Η πανδημία βρίσκεται, μετά από πολύ καιρό, σε φάση σταθερής αποκλιμάκωσης και υποχώρησης των επιδημιολογικών δεικτών, χωρίς όμως να έχει εκλείψει ο κίνδυνος τοπικών η γενικευμένων αναζωπυρώσεων της, λόγω κυρίως των νέων και μεταδοτικότερων μεταλλάξεων του ιού. Ένα νέο επιδημικό κύμα το φθινόπωρο δεν μπορεί να αποκλειστεί και η πιθανότητα αυτή αυξάνεται όσο καθυστερεί η καθολική εμβολιαστική κάλυψη των ενηλίκων και η επίτευξη «ανοσιακού φραγμού» στο γενικό πληθυσμό. Μόνο «σπάζοντας» την αλυσίδα μετάδοσης του ιού στην κοινότητα με υψηλά ποσοστά εμβολιασμού σε όλες τις ηλικιακές ομάδες και με πιο στοχευμένη κάλυψη των ευάλωτων ομάδων που έχουν «μείνει πίσω» (ηλικιωμένοι, χρόνιοι ασθενείς, υγειονομικό-διοικητικό προσωπικό των μονάδων υγείας, προσωπικό και φιλοξενούμενοι σε κλειστές δομές, εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις τουρισμού και εστίασης, κλπ.), μπορούμε να «θωρακίσουμε» αποτελεσματικά τη Δημόσια Υγεία.
Το πιο σημαντικό όμως είναι να αποκατασταθεί γρήγορα η εμπιστοσύνη των πολιτών στην αξιοπιστία του εμβολιαστικού εγχειρήματος. Τα νεότερα ερευνητικά δεδομένα τεκμηριώνουν πλήρως τον υψηλό βαθμό προστασίας από σοβαρή νόσο covid-19 που παρέχουν όλα τα εμβόλια και δεν έχει καμιά επιστημονική βάση η συζήτηση περί μη δοκιμασμένων ή μη αποτελεσματικών εμβολίων. Όμως τα προβλήματα πειθούς και συνειδητής επιλογής των πολιτών να εμβολιαστούν, υπάρχουν και απαιτούν λύσεις. Η υποχώρηση της οξείας φάσης της πανδημίας με τη δραματική μορφή που πήρε στη διάρκεια του 3ου κύματος, η κόπωση από τη συνεχή πληροφόρηση περί του ιού και τα πολύμηνα περιοριστικά μέτρα, καλλιεργούν τον «εμβολιαστικό εφησυχασμό». Τώρα είναι που χρειάζεται μια πιο ολιστική και πιο πειστική παρέμβαση της Πολιτείας. Κατ’ αρχήν απαιτείται μια σοβαρή κοινωνική έρευνα για να εντοπιστούν τα αίτια της υστέρησης στα ποσοστά εμβολιασμού μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων, ηλικιών, επαγγελμάτων η γεωγραφικών περιοχών. Και ανάλογα με τα δεδομένα, να επανασχεδιαστεί η εμβολιαστική στρατηγική με πιο στοχευμένο, επιστημονικά τεκμηριωμένο και αποτελεσματικό τρόπο. Για να πειστούν και οι πιο δύσπιστοι και επιφυλακτικοί πολίτες να εμβολιαστούν. Χωρίς αυτό, η συζήτηση περί υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών ή περί «προνομίων» των εμβολιασμένων, είναι πολύ προβληματική, θα δημιουργήσει αντιδράσεις και θα ενισχύσει το αντιεμβολιαστικό κλίμα στην κοινωνία.
Αν όμως η Δημόσια Υγεία είναι το μείζον αγαθό που οφείλουμε συλλογικά να διαφυλάξουμε και με δεδομένη την μείωση κατά 50% της πιθανότητας μετάδοσης του ιού από εμβολιασμένους, πρέπει να συμφωνηθεί και να διασφαλιστεί στην πράξη ότι ορισμένες επαγγελματικές δραστηριότητες (π.χ. νοσηλεία ασθενών ή φροντίδα ευπαθών ομάδων) θα ασκούνται από εμβολιασμένους. Πάντα εξαντλώντας όλα τα περιθώρια άρσης επιφυλάξεων και συνειδητής επιλογής των πολιτών και διασφαλίζοντας την τήρηση βασικών συνταγματικών προβλέψεων, κανόνων Δικαίου και αρχών Βιοηθικής. Η σχετική εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής είναι μια πολύ καλή βάση για μια ρύθμιση με αναλογικότητα σε σχέση με τον κίνδυνο και με κοινωνική αποδοχή, χωρίς την οποία είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα η αναγκαία εμβολιαστική «θωράκιση» της κοινωνίας να προωθείται με απειλές για απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα και καταστρατήγηση του εργατικού δικαίου, με προαναγγελία διακρίσεων εις βάρος των μη εμβολιασμένων και με την de facto δημιουργία πολιτών δεύτερης κατηγορίας.
H δύναμη της Δημοκρατίας είναι στη διασφάλιση κοινωνικών και πολιτικών συναινέσεων, με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και στην ισονομία των πολιτών. Μόνο έτσι, με δημόσια ευθύνη και την εγγύηση του Κράτους Δικαίου, μπορεί να προστατευτεί αποτελεσματικά η Δημόσια Υγεία και όχι με εκκλήσεις του Πρωθυπουργού στην ατομική ευθύνη και, πολύ περισσότερο, με την κουλτούρα αυταρχισμού και επιβολής που αποτελεί το «σήμα κατατεθέν» της σημερινής κυβέρνησης.