέντρου αναφοράς μηνιγγίτιδας το 40% των κρουσμάτων πνευμονιοκοκκικής μηνιγγίτιδας σε παιδιά προσχολικής ηλικίας συμβαίνουν μέσα στο πρώτο έτος της ζωής.
Αντιγριπικό εμβόλιο
Μύθος 5: καλύτερα να αφήνεται ο πληθυσμός να παθαίνει γρίπη και να αποκτά φυσική ανοσία, από το να κάνει το ετήσιο αντιγριπικό εμβόλιο.
Αλήθεια: Η γρίπη όντως παρέχει πολύ ισχυρότερη ανοσία απ’ ό,τι τα εμβόλια της, η ανάπτυξή της όμως είναι επικίνδυνη (ιδιαίτερα για τις ομάδες υψηλού κινδύνου ) και έτσι το εμβόλιο αποτελεί ασφαλέστερη επιλογή.
Όταν ο ιός της γρίπης εισβάλλει στον οργανισμό, το ανοσοποιητικό παράγει αντισώματα για να τον αντικρούσει, τον θυμάται, οπότε κάθε φορά που τον ξανασυναντά τον εξολοθρεύει. Μάλιστα, η προστασία που παρέχουν τα αντισώματα μπορεί να διαρκέσει επί πολλά χρόνια. Οι μελέτες έχουν δείξει ότι η φυσική ανοσία διαρκεί περισσότερο απ’ όσο η εμβολιαστική.
Εφόσον λοιπόν ισχύουν όλα αυτά, γιατί δεν είναι προτιμότερη η φυσική ανοσία από το αντιγριπικό εμβόλιο;
Κατ’ αρχάς, για να την αποκτήσει κάποιος πρέπει να αρρωστήσει. Μερικοί άνθρωποι όμως αρρωσταίνουν τόσο βαριά, ώστε καταλήγουν στο νοσοκομείο, όπου κάποιοι θα αναρρώσουν πλήρως, άλλοι θα απομείνουν με μόνιμες βλάβες εξαιτίας των επιπλοκών (η συνηθέστερη είναι η πνευμονία) και κάποιοι θα χάσουν τη μάχη να κρατηθούν στη ζωή.
Ο κίνδυνος σοβαρής επιπλοκής είναι πιθανότερος στα μικρά παιδιά, στους ηλικιωμένους, στους πάσχοντες από χρόνια νοσήματα (και σε αυτά δεν ανήκουν μόνο η καρδιοπάθεια ή η πνευμονοπάθεια, αλλά και η παχυσαρκία) και στις εγκύους.
Ακόμα όμως κι αν κάποιος είναι υγιής μπορεί να μολύνει κάποιο ευπαθές άτομο του περίγυρού του, με ό,τι συνέπειες μπορεί αυτό να έχει.
Πολύ σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι η φυσική ανοσία αφορά ένα στέλεχος του ιού της γρίπης κάθε φορά και κάθε χρονιά είθισται να κυκλοφορούν αρκετά.
Επειδή, δε, οι ιοί της γρίπης μεταλλάσσονται ασταμάτητα, η φυσική ανοσία θα αφορά μόνο τον συγκεκριμένο ιό από τον οποίο αρρώστησε κάποιος ή έστω και κάποιον πολύ παρόμοιο ιό του μέλλοντος.
Με άλλα λόγια, θα πρέπει να αρρωσταίνει κανείς από γρίπη κάθε χρόνο και ίσως πάνω από μία φορά για να αποκτά φυσική ανοσία σε καθένα από τα στελέχη των ιών της που θα κυκλοφορούν.
Τα αντιγριπικά εμβόλια περιέχουν τους αδρανοποιημένους ιούς που είναι πιθανότερο να κυκλοφορούν κάθε χρονιά και οι οποίοι μιμούνται τη λοίμωξη, προκαλώντας ελεγχόμενη ανοσοποιητική αντίδραση.
Αυτό σημαίνει ότι επειδή οι ιοί είναι αποδυναμωμένοι, ενεργοποιούν μεν το ανοσοποιητικό σύστημα αλλά δίχως να προκληθεί οξεία, βαριά γρίπη.
Με αυτό τον τρόπο παρέχεται προστασία κατά 50-60% από τη γρίπη, ενώ κι αν ακόμα αρρωστήσει κάποιος έχει ηπιότερα συμπτώματα απ’ ό,τι αν ήταν ανεμβολίαστος.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου συνετό να εκτίθεται κανείς στη γρίπη, νομίζοντας ότι θα αποκτήσει γενικώς και αορίστως ανοσία εναντίον της, διότι θα αποκτήσει ανοσία για έναν συγκεκριμένο ιό ή κάποιον παρόμοιο, αλλά θα είναι εντελώς απροστάτευτος έναντι δεκάδων άλλων.
Η έλλειψη γνώσης σχετικά με τον εμβολιασμό είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο μερικοί ενήλικες επιλέγουν συνειδητά να μην εμβολιαστούν οι ίδιοι ή να εμβολιάσουν τα παιδιά τους και η αναστροφή του φαινόμενου είναι ευθύνη των υγειονομικών και της πολιτείας.
Ιατρικός Σύλλογος Ρεθύμνου